Το Βυζάντιο στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης
8 Απριλίου 2013
Το 1997, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη φιλοξένησε μιά έκθεση με τίτλο «Η δόξα του Βυζαντίου».
Η έκθεση αφορούσε την περίοδο 843-1261 μΧ, δηλαδή λίγο μετά το τέλος της εικονομαχίας μέχρι την αναζωγόνηση της Ανατολικής Ρωμαικής Αυτοκρατορίας ύστερα από την άλωσή της κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας το 1204.
Πρόκειται για μιά υπέροχη επιλογή εικόνων, χειροποίητων υφασμάτων, σκαλιστών σκευών, ψηφιδωτών και εικονογραφημένων χειρογράφων.
Οταν το επισκεύτηκα- πηγα δυό φορές- νόμισα ότι δεν επρόκειτο να ξαναδώ τέτοια μεγαλοπρεπή βυζαντινή τέχνη συγκεντρωμένη στον ίδιο χώρο.
Ωστόσο με μεγάλη χαρά διαπίστωσα ότι έπεσα έξω. Μέχρι τις 4 Ιουλίου, 2004, το ίδιο μουσείο θα παρουσιάζει άλλη μιά έκθεση εξ’ ίσου λαμπρή με τίτλο: «Βυζάντιο: Πίστη και Δύναμη (1261-1557). Συνολικά με τρείς εκθέσεις του το Μητροπολιτικό Μουσείο κατάφερε να παρουσιάσει την πλέον ολοκληρωμένη έκθεση Ορθόδοξης θρησκευτικής τέχνης ( ποικίλων μορφών) που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ. Το 1977 παρουσίασε την έκθεση «Η εποχή της πνευματικότητας» που πραγματεύτηκε την πρώιμη Χριστιανική τέχνη από τον 3ο αιώνα μέχρι και τον 8ο. Το 1997 η χρονολογία προχώρησε και η παρούσα έκθεση μπορεί να λεχθεί ότι καλύπτει και την υπόλοιπη περίοδο από την ανάκαμψη μέχρι και την τελική διάλυση του Βυζαντίου με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς το 1453 μέχρι και ένα αιώνα αργότερα. Εκείνη την εποχή η επιρροή της Βυζαντινής τέχνης και η παρουσία των Βυζαντινών καλλιτεχνών στη διασπορά άρχισε να διαφαίνεται και στη δυτική τέχνη. Την ίδια εποχή ένας Γερμανός διανοούμενος χρησιμοποίησε στη δύση για πρώτη φορά τον περιγραφικό όρο ‘Βυζάντιο’. Τις δύο τελευταίες αυτές εκθέσεις επιμελήθηκε η Helen C. Evans, που επιβλέπει τη συλλογή του Μουσείου της πρώιμης Χριστιανικής και Βυζαντινής τέχνης. Τόσο η ίδια όσο και ο συνάδελφός της Mahrukh Tarapor και όλους όσοι συνεργάστηκαν μαζί τους (και φυσικά οι γενναιόδωροι σπόνσορες), αξίζουν τα θερμά μας συγχαρητήρια.
Τα εκθέματα προέρχονται από διάφορες περιοχές της Ελλάδος, Ρουμανίας, Σερβίας, Ρωσσίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Σκοπίων, Αιγύπτου, Γεωργίας, Αιθιοπίας και του Βατικανού καθώς και της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, που αποτελεί και την πλουσιότερη πηγή Ορθόδοξης τέχνης. Το μοναστήρι επέτρεψε την έκθεση των κειμηλίων του στην έκθεση του 1997. Τώρα έστειλε ακόμα περισσότερα εκθέματα μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμιανό, που τα συνόδεψε στη Νέα Υόρκη μαζί με τις προσευχές και τις ευλογίες του.
Πολλά από τα εκθέματα είναι αξιοσημείωτα από μόνα τους, αλλά αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι το πόσο αποδεικνύουν την επιρροή της Ανατολής στη Δύση ακόμα και ύστερα από την καταστροφή της Κωνσταντινουπόλεως κατά την Τέταρτη Σταυροφορία. Επίσης καταδεικνύουν πόσο η Ορθόδοξη εικονογραφία επειρέασε την Οθωμανική τέχνη, πόσο οι μουσουλμανικές μορφές επειρέασαν τους Ορθόδοξους καλλιτέχνες, πόσο η Δύση επειρέασε το Βυζαντινό ύφος των νεωτέρων χρόνων και πόσο η Ορθόδοξη εικονογραφία επειρέασε τους καλλιτέχνες των βόρειων χωρών την εποχή της Αναγέννησης. Αυτή η περατότητα των θρησκευτικών και πολιτιστικών ορίων ενδέχεται να προκαλέσει έκπληξη σε όλους όσοι υποθέτουν ότι η διάσταση Ανατολής/ Δύσης μετά την Τέταρτη Σταυροφορία ήταν σχεδόν απόλυτη.
