Ο Άγιος Νεομάρτυρας Αυξέντιος
25 Ιανουαρίου 2013
25 Ιανουαρίου
Αυτός ο Μάρτυς του Χριστού Αυξέντιος ήταν από μία Επισκοπή των Ιωαννίνων, που ονομαζόταν Βελλάς, γέννημα ευσεβών Χριστιανών.
Όταν ήταν ακόμη νέος, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και δούλευε την τέχνη των γουναράδων στο χάνι το λεγόμενο Μαχμούτ Πασσά. Αλλά ο εχθρός του καλού, ο διάβολος, που πάντοτε δεν παύει να πολεμά τους νέους με διάφορους τρόπους, δεν υπέφερε να βλέπει και τούτου του νέου την καθαρότητα.
Γι’ αυτό έσπειρε σ’ αυτόν τέτοιες σκέψεις. Ότι, δηλαδή, να περάσει αυτήν την πρόσκαιρη ζωή με ηδονές και ξεφαντώματα και με άλλα παρόμοια· και έτσι τον παρέσυρε και άφησε την τέχνη του και πήγε με τα Βασιλικά καράβια.
Εκεί λοιπόν κάνοντας κάμποσο καιρό και ξεφαντώνοντας με τους συντρόφους του τους αλλόφυλους, συκοφαντήθηκε απ’ αυτούς τους ίδιους ψευδώς, πως αρνήθηκε τον Χριστό και ομολόγησε την θρησκεία τους.
Γι’ αυτό επειδή φοβήθηκε, μήπως τον διαβάλουν στον αφέντη του καραβιού του, έφυγε από εκεί κρυφά και ήλθε στην Κωνσταντινούπολη (διότι ήταν έξω απ’ αυτή) ντυμένος όχι με τα συνήθη ενδύματα των Καλιουντζήδων, αλλά με άλλα ταπεινά. Και αφού αγόρασε ένα καΐκι, δούλευε με αυτό, για να βγάζει τα προς το ζην.
Μετανόησε όμως και ολόψυχα για τα πρότερα σφάλματα που έκανε και μάλιστα κατακαιγόταν η καρδιά του από τον έρωτα του Μαρτυρίου και νύχτα και ημέρα παρακαλούσε τον Θεό με θερμά δάκρυα, να του δείξει κανέναν έμπειρο πνευματικό για να του εξομολογηθεί και να του φανερώσει τον πόθο, που είχε στο να πιει το ποτήρι του Μαρτυρίου. Και ο Θεός δεν παράκουσε την δέησή του, αλλά του έστειλε ιατρό έμπειρο, ανάλογο με τον πόθο του, με τον εξής τρόπο·
Ο σύγκελλος της Μεγάλης Εκκλησίας Γρηγόριος, (ο οποίος ήταν αγιορείτης, από την σεβάσμια μονή του Ξηροποτάμου) θέλοντας να περάσει μία ημέρα από το Καράκιοϊ στο Φανάρι, με την πρόνοια του Θεού μπήκε στο καΐκι του νέου. Ο νέος, βλέποντας το ευλαβικό ήθος του συγκέλλου, απεφάσισε να του αποκαλύψει τον σκοπό του. Και λοιπόν, αφού βγήκε από το καΐκι, τον πήρε ιδιαιτέρως και του φανέρωσε την διακαή αγάπη, που είχε στο να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Και ο σύγκελλος επαίνεσε μεν τον σκοπό του, τον εμπόδισε όμως από τον αγώνα του Μαρτυρίου, φοβούμενος μήπως δειλιάσει στα βασανιστήρια. Και έτσι του είπε· «Άκουσε, τέκνο μου, οι σκευωρίες του πονηρού διαβόλου είναι πολλές και φοβούμαι, μήπως σε κάνει και δειλιάσεις στα βασανιστήρια και στερηθείς τον γλυκύτατό μας Ιησού Χριστό.
