Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (23)
4 Σεπτεμβρίου 2009
(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)
Επιστολή 6
Προς Εργίνα, την κατά σάρκα και αγαπημένη, του αδελφή.
Εν Άγίω Όρει τη 16η Δέκεμβρίου 1932.
Αδελφή μου εν Χριστώ ήγαπημένη Εργίνα, εγκόλπιον της ψυχής μου, το αληθινόν μου πνευματικόν τέκνον εν Κυρίω, υγίαινε.
Σήμερον έλαβον την πλήρως γέμουσαν αγάπην και ευλάβειαν, σοφίαν και σύνεσιν, γνώσιν και ταπείνωσιν, επιστολήν σου και τας χείρας εκπετάσας προς Κύριον, μετά θερμής αγάπης και ζέσεως ψυχής, τας μυστικάς φωνάς της ταπεινής μου καρδίας ηντιβόλουν προς Κύριον:
«Επάκουσον, λέγω, ω γλυκεία αγάπη, Ιησούς ο Σωτήρ μου, το φως, το υπέρ παν φως, το εξ Ανάρχου Πατρός Γενήτορος, η γνώσις και η αλήθεια, η ελπίς και η παρηγοριά μου, η ισχύς και δύναμίς μου· η αγάπη και ο φωτισμός μου, επάκουσον, λέγω, και πέμψον επί την αδελφιδού μου το φως της θείας Σου παρακλήσεως και διάσπασον τους μοχλούς και τα κλείθρα της σκοτεινής και πεπονημένης αυτής ψυχής και τη φωταυγεία της Σης αίγλης παρακάλεσον την αυτής καρδίαν, όπως μικρυνθώσιν αι αυτής θλίψεις και τα αλλεπάλληλα των πειρασμών βάσανα.
Ναι, ο γλυκύς μου Χριστός, το φως το υπέρ παν φως, το φωτίζον νεφρούς και καρδίαν, ψυχήν και σώμα· νευράς και οστέα, τρίχας και όνυχας, νουν και διάνοιαν και πάσαν την σύστασιν του ημετέρου σκηνώματος».
Ταύτα και πλείστα άλλα, αγάπης προς σε μου τεκμήρια, προς τον εμόν Δεσπότην και Κύριον αναφωνώ , καθότι καγώ ουκ αγνοώ, μνημονεύω των παιδιόθεν σου πολλών και αναρίθμητων βασάνων. Και χάριν τούτου υπεραγαπώ σε και εξ όλων των αγαπητών μοι εσένα δίδωμι το πλείστον της αγάπης· τα γαρ εμά πρωτοτόκια της αγάπης σα εστί.
Τούτο μόνον ζητώ παρά σου να κάνης εις εμέ, αντίδοσιν της τόσης προς σε μου αγάπης· το να κάνης ολίγην προσθήκην υπομονής, και πιστεύω εις τον εμέ αγαπήσαντα Ιησούν, ότι πάντα τα σα αιτήματα μετά προσθήκης θα τα πλήρωση ο Κύριος. Και την ειρήνην της ψυχής σου θα εύρης και ερημίαν και ησυχίαν, και το σπίτι θα δώσης, και παν ο,τι είναι συμφέρον εις την ταλαίπωρόν μας ψυχήν θα σε χαρίση ο Κύριος.
Εσύ μόνον ζήτει μετά δακρύων το, πώς γινώσκει ο Κύριος, να γίνη το άγιον Αυτού θέλημα και όχι το ιδικόν σου. Άπαξ είδας ότι ημάρτηκας τω Κυρίω, μηκέτι προστίθεις τοις μώλωψι τραύματα. Ει δε και ως άνθρωπος πάλιν πέσης, μη αθύμη, μη απελπίζης σαυτήν. Ο γαρ ειπών τω Πέτρω, συγχωρείν τον πταίστην εβδομηκοντάκις επτά την ημέραν, πώς δεν θα συγχώρηση ημάς ο τόσον φιλάνθρωπος Κύριος;
Άφες τον Μιλτιάδη όπως θέλει· ας στείλη εις τους γονείς του. Ειπέ ότι εσύ τα έδωσες ελεημοσύνη· και αυτό που εις άλλον θα έδιδες, μη τα δώσης εκεί. Μη κάνης άλλην σε άλλον ευεργεσίαν. Αρκεί αυτή.