Το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης και οι θησαυροί του αποτελούν ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Το μοναστήρι στο οποίο διαβιούσαν μοναχοί από τον 4ο αιώνα, τέθηκε επίσημα κάτω από την προστασία του αυτοκράτορα Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα. Αρχικά ήταν αφιερωμένο στην Παναγία της Αφλέκτου Βάτου, γιατί το όρος Σινά ήταν η τοποθεσία όπου ο Μωυσής συνάντησε το Θεό. Αλλά ήταν επίσης συνδεδεμένο και με την Αγία Αικατερίνη, της οποίας το σκήνωμα βρίσκεται τοποθετημένο εκεί και είναι το ίδιο γνωστή στη δύση όσο και στην ανατολή. Τα τελευταία χρόνια με την κάθοδο των προσκυνητών το όνομα του μοναστηριού άλλαξε προς τιμήν της Αγ. Αικατερίνης.
Ενα από τα εκθέματα είναι και το υπέροχο δισκοπότηρο του 1441, που δώρησε στο μοναστήρι ο Καθολικός Βασιλιάς της Γαλλίας, Κάρολος ο 6ος. Παρομοίως και μιά Σερβική εικόνα του 13ου αιώνα των Απ. Πέτρου και Παύλου απετέλεσε δώρο στον Πάπα Νικόλαο 4ο από την Έλενα της Αντζού. Είναι Ορθόδοξης τεχνοτροπίας αλλά περιέχει ένα ένθετο που απεικονίζει τη δωρήτρια και τον Πάπα- μιά ιδιαιτερότητα που θα αποτελούσε στο εξής μέρος της δυτικής τεχνοτροπίας.
Υπάρχουν πολλά παράξενα αντικείμενα που φανερώνουν τους τρόπους με τους οποίους η Βυζαντική τέχνη πέρασε τα σύνορα και επειρεάστηκε και η ίδια από τη μη-Βυζαντινή τέχνη. Για παραδειγμα ένα Οθωμανικό εικονογραφημένο χειρόγραφο κωδικοποιεί τις μονάδες μέτρησης του έκτου αιώνα που αφορούν τα ορυχεία. Κάποιος ‘επισκέπτης από τον Αρη’ μπορεί να το παρεξηγήσει ως ένα εικονογραφημένο Ευαγγέλιο, παρόλο που οι μεταλλωρύχοι φορούν πολιτικά ρούχα και το κείμενο είναι απόλυτα κοσμικό. Υπάρχει επίσης ένα δίγλωσσο βιβλίο Ευαγγελίων του 1300 μΧ το οποίο μπορεί να γράφτηκε για να βοηθήσει μιά Λατίνα νύμφη ενός Βυζαντινού αυτοκράτορα να μάθει ελληνικά. Κάποιες φορές η τέχνη παρουσιάζεται επίσης με παιχνιδιάρικο τρόπο: Ενα αντίγραφο του 13ου αιώνα του ποιήματος του Θεόκριτου «Ειδύλια» συντάσσει τις λέξεις ως να είναι οι αγωγοί του Πάνα, κάτι που έκανε και ο Γάλλος ποιητής Guillaume Apollinaire στην αρχή του 20ου αιώνα.
Επιπλέον είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο το Ισλάμ σμύγει με τη Χριστιανοσύνη. Ενα Κοπτικό εικονογραφημένο χειρόγραφο των Επιστολών και των Πράξεων των Αποστόλων φαίνεται να έχει παραγγελθεί από κάποιο μουσουλμάνο. Ενα Αρμενικό Ευαγγέλιο δείχνει την ξεκάθαρη επιδραση της Ισλαμικής διακόσμησης ενώ μιά Περσική εικονογραφία για τη ζωή του Μωάμεθ του 14ου αιώνα φανερώνει μιά εξ ίσου μεγάλη επίδραση απο την Βυζαντινή τέχνη.
