Ο Μέγας Κανών: Ὠδὴ β´. Εἱρμός.
22 Μαρτίου 2013
Οὐρανέ, δῶσε προσοχὴ τώρα ποὺ θὰ λαλήσω·
θὰ ἀνυμνήσω τὸν Χριστό.
Κεῖνον ποὺ ἀπ᾿ τὰ σπλάχνα τῆς Παρθένου
ὡς ἄνθρωπος ἦρθε στὸν κόσμο.
Οὐρανέ, δῶσε προσοχὴ τώρα ποὺ θὰ λαλήσω·
Γῆ, ἄκουσε φωνὴ ἀνθρώπου
ποὺ στὸν Θεὸ μετανοεῖ
καὶ ἀνυμνεῖ τὴ δόξα Του.
Θεέ μου σπλαχνικέ, ρίξε πάνω μου
τὸ βλέμμα σου τὸ συγχωρητικὸ
καὶ δέξου
τὴ θερμή μου ἐξομολόγηση.
Ἁμάρτησα πιότερο ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους!
Ἐγὼ μόνος ἔχω σὲ Σένα ἁμαρτήσει.
Ἀλλὰ ὡς Θεός, Σωτήρα μου,
σπλαχνίσου τὸ δικό Σου δημιούργημα.
Βρίσκομαι κυκλωμένος στὴ ζάλη τῶν κακῶν,
εὔσπλαχνε Κύριε.
Γι᾿ αὐτό, ὅπως στὸν Πέτρο, καὶ σὲ μένα
ἅπλωσε τὸ χέρι Σου.
Τὰ δάκρυα τῆς Πόρνης, Πολυέλεε,
Σοῦ προσφέρω κι ἐγώ.
Μὲς στὴν πολλὴ εὐσπλαχνία Σου,
Σωτήρα μου, συγχώρεσέ με.
Μὲ τὶς ἐμπαθεῖς ἡδονὲς
ἀμαύρωσα τῆς ψυχῆς μου τὴν ὡραιότητα.
Κι ὁλότελα τὸν νοῦ μου ὁλόκληρο
τὸν ἔσυρα μὲς στὴ λάσπη.
Ξέσκισα τὴν πρώτη μου στολή,
ποὺ μοῦ ὕφανε
ὁ Πλαστουργὸς ἀπ᾿ τὴν ὥρα τῆς δημιουργίας!
Ἔτσι εἶμαι πεσμένος χάμω γυμνός!
Ἔχω ντυθεῖ χιτώνα ξεσκισμένο,
ποὺ μοῦ ὕφανε
ὁ διάβολος μὲ τὴν πονηρή του συμβουλή,
καὶ ντρέπομαι γιὰ τὴν κατάστασή μου.
Κοίταξα τὴν ὀμορφιὰ τοῦ δέντρου
καὶ ξεγελάστηκε ὁ νοῦς μου.
Ἀπ᾿ αὐτὸ εἶμαι πεσμένος χάμω γυμνὸς
καὶ γιὰ τὴν κατάστασή μου ντρέπομαι.
Μηχανεύονταν πίσω ἀπ᾿ τὴν πλάτη μου ὅλοι
οἱ ἀρχηγοὶ τῶν κακῶν,
καὶ παρέτειναν γιὰ πολὺ εἰς βάρος μου
τὴν ἀνομία τὴ δική τους.
Ἔχασα τὴν πρώτη ἐκείνη ὀμορφιὰ
καὶ τὴν εὐπρέπεια ποὺ μοῦ ᾿δωσε ὁ Κτίστης.
Καὶ τώρα εἶμαι πεσμένος χάμω γυμνὸς
καὶ ντρέπομαι γιὰ τὴν κατάστασή μου.
Ἔραψε τοὺς δερμάτινους χιτῶνες
καὶ σὲ μένα ἡ ἁμαρτία,
ἀφοῦ νωρίτερα μὲ γύμνωσε
ἀπ᾿ τὴ θεοΰφαντη στολή μου.
Περιβλήθηκα τῆς ντροπῆς τὸν στολισμὸ
σὰν φύλλα συκιᾶς,
κι ἔτσι γίνονται φανερὰ
τὰ θεληματικά μου πάθη.
Στολίστηκα χιτώνα κηλιδωμένο
καὶ λερωμένο ἀπ᾿ τὰ αἵματα
τῶν αἰσχρῶν παθῶν
τῆς φιλήδονης ζωῆς.
Σπίλωσα τῆς σάρκας μου τὸν χιτώνα
καὶ γέμισα ἀπὸ κηλίδες,
Σωτήρα μου, τὸ «κατ᾿ εἰκόνα»
καὶ τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ὑπέκυψα στῶν παθῶν τὴν ἀθλιότητα
καὶ στὰ φθαρτὰ τὰ ὑλικά.
Καὶ γι᾿ αὐτὸ τώρα ὁ ἐχθρὸς
μὲ πιέζει ἀφάνταστα.
Ἀντὶ τῆς ἀκτημοσύνης, Σωτήρα μου,
διάλεξα τῆς ὕλης καὶ τῆς πλεονεξίας τὴ ζωή.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα
βρίσκομαι δεμένος μὲ βαριὰ ἁλυσίδα.
