Μεγάλα ιστορικά γεγονότα με βάση το έργο του αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου
2 Απριλίου 2013
Σάββα Παρή Θεολόγου
Η κατάληψη της Κύπρου από τον Ισαάκιο Κομνηνό και η κατάληψη των Ιεροσολύμων από τον Σαλαχαντί
Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, ένας γόνος της οικογένειας των Κομνηνών, ο Ισαάκιος Κομνηνός, κατόρθωσε να αναλάβει, με πλαστά έγγραφα, τη διοίκηση της Κύπρου, την οποία και απέσπασε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1185, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ανεξάρτητο ηγεμόνα του νησιού[1].
Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από πλούτο και χλιδή για τους ξένους, από εξαθλίωση και ανέχεια για τους ντόπιους, από δύναμη και πολεμικές περιπέτειες, αλλά και από έριδες, δολοπλοκίες, πάθη, συνωμοσίες και φόνους.
Για εφτά ολόκληρα χρόνια διήρκεσε η τυραννική διοίκηση της Κύπρου από τον Ισαάκιο, όπως αναφέρει και ο άγιος Νεόφυτος: «Επτά γάρ έτη εκρατήθη η χώρα αυτή ανταρτικώς και εβασιλεύθη παρ’ Ισαακίου του Κομνηνού και επικράνθη ού μετρίως»[2].
Ο Άγιος θεώρησε την άφιξη και επικράτηση του Ισαακίου στο νησί ως την απαρχή των δεινών και σύγκρινε τη δράση του με την αντίστοιχη κατάκτηση των Ιεροσολύμων από τον Σαλαχαντί το 1187.
«Κρατηθείσης μέν γάρ της Ιερουσαλήμ υπό του αθέου Σαλαχαντί, της δε Κύπρου υπό Ισαακίου του Κομνηνού, μάχαι λοιπόν και πόλεμοι, ταραχαί και ακαταστασίαι, λαφυραγωγίαι και δειναί συναντήσεις, την γην, εν η οι δηλωθέντες ήρξαν, κατεκάλυψαν νεφέλης και ομίχλης πλέον»[3].
Τον σουλτάνο Σαλαχαντί, που κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και εξεδίωξε τους Λατίνους μετά τη μάχη του Χαττίν, ο άγιος Νεόφυτος τον αποκαλεί άθεο και αναφέρει ότι αυτός κατείχε τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου[4]. Τα δύο αυτά παράλληλα γεγονότα επέφεραν δεινές συγκρούσεις, τόσο στην Κύπρο όσο και στους Αγίους Τόπους.
Ο Ισαάκιος ηταν ανεψιός του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού[5]. Είχε διοριστεί το 1185 στρατιωτικός διοικητής της Ταρσού της Κιλικίας, όπου απέτυχε σε στρατιωτική επιχείρηση κατά των Αρμενίων και πιάστηκε αιχμάλωτος «σιδηροδέσμιον αυτόν κατείχον χρόνοις ικανοίς»[6]. Με λύτρα που καταβλήθηκαν από τους Κυπρίους, με τη συγκατάθεση του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Α’, αφέθηκε ελεύθερος. Αντί τότε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπως είχε διαταχτεί, ήρθε στην Κύπρο με μικρή δύναμη μισθοφόρων που είχε στρατολογήσει και κατέλαβε την εξουσία στο νησί[7]. Το Βυζάντιο, αντιδρώντας στην ενέργεια αυτή του Ισαακίου, έστειλε εναντίον του στρατιωτική δύναμη. Με βοήθεια από τη Σικελία, ο Ισαάκιος απέκρουσε το βυζαντινό στράτευμα και σταθεροποίησε τη θέση του ως ανεξάρτητος ηγεμόνας της Κύπρου[8]. Όχι όμως για πολύ. Κυβέρνησε το νησί τυραννικά μόνο για εφτά χρόνια, σύμφωνα και με τον άγιο Νεόφυτο· «και κρατεί αυτήν επί χρόνοις ζ»[9].