Άφες το ίδιον θέλημα, διά να εύρης ψυχής ειρήνην. Το γαρ θέλημα του ανθρώπου γέγονε τοίχος χαλκούς, και εμποδίζει τον φωτισμόν και την ειρήνην. Βλέπε παράδειγμα τον γλυκύν Ιησούν, όπου εγένετο προς τον Άναρχον Αυτού Πατέρα «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Δέδωκε το σώμα εις μάστιγας και τας σιαγόνας εις ραπίσματα και το πρόσωπον ουκ απεστράφη από εμπτυσμάτων. Οράς, αδελφή μου, πόσην αγάπην προς ημάς έδειξεν ο γλυκύς Κύριος;
Λοιπόν, εγκόλπιον της ψυχής μου, ας αφήσωμεν και ημείς τα ιδικά μας θελήματα. Ας αφήσωμεν και τοις πταίουσιν εις ημάς και τότε μετά παρρησίας θα είπομεν, «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Πάντες γαρ άνθρωποι είμεθα· εκ του χοός γεγενημένοι και πάντες ημάρτομεν. Πηλός είμεθα· άγνοιαν έχομεν. Ο πηλός τον πηλόν κλέπτει· ο πηλός τον πηλόν υβρίζει· ο πηλός τον πηλόν συκοφαντεί· ο πηλός του πηλού επαίρεται ο πηλός τον πηλόν πλουτεί· ο πηλός του πηλού άρχει· ο πηλός τον πηλόν δέρει· ο πηλός τον πηλόν φυλακίζει. Και, εν γένει, ο πηλός του πηλού θεωρείται σοφώτερος, δυνατώτερος, πλουσιότερος, ευγενέστερος, τιμιώτερος και πλούτων ανοησίαν και άγνοιαν της υπάρξεως του, του πόθεν και που ευρέθη, πώς εγεννήθη, ποίος ο προορισμός του, που καταλήγει, τι το μετά ταύτα. Όλα λοιπόν αυτά, επειδή τα κατεβρόχθισεν η λήθη και η άγνοια και γέγονε χάος αναισθησίας, διά τούτο οδυνώμεθα εδώ και εις την άλλην ζωήν.
Και ως εκ τούτου πρέπει όποιος βλέπει καλύτερα και είναι ολίγον ξεσκοτισμένος, πρέπει να συγχωρή και να συμπαθά τον ομόψυχον, ομόπαθον πλησίον του αδελφόν. Απ΄ αρχής γαρ ουχ ούτως εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, ίνα όλα ταύτα πάσχη και οδυνάται· αλλ΄ ως άγγελον τούτον εποίησε. «Μικρόν τι παρ΄ αγγέλοις» διέφερε, και παράδεισον εν Εδέμ ποιήσας τούτον έθετο ώσπερ βασιλέα τη προαιρέσει και αυτεξουσιότητι κυβερνάσθαι επί μιά και μόνον εντολή δεσμεύσας, ίνα φαίνεται ότι υπ΄ ανωτέρου διευθύνεται. Αυτός δε πλανηθείς υπό του δαίμονος και τη ισοθεΐα ηδυνθείς ότι θα ελάμβανεν, εξωρίσθη του Παραδείσου. Τη εξορία ταύτη και ταις οδύναις περιέπεσεν αφορισθείς παρά Θεού, ίνα άκανθας και τριβόλους θερίζη πάσας τας ημέρας αυτού.
Τι δε εισίν αι άκανθαι και οι τρίβολοι, ει μη αι αλλεπάλληλοι συμβάσεις και καθημεριναί θλίψεις εκ των πειρασμών, εκ των διεστραμμένων ανθρώπων, και εξ αυτής της μοχθηράς ημών φύσεως; Η οποία εκ της κακής συνήθειας και έξεως έγένετο ως δευτέρα φύσις, και πάσχομεν εξ αυτής οδυνηρούς κινδύνους πλέον παρά των άλλων έχθρων. Και ει μη το έλεος του Θεού μας προφθάση, κινδυνεύομεν ελθείν εις απώλειαν. Και ταύτα δε πάντα μέχρι τίνος έχουσι τέρμα; Άχρις ότου, λέγει, «εκ γης ελήφθης και εις γην απελεύση». Τοιόδε, λοιπόν, έθετο τέρμα των οδυνών και θλίψεων ο φιλάνθρωπος Θεός.