Στόλισα τὴ σάρκα ποὺ μὲ περιβάλλει
μὲ τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν
τὴν παρδαλὴ φορεσιά.
Γι᾿ αὐτὸ καταδικάζομαι.
Μόνο τοῦ ἔξω ἀνθρώπου φρόντισα
περίτεχνα τὸν στολισμό,
παραβλέποντας τοῦ μέσα ἀνθρώπου
τὴ θεοτύπωτη σκηνή.
Μορφοποίησα μὲ τὶς φιλήδονες ὁρμὲς
τὰ ἄτακτα πάθη.
Ἔτσι ἀφάνισα
τοῦ νοῦ τὴν ὀμορφιά.
Μόλυνα τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τὸ κάλλος,
Σωτήρα, μὲ τὰ πάθη μου.
Ἀλλ᾿ ὅπως κάποτε τὴ χαμένη δραχμὴ
ψάξε νὰ μὲ ἀνεύρεις.
Ὅπως ἡ Πόρνη φωνάζω δυνατά: Ἁμάρτησα!
Ἔχω ἁμαρτήσει σὲ Σένα μονάχος μου.
Ὅπως ἀπὸ κείνη τὸ μύρο, Σωτήρα μου,
δέξου κι ἀπὸ μένα τὰ δάκρυα.
Γλίστρησα στὴν ἀκολασία ὅπως ὁ Δαβὶδ
καὶ κυλίστηκα μέσα στὸν βοῦρκο!
Εἴθε κι ἐμένα ν᾿ ἀποπλύνεις,
Σωτήρα, μὲ τὰ δάκρυα.
Ὅπως ὁ Τελώνης φωνάζω δυνατά: Σπλαχνίσου·
Σωτήρα μου, σπλαχνίσου με.
Γιατὶ κανένας ἀπ᾿ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ,
ὅπως ἐγὼ σὲ Σένα, δὲν ἁμάρτησε.
Οὔτε δάκρυα, οὔτε μετάνοια,
οὔτε κατάνυξη ἔχω!
Σύ, Σωτήρα μου, ὡς Θεός,
χάρισέ μου τα.
Κύριε! Μὴ μοῦ κλείσεις τότε,
Κύριε, τὴ θύρα τοῦ νυμφώνα Σου.
Ἀλλ᾿ ἄνοιξέ μου την,
βλέποντας τὴ μετάνοιά μου.
Φιλάνθρωπε, ποὺ θέλεις ὅλοι νὰ σωθοῦν,
Σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ ξαναφέρεις κοντά Σου
καὶ νὰ δεχτεῖς σὰν ἀγαθὸς
τὴ μετάνοιά μου.
Ἄκουσε μὲ προσοχὴ τοὺς στεναγμοὺς τῆς ψυχῆς μου
καὶ κάνε δεχτὰ τὰ δάκρυα,
ποὺ στάζουν ἀπ᾿ τὰ μάτια μου.
Κι ἔτσι, Σωτήρα, σῶσε με.
Θεοτοκίο.
Ἄχραντη παρθένε Θεοτόκε,
σὺ ποὺ ξεχωριστὰ κι ἀτέλειωτα ὑμνεῖσαι,
ἱκέτευε ἀκατάπαυστα
γιὰ νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι.
Εἱρμὸς ἄλλος.
Κοιτάξτε! Κοιτάξτε,
γιὰ νὰ βεβαιωθεῖτε ὅτι ἐγὼ ᾿μαι ὁ Θεός,
ποὺ ᾿βρεξα τὸ μάννα
κι ἔκανα νὰ ξεπηδήσει παλαιότερα γιὰ χάρη τοῦ
μὲς στὴν ἔρημο ἀπ᾿ τὴν πέτρα τὸ νερό, [λαοῦ μου
μὲ τὸ δεξί μου χέρι μόνο
καὶ τὴ δική μου δύναμη!
Κοιτάξτε! Κοιτάξτε,
γιὰ νὰ βεβαιωθεῖτε ὅτι ἐγὼ ᾿μαι ὁ Θεός!
Ἄκουσε μὲ προσοχή, ψυχή μου,
τὸν Κύριο ποὺ φωνάζει δυνατά!
Ξεκόλλησε ἀπ᾿ τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας ποὺ ζεῖς ὣς
Φοβήσου τον ὡς δικαστὴ [τώρα.
καὶ ὡς κριτὴ καὶ Θεό!
Μὲ ποιόν ἔγινες ὅμοια,
ψυχή μου, γεμάτη ἁμαρτίες;
Ἀλίμονο! Τοῦ Κάιν τοῦ παλιοῦ
κι ἐκείνου τοῦ Λάμεχ ἔμοιασες!
Λιθοβόλησες καὶ θανάτωσες τὸ σῶμα μὲ τὶς κακὲς
καὶ σκότωσες τὸν νοῦ [σου πράξεις
μὲ τὶς παράλογες ὁρμές!