Ο Άγιος που αυτή ακριβώς την περίοδο βρισκόταν στη ζωή, στο έργο του «Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών», αφηγείται με δραματικό τρόπο τα γεγονότα. Αναφερόμενος στη διακυβέρνηση του νησιού από τον Ισαάκιο, που αυτοαποκαλουνταν «βασιλεύς» της Κύπρου, ο άγιος Νεόφυτος αναφέρει ότι αυτός «εκάκωσε την χώραν», «διήρπασε τους βίους των πλουσίων», τυράννησε δε τους άρχοντες, ακόμη και τους φίλους του, «ώστε πάντας εν αμηχανία διάγειν»[10]. Ακόμη, ο Ιωάννης Χάκκεττ αναφέρει χαρακτηριστικά για την ηγεμονία του Ισαακίου: «Ανενδοίαστος πλέον περί της ασφαλείας αυτού ο Κομνηνός έδωκεν ελευθέραν διέξοδον εις την οικείαν σκληρότητα. Πασών των μαστίγων, όσας εγνώρισέ ποτέ η Κύπρος, απέδειξεν εαυτόν τον χείριστον»[11].
Ενώ μετά τη νίκη του ο Ισαάκιος Κομνηνός φάνηκε ότι είχε εδραιώσει την προσωπική του κυριαρχία στο νησί, σύντομα, ωστόσο, οι φιλοδοξίες του τερματίστηκαν άδοξα και νέες συμφορές έπεσαν πάνω στην Κύπρο. Το 1191 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, που μετείχε στην τρίτη Σταυροφορία, έφτασε στην Κύπρο καθ’ οδόν προς τους Αγίους Τόπους.
Προσπάθεια για ανακατάληψη των Ιεροσολύμων από τα βασίλεια της Δύσης
Εν τω μεταξύ, προτού κατηφορίσει για την Κύπρο, ο Ριχάρδος είχε γίνει προσπάθεια για ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ με το κίνημα της Γ’ Σταυροφορίας[12]. Με αρχηγό τον Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α’ και τον Άγγλο βασιλιά Ριχάρδο Α'[13], κινήθηκαν προς την Ιερουσαλήμ· «ο Αλαμανίας φημί και ο Εγκλινίας και παν έθνος σχεδόν, κεκίνηνται υπέρ της Ιερουσαλήμ»[14]. Ο Άγιος μας πληροφορεί περισσότερο: «Τότε γάρ και ο Αλαμάνων άρχων μετά εννακοσίων χιλιάδων, ως φάσι, στρατοπέδων προς Ιεροσόλυμα και αυτός την ορμήν εποιείτο»[15]. Ακολούθως, ο Νεόφυτος μνημονεύει τη διέλευση του άρχοντος των Αλαμάνων διά μέσου της χώρας των Σελτζούκων του Ικονίου και την πορεία του προς την Κιλικία, όπου ο Γερμανός αυτοκράτορας «απεπνίγη εν τινι ποταμώ εποχούμενος ίππω», ενώ ο στρατός του, σύμφωνα με τον Όσιο της Πάφου, διεφθάρη και διελύθη «τω μήκει της οδού και τω λιμώ και τη δίψη»[16]. Στο τέλος, μας πληροφορεί ότι η προσπάθειά τους αυτή απέτυχε: «Ήνυσαν ουδέν. ουδέ γάρ ηυδόκησεν η πρόνοια κύνας εξεώσαι και λύκους αντεισάξαι»[17].
