Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (16)
21 Αυγούστου 2009
(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)
Όταν τους ευρήκαμεν εμείς, ήσαν κάπως τακτοποιημένοι, αλλά με τόσην ευτέλειαν και προχειρότητα, που αν περιγράψω κάτι, φοβούμαι μήπως δεν θα με πιστεύση η καλομαθημένη μας γενεά. Αρκεί να είπω ότι εις τα δωμάτια τους, το παράθυρο ήταν συνάμα και πόρτα. Άν ήθελες δε να ξαπλώσης καλά τα πόδια σου εις το στρώμα, αν επιτρέπεται να το ονομάσωμεν στρώμα αυτό που είχαν, ήτο αδύνατον, γιατί το μέρος δεν χωρούσε. Δεν ξεχνούσε ο αείμνηστος τον προορισμόν του, ούτε ο ζήλος του αμβλύνετο από το να κακοπαθή, γι’ αυτό και όλη του η ζωή και το περιβάλλον ήτο πάντοτε ταπεινόν, ευτελές, προσωρινόν και μόνον για την χρείαν και ενίοτε ούτε γι’ αυτήν δεν εξαρκούσε. Όταν κάποτε εγογγύζαμεν από μικροψυχίαν και σε περιβάλλον ασυγκρίτως πλατύτερον και άνετον από το δικόν του, εστέναζε και μας έλεγεν: «Εγώ, από απόψεως αναπαύσεως, δεν θυμάμαι να ικανοποίησα τον εαυτόν μου ποτέ». Και πράγματι αυτό διαπιστώσαμεν μέχρι τέλους της ζωής του.
Όταν επήγαμεν εμείς, κατά το 1947, πρώτα εγώ και κατ’ ολίγον ο πνευματικός μου αδελφός Εφραίμ, ο μετέπειτα ιερομόναχος, υπεβλήθημεν αμέσως εις όλην την συνέχειαν του τυπικού τους. Έπρεπε δα να κατασκευάσωμεν καλύβες για να καθίσωμεν, διότι δεν είχαν διά εμάς. Τας πρώτας ύλας τας κουβαλήσαμεν εις τον ώμον, ξύλα από το βουνόν και άμμον ή χαλίκια από την θάλασσαν. Μαζί έκαθίσαμεν εκεί εις την Μικράν Αγίαν Άνναν και με τους λοιπούς αδελφούς που ήλθαν μετά από εμάς ως συνοδία, μέχρι το 1951, και αφού δεν χωρούσε το μέρος, εκατέβημεν εις την Νέα Σκήτη, όπου και τον βίον του τελείωσε κατά τον Αύγουστον του έτους 1959. Ο τόπος εις την Μικράν Αγίαν Άνναν ήτο πράγματι απόμερος και κατάλληλος για ησυχίαν, όχι όμως για πολλούς, γιατί καλά καλά για να κτίσωμεν καλύβες κατάλληλον μέρος δεν υπήρχε. Ήτο το μέρος εκτεθειμένον και συχνά κατρακυλούσαν από πάνω ψηλά βράχοι και δεν υπήρχε ασφάλεια.
Εις όλον το διάστημα όπου είμεθα μαζί, πάντοτε μεν, ιδίως δε τότε όπου είμεθα αρχάριοι, η σπουδή του ήτο να μας βιάζη να λέγωμεν την ευχήν. Εμείς, ασυνήθιστοι και αμελείς, δυσκολευόμεθα να το εφαρμόσωμεν, όπως δεν είναι φυσικά και απλούν. Μας ανάγκαζε να την λέγωμεν με το στόμα προφορικά για να βοηθά και η ακοή και έτσι να μη ξεχνούμε. Και πράγματι, πολύ αποτελεσματικός είναι ο τρόπος αυτός, ως εισαγωγικός για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν την νοεράν προσευχήν. Η επιμονή γεννά την συνήθειαν, η συνήθεια ελαφρύνει τον κόπον μέχρις ότου προφθάσει η Χάρις του Θεού. Αδύνατον ο γλυκύς Ιησούς επικαλούμενος επιμόνως να μη εμφάνιση την παρουσίαν Του διά της Χάριτος Του, αναλόγως της βίας και προαιρέσεως του κρούοντος την θύραν της αγαθότητος Αυτού.
Και εις την Μικράν Αγίαν Άνναν όπου ήλθε, δεν άλλαξε καθόλου τον τρόπον της ζωής του και δη το τυπικόν του, όπου από την αρχήν εχάραξε. Σε εμάς έδιδε σημασίαν εις την άδυναμίαν μας και δεν μας εβίαζε εις την ακρίβειαν όπου κρατούσαν με τον πατέρα Αρσένιον εις τον εαυτόν του όμως ήτο πολύ αυστηρός καί παρ’ όλον που η υγεία του ειχε πολύ κλονισθή.
Τόσον ειχε καταφρονήσει το σώμα του, που ποτέ δεν έκαμεν την παραμικρήν συγκατάβασιν να παραβή τας κανονισμένας ώρας της τροφής ή του ύπνου ή να πάρη κάτι άνακουφιστικόν, μέχρι και μιας ασπιρίνης ή παραμικρής εντριβής ή τουλάχιστον να αλλάξη όταν ίδρωνε, και σιγά σιγά το σώμα του έγινε εστία νοσημάτων. Εις το πρόσωπον του ήτο ζωγραφισμένη η κούρασις, και όμως δεν υποχωρούσε από την συνήθεια του και ιδίως εις το ζήτημα της αγρυπνίας, που κοπίαζε υπερβολικά. Είχε κανονίσει τας ώρας του ύπνου και του φαγητού και γενικά όλας του τας ασχολίας και κάθε τι φύλαττε με πολλήν ακρίβειαν. Εάν καμμίαν φοράν δεν τον έπαιρνε ύπνος, και αυτό συνέβαινε συχνά λόγω της καρδιακής του παθήσεως όπου ειχε, δεν εννοούσε να τον αναπλήρωση εις άλλην ώραν. Αυτό συνέβαινε και με το φαγητόν και σιγά σιγά τον εγκατέλειψαν αι δυνάμεις του και ελυπούμεθα βλέποντας τον να κοπιάζη πολύ.