Λοιπόν, τι ζητείς, ω καλή μου αδελφηδόνα; Ποίαν τρίβον να εύρωμεν ,η οποία να μη ανατέλλη ακάνθας και τριβόλους; Ποία άλλη οδός είναι, η οποία να μη περιέχεται υπό του θείου αφορισμού; Όρα μοι, λοιπόν,τους βασιλείς, όπου προ ολίγου εκρότουν δι΄ αυτούς μουσικαί και έτρωγον όπου τους έτρεμεν η κτίσις. Πού όλα ταύτα; Αι άκανθαι και τρίβολοι τους έπνιξαν. Πού οι προ ολίγου υπουργεύοντες, όπου τους έφαγον ζωντανούς τα μελίσσια; Ιδού οι τρίβολοι. Λοιπόν, ποίος εδυνήθη εξαλάσαι εαυτόν εκ των ακανθών; Ουδείς· ει μη ο θάνατος!
Ελθέ λοιπόν ομού να φωνάξωμεν τον Σολομώντειον λόγον «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Μακάριος λοιπόν εκείνος, όπου υπέμεινεν άχρι τέλους εκ άκρα υπομονή, τα πάντα καταφρονών, και διά της μακροθυμίας ολιγοστεύει τας ακάνθας και τους τριβόλους, αφήνων να γίνεται ζημία επίγειος και πλούτος επουράνιος.
Δι΄ αυτό λοιπόν, αδελφή μου αγαπητή, ψυχή της ψυχής μου, και οστούν εκ των οστέων μου, παράδραμε και εσύ τα δίκαια σου και τα θελήματα, χάριν της τόσης αγάπης, όπου δι΄ εσέ την ψυχήν μου τίθημι υπέρ σου, και σύζευξον την καλήν συζυγίαν, υπομονήν και μακροθυμίαν και συγκέρασον εις τον κρατήρα της αγάπης και πότιζον τον άνδρα σου, τον καλοκάγαθον Μιλτιάδην εις το ποτήριον της ταπεινώσεως και υπακοής, και ελπίζω, ότι και αυτός, δι΄ ευχών σου, θα γίνη ως θέλεις και επιθυμείς.
Εμέ δε να εύχεσαι και πάλιν, όπως με γράφεις, διά να με φυλά ο Κύριος· διότι πολλήν βοήθειαν βλέπω από τας άγαπητάς σου ευχάς, τας αδελφικάς, τας πνευματικάς. Και όταν εύρης εποχήν να κάνης Σαρανταλείτουργον, διά να λιγοστεύουν τα βάρη της ψυχής.
Με γράφεις δι΄ εικόνας να παραγγείλω. Αλλά τι εικόνας δεν γράφεις· τίνα άγιον,τι μέγεθος; Γράψε και θα δώσω να κάνουν.
Τώρα μόλις πήρα το καλαθάκι. Το άνοιξα και ευρήκα το μέτρον των αγίων εικόνων. Λοιπόν, να μένης ήσυχη, αλλά θα αργήσουν κομμάτι. Έλαβον και τα αδελφικά σου δώρα· αλλ’ ουχί απλά δώρα· αλλά δώρα αγάπης, δώρα αδελφής παιδιόθεν βασανιζομένης. Και διά των μικρών τούτων δώρων λαμβάνει αντίδωρον Βασιλείαν Ουράνιον και τρυφήν και απόλαυσιν αιώνιον. Αχ, είδα τα εκ παιδικής μου ηλικίας τροφίματα, τους καρπούς της πατρίδος, και μνημονεύσας την παιδικήν μας ανάπτυξιν είπον: Ω μάταιε κόσμε, πόσο ήσουν δυστυχής! Είσαι και θα είσαι άχρι τέλους. Και πόσον μακάρια τοις μάκαρσιν η αιώνιος και άληκτος τρυφή!
Αχ, αδελφή, και αν θα δοκιμάσης μικρόν τι των εκείνων αγαθών, θα γίνης ως σίδηρος εν τη υπομονή. Λοιπόν, αδελφή μου, δι΄ όλα πολύ σε ευχαριστώ και σε εύχομαι εξ όλης μου της ψυχής.
Δώσε τας ταπεινάς μου ευχάς εις όλους τους αδελφούς μας, αν τους ιδής. Φιλώ τους πόδας της μητέρας. Ασπάζομαι τον Μιλτιάδην και τα τέκνα σου Διονύσιον, Βαρβάραν και τα εύχομαι να γίνουν καλά παιδιά.
Συνεχίζεται…