Κατάληψη της Κύπρου από τον Ριχάρδο
Μετά τα γεγονότα αυτά και την αποτυχία ανάκτησης της Ιερουσαλήμ, ο Ριχάρδος φτάνει στη Κύπρο. Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγιος: «Τούτων δε ούτως εχόντων, ιδού και Ιγκλίτερ προσβάλλει τη Κύπρω»[18]. Με την άφιξή του, επιτίθεται κατά του ηγεμόνα Ισαακίου Κομνηνού, βοηθούμενος και από άλλους ευγενείς, όπως ο Γκύ ντέ Λουζινιάν. Στο σημείο αυτό ενδιαφέρουσα είναι η θέση του αγίου Νεοφύτου ότι οι Κύπριοι εγκατέλειψαν τον Ισαάκιο, λόγω της τυραννικης του διοίκησης και «θάττον έδραμον πάντες» προς τον Ριχάρδο. Έτσι, ο αποστάτης Ισαάκιος «έρημος εναπομείνας λαού» παρεδόθη στον Άγγλο βασιλέα[19]. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Ριχάρδος κατέβαλε τις δυνάμεις του Ισαακίου, τον αιχμαλώτισε μαζί με την οικογένειά του και τον έστειλε στη Συρία, «κατακλείει σιδηροδεσμίω εν καστελλίω καλουμένω Μαρκάππω»[20]. Έτσι, η Κύπρος περιήλθε στην κατοχή του Άγγλου βασιλιά, ο οποίος στη συνέχεια λεηλάτησε άγρια το νησί και ο κυπριακός λαός γεύτηκε τις ανδραγαθίες των Φράγκων Σταυροφόρων[21]. Ο Ριχάρδος, αφού κατέσχε το μεγάλο θησαυρό του Ισαακίου και απεγύμνωσε την Κύπρο από τα πλούτη της, υπέβαλε τους Κυπρίους σε πολλά δεινά[22].
Έναρξη της Φραγκοκρατίας
Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, ωστόσο, δεν επιθυμούσε να διατηρήσει μόνιμα υπό τη δική του εξουσία την Κύπρο.
Αφού το νησί λεηλατήθηκε και «απέδωσε» όσους θησαυρούς ήταν δυνατόν να αρπαγούν, ο Άγγλος βασιλιάς θέλησε να την εκμεταλλευτεί ακόμη περισσότερο για προσωπικό του όφελος και άρχισε να αναζητεί αγοραστές. Έτσι ο «αλιτήριος»[23], κατά τον άγιο Νεόφυτο, πουλάει το νησί στους Λατίνους Φράγκους για διακόσιες χιλιάδες λίτρα χρυσό[24].
Με το σημαντικό αυτό γεγονός τελειώνει η βυζαντινή κυριαρχία στην Κύπρο και αρχίζει η Φραγκοκρατία (1192), η οποία διήρκεσε μέχρι την τουρκική κατάκτηση το 1571 και επέφερε πολλά δεινά στη Μεγαλόνησο.
Πολύ γλαφυρά ο άγιος Νεόφυτος περιγράφει τι θα ακολουθούσε στο νησί και ποιά νέα δεδομένα θα εδημιουργούντο: «Διό και πολύς ο ολολυγμός και αφόρητος ο καπνός, ως προείρηται, ο ελθών εκ του βορρά. περί ών ο θέλων δηλώσαι κατά μέρος, και ο χρόνος επιλείψει». Και συνεχίζει: «Μαινομένης θαλάσσης εκ πολλής τρικυμίας και πολλής καταιγίδος ουδέν αποδέει νυν τα της χώρας ημών, μάλλον δε και χείρον αγρίας θαλάσσης»[25].
Παρά το γεγονός ότι ο Άγιος λυπάται και θρηνεί για την κατάσταση αυτή και για τα δεινά που θα ακολουθούσαν, εντούτοις δεν αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες για το περιεχόμενο της φραγκικής δυναστείας, ούτε αναφέρεται στις λατινικές επεμβάσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία[26].
Κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204
Παράλληλα, την εποχή αυτή η κατάσταση στο Βυζάντιο ήταν από κάθε άποψη άθλια. Τόσο εσωτερικά με τις ατασθαλίες και την κακή διαχείρηση της αυτοκρατορίας από τους ανίκανους ηγέτες, όσο και εξωτερικά με τις πολεμικές κατακτητικές επιχειρήσεις των Σταυροφόρων. Οι Σταυροφόροι έβλεπαν το Βυζάντιο ως εχθρό, χειρότερο και από το Ισλάμ, γι’ αυτό και ετοίμαζαν την καταστροφή του. Βρίσκοντας, λοιπόν, οι Φράγκοι πρόσφορο έδαφος άδραξαν την ευκαιρία και με τη Δ’ Σταυροφορία έδωσαν ένα δυνατό θανάσιμο πληγμα στο Βυζάντιο το 1204[27].
Ήταν το πρώτο ισχυρό κτύπημα από το οποίο η αυτοκρατορία, παρά τις κάποιες επόμενες εκλάμψεις, δεν μπόρεσε να ανακάμψει ποτέ ξανά.