Η μνήμη του όμως και ο ζήλος του ήσαν ακμαία και όταν μας έβλεπε που προβάλλαμεν την συγκατάβασιν ως επιτηδείαν πρόφασιν, μας ενθύμιζε τα παραδείγματα των Πατέρων, που πράγματι δεν υποχωρούσαν, ενίοτε ούτε εις τα πλέον εύλογα αίτια εις το αγωνιστικόν τους στάδιον και μας έλεγε το εξής:
«Η γενεά μας έχασε τον δρόμον εντελώς και αυτή είναι η αιτία όπου εχάθηκε η ουσία της καλογηρικής. Ο σκοπός μας, τουλάχιστον εμάς, είναι ο διαρκής σταυρός. Καλόγηρος χωρίς την έννοιαν του σταυρού,της συνεχούς αυταπαρνήσεως, της εκουσίου κακοπαθείας δεν μπορεί ποτέ να λεχθή. Ο αρχηγός της σωτηρίας μας και θεμελιωτής του μοναχικού μας προορισμού δεν προστάζει να σηκώσωμεν μίαν φοράν τον σταυρόν Του και φθάνει, αλλά λέγει “ακολουθεί μοι”. Το “ακολουθεί μοι” είναι μία απεριόριστος συνέχεια εις όλην την ζωήν μέχρι που να αποθάνη ο άνθρωπος του κόσμου τούτου και να ταφή τελείως νεκρός από τα πάθη του και να αναστηθή τέλειος πλέον και απαθής.
Οι άγιοι Πατέρες έφθασαν και εις την ανάστασιν γενόμενοι πραγματικώς απαθείς και όμως πάλιν δεν αμεριμνούσαν· εφοβούντο την αδυναμίαν και τρεπτότητα της φύσεως. Εμείς όμως που ούτε αρχήν δεν βάλαμε, ούτε καμμίαν συνήθειαν αναλλοίωτον απεκτήσαμεν προς το καλόν, είμεθα έτοιμοι όλο εις τας συγκαταβάσεις και λέγομεν,”μα θα κολασθώ αν δεν φυλάξω εκείνο” ή “είναι αμαρτία αν συγκαταβώ σ’ αυτό”; Εδώ δεν πρόκειται περί αγγαρίας ή βίας από πουθενά, ώστε να συγκρίνωμεν τι δίνομεν και πόσα αξίζουν. Η καλογηρική είναι τέχνη. Εάν η τέχνη δεν επιτυχή, πώς θα φθάσωμεν εις το αποτέλεσμα; Το αποτέλεσμα είναι η Χάρις του Θεού, που αν και δίδεται δωρεάν, μόνο εις τους αγωνιστάς χαρίζεται . Εάν ο άνθρωπος δεν αγωνισθή, δεν θα αποβάλη τα πάθη του. Εάν τα πάθη δεν υποχωρήσουν, ελευθερία δεν γίνεται. Χωρίς ελευθερία ο άνθρωπος δεν μπορεί να σταθή, γιατί τότε πραγματικά ερχεται εις την κατά φύσιν ζωήν. Από τότε αρχίζει να βλέπη την διαφοράν της πνευματικής ζωής και την δυστυχίαν της εμπαθούς καταστάσεως. Τότε αρχίζει να ενεργή μέσα του η αγάπη και ως μεν προς τους ανθρώπους θέλει, αν είναι τρόπος, να τους βάλη μέσα εις την καρδίαν του, να αναλάβη όλων των ανθρώπων τους πόνους και τα θλιβερά και να αποθάνη αυτός για όλους και να γίνουν εκείνοι ευτυχείς· ως δε προς τον Θεόν, του φαίνεται ότι σβήνει αυτός μέσα εις το βάθος της ταπεινώσεώς του και παραλύει σε συνεχή δάκρυα, αναλογιζόμενος την αγάπην του Θεού προς όλα του τα κτίσματα.
Αυτή είναι η φυσική κατάστασις, από όπου η Χάρις του Θεού θα τον ανεβάση και εις το υπέρ φύσιν, εάν ο αγώνας και η προαίρεσίς του δεν μεταβληθούν. Εάν όμως αρχίση να λέγη,”μα τούτο δεν είναι αμαρτία, εκείνο δεν κολάζει”, όχι μόνον δεν θα προκόψη, αλλά και εκείνη η αρχική ευλάβεια όπου είχε θα χαθή και θα γίνουν εις τα αλήθεια “τα έσχατα χείρονα των πρώτων”. Αστείον πράγμα. Μα αν αρχίση ο σπουδαστής να λέγη, “τι πειράζει αν αφήσω και ένα μάθημα;” και “τι πειράζει αν το άλλο δεν το μάθω;” πώς θά περάση τας εξετάσεις; Πώς θα πάρη το πτυχίον του; Και εάν τους ανθρώπους δεν ημπορούμεν να γελάσωμεν, θα γελάσωμεν τον Θεόν»;
Συνεχίζεται…