Ακόμα μιά συναρπαστική διαπίστωση είναι η ανάπτυξη της ανατολικής εικογραφίας και της Δυτικής τέχνης καθώς επειρέαζαν η μιά την άλλη. Ενα από τα πρώτα έργα που συναντά κανείς καθώς εισέρχεται στην έκθεση είναι ένα εικονίδιο λιτανείας που απεικονίζει την Παρθένο με το Παιδίον από τη μιά και τον Εσταυρωμένο από την άλλη. Αυτή η εικόνα, γνωστή ως η Παρθένος ‘Παυσολύπη’ αποτελεί ένα καλό δείγμα εικονογραφίας που ακολουθεί κάποιους κανόνες. Δηλαδή οι εικόνες ζωγραφίζονται σύμφωνα με κάποιους συγκεκριμένους τρόπους που έχουν ένα βαθύτερο νόημα: Οι φιγούρες δεν απεικονίζονται ρεαλιστικά, γιατί αυτό θεωρείται ότι εμποδίζει τον προσευχόμενο να πιστεύει ότι αφορούν αιώνιες αλήθειες. Επίσης ο Θεός Πατέρας δεν απεικονίζεται ποτέ γιατί πραγματικά δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο φαντασίας. ( Αυτός ο κανόνας συχνά παραβιάζεται… υπάρχουν πολλές εικόνες που παρουσιάζουν το Θεό Πατέρα ως κάποιο ηλικιωμένο με γένια). Εν πάση περιπτώση, η διαφορά μεταξύ αυτής της εικόνας του 14ου αιώνα και αυτής του Αγίου Συμεών του Θεοδόχου του 16ου που θεωρούνται έργα του Κρητικού καλλιτέχνη, Μιχαήλ Δαμασκηνού, είναι διδακτική: η επιρροή της Ιταλικής τεχνοτροπίας φαίνεται στα χαρακτηριστικά του προσώπου του Αγίου, ώστε να μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως ένα πορτραίτο.
Αυτή η ανταλλαγή ήταν, ωστόσο, αμφίδρομη με πολλά Βυζαντινά θέματα να υιοθετούνται από τη Δύση. Ενα συνηθισμένο θέμα ζωγραφικής, για το οποίο υπάρχουν πολλά ενδεικτικά εκθέματα, είναι ο Χριστός ως ‘ο Ανθρωπος της Θλίψης’ και ‘Ο Χριστός του Πάθους’. Ενα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό εκθεμα που προέρχεται απο τη Μόσχα είναι ο Ιησούς παρουσιάζόμενος με σκοτεινά χρώματα και χρονολογείται απο το 14ο αιώνα. Μιά Βενετική εικόνα του 15ου αιώνα που ζωγράφισε ο Michele Giambono, είναι πιστή αντιγραφή της Βυζαντινής ‘Ο άνθρωπος της Θλίψης’, παρόλο που ο καλλιτέχνης απεικονίζει και τον Αγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης. Μιά μεταγένεστερη εικόνα από την Κρήτη, που ζωγραφίστηκε στα τέλη του 15ου αιώνα που απεικονίζει την Παναγία την Παρηγορήτρια, περιλαμβανει επίσης τον Αγιο Φραγκίσκο.
Οι Βορειοευρωπαίοι καλλιτέχνες της Αναγεννήσεως επεξεργάστηκαν τα ίδια θέματα με μιά Δυτική ιδιομορφία. Για παράδειγμα μιά εικόνα της Παρθένου με το βρέφος του 15ου αιώνα που προήλθε από το εργαστήριο του Jan van Eyck και θεωρείται αρχικά εργο του Απ. Λουκά, χρησιμοποιεί πιστά τους Ορθόδοξους κανόνες αλλά φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι Δυτική προέλευσης.
Το μοναδικό μου παράπονο αφορά ένα έκθεμα τόσο μικροσκοπικό που σχεδόν δεν αξίζει να το συζητά κανείς: μιά επιγραφή σε τοιχογραφία που αφορά την Ορθόδοξη λειτουργία αναφέρει λανθασμένα τη σειρά της αναγνωσης του Ευαγγελίου ύστερα από με τη Μεγάλη Είσοδο. Ωστόσο κανείς δεν φαίνεται να το προσέχει εκτός από σχολαστικούς Ορθόδοξους ιερείς.
Οταν επισκεύτηκα την έκθεση το 1997 ένας φίλος μου μού είπε: «Κατ’ ακρίβεια δεν έπρεπε να βλέπαμε αυτά τα αντικείμενα εδώ».Και εννοούσε ότι αντικείμενα που σχετίζονται με την λατρεία και τις ακολουθίες δεν έπρεπε να βρίσκονται σ’ ένα ουδέτερο και μη εξαγιασμένο χώρο όπως είναι το μουσείο. Παρόλο που κατάλαβα τι εννοούσε είδα ότι ήταν και πολύ ευχαριστημένος που βρισκόταν εκεί. Αυτά τα αντικείμενα έχουν τον τρόπο τους να εξαγιάζουν το χώρο στον οποίο βρίσκονται. Επίσης το γεγονός ότι παρότι αρχικά τα μοναστήρια, το Βατικανό και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και άλλοι συλλέκτες ήταν διστακτικοί, στο τέλος επέτρεψαν με γενναιοδωρία να μοιραστούν μαζί μας τη δόξα αυτών των υπέροχων εικόνων, κειμηλίων, χειροτεχνημάτων και χειρογράφων… Αν μπορείτε απολαύστε τα..
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε τον Απρίλιο 2004 στην Commonweal
Μετάφραση από το Αγγλικό: Φιλοθέη