Ο Άγιος Σισώης
6 Ιουλίου 2013
Σηκώνοντας τον σταυρό του Κυρίου από νεαρή ηλικία, ο μακάριος πατήρ ημών Σισώης αποσύρθηκε στην έρημο της Σκήτης.
Προόδευσε τόσο γοργά στην αρετή και στους ασκητικούς αγώνες, ώστε σύντομα λογιζόταν από όλους ως πρότυπο μοναχού.
Λίγο μετά τον θάνατο του αγίου Αντωνίου, ενώ στην έρημο της Σκήτης και της Νιτρίας οι ασκητές είχαν αρχίσει να συνωστίζονται, αποφάσισε να μεταβεί μαζί με τον μαθητή του Αβραάμ στο εσωτερικό όρος, όπου είχε ζήσει ο μεγάλος πατριάρχης της ερήμου και που είχε εγκαταλειφθεί λόγω των βαρβαρικών επιδρομών (περί το 357).
Έμεινε εκεί εβδομήντα δύο χρόνια, ακολουθώντας σε όλα τα χνάρια του αγίου Αντωνίου. Ένας αδελφός τον ρώτησε μία ημέρα αν είχε φθάσει στα μέτρα του αββά Αντωνίου. Εκείνος αποκρίθηκε: «Αν είχα έναν από τους λογισμούς του αββά Αντωνίου, θά γινόμουν όλος φωτιά· γνωρίζω όμως άνθρωπο που με κόπο μπορεί να βαστάξει τον λογισμό του.
Από καιρού εις καιρόν λάμβανε προμήθειες που εφερνε ένας μοναχός από το Πισπίρ· συνέβη όμως αυτός να καθυστερήσει
μια φορά κοντά στους δέκα μήνες. Καθώς ο Σισώης βάδιζε στο όρος συνάντησε έναν κυνηγό από την Φαράν του Σινά, ο οποίος δεν είχε δει άνθρωπο για ένδεκα μήνες. Ο γέροντας τότε επέστρεψε στο κελλί του και κτυπούσε το στέρνο του λέγοντας: «Ιδού, Σισώη, ενόμισες ότι κάτι έκανες και δεν εφθασες καν στο επίπεδο αυτού του λαϊκού!».
Μεταξύ των αρετών που κοσμούσαν την ψυχή του, η ταπεινοφροσύνη ήταν αυτή στην οποία διέπρεπε ιδιαιτέρως, και δίδασκε στους επισκέπτες του ότι κατακτάται πρώτον με την εγκράτεια, δεύτερον με την προσευχή και τρίτον με την προσπάθεια να θεωρείς τον εαυτό σου σε κάθε περίσταση κατώτερο όλων των ανθρώπων. Αγαπούσε τόσο την νηστεία και ήταν σε τέτοιο βαθμό απορροφημένος στην προσευχή, ώστε έμενε ημέρες ολόκληρες δίχως καμμία μέριμνα για τροφή, κι όταν ο μαθητής του Αβραάμ του υπενθύμιζε το γεγονός απαντούσε σε αυτόν με απλότητα: «Δεν εφάγαμε τέκνον;». Κι όταν ο άλλος απαντούσε αρνητικά, εκείνος ελεγε: «Εάν δεν εφάγαμε, φέρε να φάγουμε».
Επισκέφτηκε κάποτε στο όρος τον Γέροντα ενας λαϊκός με τον γιό του και στο δρόμο συνέβη να πεθάνει το παιδί. Αυτός δίχως να ταραχθεί τον έφερε στον αββά και γονάτισε κρατώντας το παιδί σε στάση μετάνοιας, για να ευλογηθεί από τον γέροντα. Έπειτα εξήλθε μόνος του. Ο Άγιος νομίζοντας ότι το παιδί του έβαλε μετάνοια, είπε: «σήκω, πήγαινε έξω». Αμέσως ο νεκρός σηκώθηκε και βγήκε.
Σταματώντας μία μέρα κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, συλλογίστηκε κατάπληκτος τη ματαιότητα της επίγειας δόξας και έχυσε δάκρυα για την κοινή μοίρα κάθε ανθρώπου. Έπειτα επέστρεψε στο κελλί του για να προσκαρτερήσει εκεί στην προσδοκία του Κυρίου. Σε εναν αδελφό που είχε πέσει πολλές φορές στην αμαρτία είπε: «Σήκω και πάλι και πάλι». «Έως πότε;» ρώτησε ο αδελφός. Ο Γέροντας απάντησε: «Έως ότου καταληφθείς είτε στο αγαθό είτε στην πτώση, γιατί εκεί που βρίσκεται ο άνθρωπος σ’ αυτό και πορεύεται».
Όταν ο άγιος Σισώης επρόκειτο να εκδημήσει, ενώ οι γέροντες κάθονταν γύρω του, αίφνης έλαμψε το πρόσωπό του σαν ήλιος και τους είπε: «Ιδού, ήλδε ο αββάς Αντώνιος». Και μετά από λίγο είπε: «Ιδού, ήλθε ο χορός των προφητών». Και πάλι έλαμψε ακόμη περισσότερο το πρόσωπό του και είπε: «Ιδού, ήλθε ο χορός των αποστόλων. Και επαναλήφθηκε η λάμψη της όψης του ενώ εδειχνε να συνομιλεί με κάποιους. Όταν οι γέροντες τον ρώτησαν με ποιόν μιλούσε, εκείνος αποκρίθηκε: «Ιδού, ήλθαν οι άγγελοι να με πάρουν και παρακαλώ να μ’ αφήσουν λίγο να μετανοήσω». Κι εκείνοι του είπαν: «Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσεις, πάτερ». Τότε ο γέροντας είπε: «Πραγματικά δεν έχω την συνείδηση ότι έβαλα αρχή μετανοίας». Οι πατέρες θαύμασαν την τόση ταπεινοφροσύνη και κατάλαβαν ότι είχε φθάσει στην τελειότητα. Τότε αίφνης το πρόσωπό του έγινε πάλι σαν ήλιος και όλοι εφοβήθησαν. Και λέγει σ’ αυτούς: «Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέγει, “φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”». Αμέσως παρέδωσε το πνεύμα, ενώ έγινε αστραπή και γέμισε ο τόπος ευωδία.
Πηγή: Περιοδικό Ι.Μ. Νικοπόλεως & Πρεβέζης «Ο Ποιμήν».