Ὅλους τοὺς δίκαιους, ποὺ ἔζησαν πρὶν νὰ δοθεῖ
παρέτρεξες, ψυχή μου, ἀστόχαστα! [ὁ νόμος,
Δὲν ἔμοιασες τοῦ Σήθ.
Δὲν μιμήθηκες τὸν Ἐνώς.
Οὔτε τοῦ Ἐνὼχ τὴ μετάθεση στοὺς οὐρανούς,
Ἀποδείχτηκες φτωχή, [οὔτε τὸν Νῶε.
συγκρινόμενη μὲ τῶν δικαίων τὸν βίο.
Μόνη σου ἄνοιξες,
ψυχή μου, τοὺς καταρράχτες
τῆς θεϊκῆς ὀργῆς.
Κι ὅπως τότε κατακλύστηκε ἡ γῆ, ἔτσι τώρα
πλημμύρισες τὸ σῶμα ὁλόκληρο, τὶς πράξεις καὶ
κι ἔμεινες ἔξω [τὸν βίο
ἀπ᾿ τὴ σωστικὴ Κιβωτό.
Ὁ Λάμεχ θρηνώντας φώναζε δυνατὰ
κι ἔλεγε:
σκότωσα ἄνθρωπο γιὰ δικό μου κακὸ
καὶ νέο γιὰ δική μου συμφορά.
Καὶ σύ, ψυχή μου, πῶς δὲν τρέμεις,
ποὺ λερώθηκες καταμολύνοντας
τὴ σάρκα καὶ τὸν νοῦ;
Ἀλίμονο! Πῶς ζήλεψα
τὸν ἀρχαῖο Λάμεχ τὸν φονιά!
Τὴν ψυχή μου, ὅπως ἐκεῖνος τὸν ἄντρα,
τὸν νοῦ, ὅπως τὸν νεανίσκο,
καὶ τὸ σῶμα μου, ὅπως ὁ Κάιν ὁ φονιάς,
σὰν ἀδελφό μου δολοφόνησα
μὲ τὶς φιλήδονες ὁρμές!
Πύργο σοφίστηκες
νὰ χτίσεις, ψυχή μου,
καὶ νὰ στήσεις κάστρο
μὲ τὶς ἁμαρτωλές σου ἐπιθυμίες,
ἂν δὲν ἔφερνε σύγχυση ὁ Κτίστης στὶς βουλές σου
καὶ δὲν σώριαζε κάτω στὴ γῆ
τὰ πονηρά σου σχέδια.
Τραυματίστηκα! Πληγώθηκα!
Νὰ καὶ τὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ,
ποὺ κατατρύπησαν
τὴν ψυχή μου καὶ τὸ σῶμα.
Νὰ τὰ τραύματα, οἱ φλεγμονές, τὰ σακατέματα.
Φανερώνουν τὰ χτυπήματα
τῶν ἀκυβέρνητων παθῶν μου.
Ἔβρεξε κάποτε
ὁ Κύριος, κατὰ παραχώρηση τοῦ Πατέρα Του,
κι ἔκαψε τῶν Σοδόμων [φωτιὰ
τὴ μανιασμένη ἀνομία.
Καὶ σύ, ψυχή μου, ἄναψες τῆς γέεννας τὸ πῦρ,
μὲς στὸ ὁποῖο πρόκειται
νὰ καίγεσαι μὲ τοὺς Σοδομίτες πικρά.
Μάθετε ρωτώντας καὶ στοχαστεῖτε
ὅτι ἐγὼ ᾿μαι ὁ Θεός,
ποὺ ἐρευνᾶ τὶς καρδιὲς
καὶ τιμωρεῖ λογισμούς.
Ἐλέγχει πράξεις καὶ κατακαίει ἁμαρτίες.
Καὶ ὑπερασπίζεται τὸ δίκιο τοῦ ὀρφανοῦ,
τοῦ ταπεινοῦ καὶ τοῦ φτωχοῦ.
Δόξα ἀνήκει στὸν Πατέρα…
Τριάδα, ποὺ οὔτε ἀρχὴ ἔχεις οὔτε εἶσαι κτίσμα·
Μονάδα, ποὺ μένεις ἀδιαίρετη,
δέξου μου τὴ μετάνοια.
Σῶσε με τὸν ἁμαρτωλό.
Πλάσμα δικό Σου εἶμαι· μὴ μὲ παραβλέψεις.
Ἀλλὰ λυπήσου καὶ λύτρωσέ με
ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ τῆς αἰώνιας καταδίκης.
Καὶ τώρα… Θεοτοκίο.
Ἄχραντη θεογεννήτρια Δέσποινα,
ἡ ἐλπίδα κείνων
ποὺ σὲ σένα καταφεύγουν
καὶ τὸ λιμάνι κείνων ποὺ παραδέρνονται στὸ πέλα-
κάνε νὰ γίνει καὶ σὲ μένα σπλαχνικὸς [γος τοῦ βίου,
μὲ τὶς δικές σου ἱκεσίες
ὁ ἐλεήμονας Κύριος καὶ Κτίστης καὶ Υἱός σου.
Πηγή:users.uoa.gr