Ο άγιος Νεόφυτος αποδίδει το δυσάρεστο αυτό γεγονός στις ατασθαλίες, στα αίσχη και την αμαρτία στα οποία είχαν περιπέσει οι κάτοικοι της Πόλης[28]. Γι’ αυτό αναφέρει: «Η πασών πόλεων ηγεμών και προκαθημένη και τη προεδρία τετιμημένη πεπάτηται νύν υπό λαού οθνείου και πάσχει δεινώς και ανιαρώς», επειδή «έχει ενδίκω δίκη Θεού διά πράξεις αθεμίτους»[29].
Με αυτό το τελευταίο σημαντικό ιστορικό γεγονός, ο Άγιος κλείνει την αναφορά του στα γεγονότα που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία, τόσο της ιδιαίτερής του πατρίδας, της Κύπρου, όσο και της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής. Περιγράφοντας ο Άγιος όλα τα δεινά που συνέβησαν, τονίζει ότι αυτά οφείλονται στην αμαρτωλή ζωή και στην απομάκρυνση των Ορθοδόξων από τον Θεό. Γι’ αυτό και τους καλεί σε μετάνοια, ώστε να ελκύσουν και πάλι το έλεος του Θεού.
Συμπεράσματα
Ο άγιος Νεόφυτος έζησε στην πιο νευραλγική περίοδο, τόσο της Κύπρου όσο και της ευρύτερης περιοχής. Γίνεται ζωντανός μάρτυρας των πολλών δεινών και συμφορών που πέρασε ο λαός της Κύπρου. Ζεί το δράμα της πατρίδας του, βλέπει την ερήμωση και τον πόνο και συμπάσχει για τα συμβαίνοντα στον τόπο κακά. Στα έργα του συναντούμε συχνά αναφορές στα γεγονότα που ταλανίζουν τους κατοίκους του νησιού, αλλά και τους Ρωμιούς της ευρύτερης περιοχής.
Ιδιαίτερα στη σύντομη πραγματεία του, που φέρει τον τίτλο «Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών», περιγράφει εν συντομία τα βασικά ιστορικά γεγονότα της εποχής του και κυρίως αναφέρεται στην πλέον δραματική δωδεκαετία της Ιστορίας της Κύπρου του 12ου αιώνα. Περιγράφει, επίσης, τις περιπέτειες των Αγίων Τόπων και του Βυζαντινού Κράτους από τους Μουσουλμάνους και τα δυτικά βασίλεια.
Στην όλη περιγραφή των ιστορικών γεγονότων παρατηρούμε τη διάθεση του συγγραφέα να εξιστορήσει κυρίως τα δεινά της Νήσου από την ανταρσία του Ισαακίου Κομνηνού και από την εναλλαγή κατακτητών, αλλά και τη σαφή πρόθεσή του να νουθετήσει τους συμπατριώτες του και να τονώσει τον πατριωτισμό τους. Γι’ αυτό και στο τέλος της πραγματείας του απευθύνεται προς τους πιστούς Ορθοδόξους και δεινοπαθούντας Κυπρίους, για να τους προσφέρει ελπίδα και παραμυθία. «Δήλον ότι και ημείς ει μή που πολλά τον πανάγαθον ιατρόν ημών παρεπικράναμεν και πλαγίως προς αυτόν επορεύθημεν, ουκ αν και αυτός πλαγίως προς ημάς διετέθη, σωτηριωδώς καταπικραίνων ημάς»[30]. Τέλος, αυτό που θέλει να τονίσει ιδιαίτερα ο Άγιος είναι ότι τα δεινά αυτά επιτράπηκαν από τη Θεία Χάρη, η οποία «συγκεχώρηκε γενέσθαι δι’ αμαρτίας όγκον, ψήφω δικαία, ίνα ταπεινωθέντες καταξιωθώμεν ίσως συγγνώμης»[31].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Ελένης Γλύκατζερ-Αρβελέρ, «Ο άγιος Νεόφυτος και η εποχή του», Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου. Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος. Ιστορία-Θεολογία-Πολιτισμός, Εγκλειστριώτικα Ανάλεκτα 1, εκδ. Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 2010, σ. 108.
2. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Πανηγυρική Α, Συγγράματα, τ. Γ’, ο.π., σ. 179. 323 – 325.
3. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών, Συγγράμματα, τ. Ε’, ο.π., σ. 405. 6 – 11. Βλ. και 406. 31 – 42.
4. Βλ. ο.π., σ. 405. 10 – 15 και 408. 85 – 86.
5. Βλ. Χρ. Οικονόμου, «Ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος και το έργο του», ο.π., σ. 94.
6. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, ο.π., σ. 407. 64.
7. Βλ. ο.π., σ. 407.
8. Ιωάννου Χάκκεττ, Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου, τ. Α’, ε’κδ. Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1923, σ. 80 – 81.
9. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών, ο.π., σ. 407. 71 – 72.
10. Ο.π., σ. 407. 70 – 76.
11. Ιωάννου Χάκκεττ, Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου, ο.π., σ. 81.
12. Βλ. περισσότερα Βλασίου Ιω. Φειδα, Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄ Αθήνα 1994, σ. 565 – 566.
13. Ο άγιος Νεόφυτος αποφεύγει να αναφέρει τα ονόματα τόσο του Γερμανού αυτοκράτορα, όσο και του Άγγλου βασιλιά. Τους αναφέρει, τον μέν πρώτο με το όνομα ο «Αλαμάνων άρχων», τον δε δεύτερο με το όνομα «Ιγκλίτερ». Για περισσότερα βλ. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών, ο.π., σ. 405. 15 – 16 και 406. 45 – 54, πρβλ. και Κώστα Ν. Κωνσταντινίδη, «Το “Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών” έργο του Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου. Μία ιστορική ανάγνωση», Πρακτικά, ο.π., σ. 538—539.
14. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών, ο.π., σ. 405. 15–17.
15. Ο.π., σ. 406. 48 – 50.
16. Κώστα Ν. Κωνσταντινίδη, «Το “Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών” έργο του Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου. Μία ιστορική ανάγνωση», Πρακτικά, ο.π., σ. 539 – 540.
17. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, ο.π., σ. 405. 17 – 18.
18. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών, ο.π., σ. 407. 77 – 78.
19. Κώστα Ν. Κωνσταντινίδη, «Το “Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών” έργο του Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου. Μία ιστορική ανάγνωση», Πρακτικά, ο.π., σ. 543 – 544.
20. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, ο.π., σ. 408. 84.
21. Βλ. ο.π., σ. 406. 31 – 38.
22. Βλ. ο.π., σ. 407. 79 – 83, πρβλ. Ανδρέα Μιτσίδη, Σύντομη Ιστορία της Εκκλησίας της Κύπρου, Λευκωσία 1994, σ. 22.
23. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών, ο.π., σ. 408. 86.
24. Ο.π., σ. 408. 86 – 88.
25. Βλ. ο.π., σ. 408. 88 – 93 και για περισσότερα πρβλ. Θεοδώρου Παπαδόπουλου, Ιστορία της Κύπρου, Μεσαιωνικόν Βασίλειον-Ενετοκρατία, Μέρος Α’, τ. Δ’, εκδ. Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, Γραφείον Κυπριακης Ιστορίας, Λευκωσία 1995, σ. 543 – 559.
26. Βλ. Β. Εγγλεζάκη, ο.π., σ. 245.
27. Βλ. Ι. Άναστασίου, ο.π., σ. 25.
28. Βλ. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Πανηγυρική Α’, ο.π., σ. 246. 930—948, πρβλ. και Βενεδίκτου Εγγλεζάκη, ο.π., σ. 252.
29. Ο.π., σ. 301. 440 – 443.
30. Ο.π., σ. 408. 105 – 108.
31. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών, ο.π., σ. 406. 42 – 44.
Πηγή: Ορθόδοξο πνευματικό έντυπο, Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, έτος 5ο, τ.21ο, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2012, Λευκωσία-Κύπρος.Περιοδικό:Εκκλησιαστική Παρέμβαση
Φωτογραφία:el.wikipedia.org –class165.weebly.com– ektiesthisi.blogspot.com