Αλλά φύγε από εδώ και πήγαινε σε καμμία ησυχία και εκεί γίνε καλόγηρος και ζήσε την ζωή σου ενάρετα. Και ελπίζω στην αγαθότητα του γλυκύτατού μας Ιησού να σε συμπεριλάβει μετά θάνατο στον χορό των Μαρτύρων, για να χαίρεσαι αιώνια. Ο νέος όμως μόλις τα άκουσε αυτά σιωπούσε μεν, σεβόμενος τον πνευματικό του πατέρα, η καρδιά του όμως καταφλεγόταν από τον θείο έρωτα του Μαρτυρίου. Γι’ αυτό δούλευε πάλι με το καΐκι του και από τα χρήματα που έβγαζε, κρατούσε μόνο όσα ήταν αρκετά για το φαγητό του, ενώ τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς. Περνούσε και στο εξής την ζωή του με νηστείες και με ολονύχτιες αγρυπνίες Πολλές φορές μάλιστα πήγαινε στον ναό της Ύπεραγίας Θεοτόκου, έξω στην Ζωοδόχο Πηγή και όλη την νύχτα παρακαλούσε την Πανάχραντο, για να του δώσει δύναμη να τελειώσει την ζωή του με Μαρτύριο.
Και λοιπόν με τέτοια και τόσα πολλά όπλα αρματώθηκε από την θεία χάρη του Αγίου Πνεύματος και ενδυναμώθηκε από την πρεσβεία της Θεοτόκου και έτσι πήγε πάλι στο προηγούμενο καράβι, που ήταν. Οι δε σύντροφοί του και οι άλλοι, που τον γνώριζαν, αμέσως μόλις τον είδαν, όρμησαν εναντίον του με μεγάλο θυμό, και τον χτυπούσαν. Άλλοι πάλι του έλεγαν, εσύ ήσουν στην θρησκεία μας και πώς τώρα άλλαξες την γνώμη σου; Και λέγοντας αυτά, τον τραβούσαν στο δικαστήριο.
Ο δε Μάρτυρας του Χριστού, χωρίς να δειλιάσει καθόλου, με γελαστό πρόσωπο αντέλεγε σ’ αυτούς, φωνάζοντας με παρρησία· «Εγώ Χριστιανός ήμουν και είμαι και για τον Χριστό μου είμαι έτοιμος να λάβω μύρια βασανιστήρια». Ένας δε από εκείνους μη υποφέροντας την τόση παρρησία του Αγίου, τον χτύπησε στο μέτωπο με σίδερο και χύθηκε το δεξί του μάτι. Ο Μάρτυρας όμως χωρίς να δειλιάσει με αυτό, ευχαριστούσε τον Κύριο που τον αξίωσε να πάσχει για το όνομά του. Εκείνος όμως ο αμαρτωλός, πάλι χτύπησε στο στόμα τον Μάρτυρα, και αμέσως έπεσαν δυο του δόντια. Αλλά ο Μάρτυρας πάλι με δυνατή φωνή κήρυττε τον Χριστό, ως Θεό αληθινό. Γι’ αυτό τον πήγαν πρώτα στο δικαστήριο του Μουλά. Και τον ρώτησε ο δικαστής· «Γιατί άλλαξε την προηγουμένη γνώμη του και αρνήθηκε την θρησκεία τους». Διότι, όπως μαρτυρούν οι εκεί παρόντες μάρτυρες, αρνήθηκε τον Χριστό και ομολόγησε ως καλή τήν θρησκεία τους. Τότε ο Άγιος υψώνοντας τον νου του προς τον Θεό και ζητώντας την θεία του βοήθεια, στράφηκε προς τον δικαστή και του λέει με ειλικρινή και θαρραλέα φωνή· «Εγώ, δικαστά, ουδέποτε αρνήθηκα τον γλυκύτατό μου Χριστό. Αλλά πιστεύω και ομολογώ αυτόν ως Θεό παντοδύναμο και ποιητή του σύμπαντος κόσμου και είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου για την πίστη μου και όχι να τουρκέψω. Ας μη συμβεί ποτέ Κύριέ μου». Μόλις τα άκουσε αυτά ο δικαστής γέμισε όλος θυμό και προστάζει τους υπηρέτες να χτυπήσουν με τριακόσιες ξυλιές τα πόδια του Αγίου. Οι δε υπηρέτες εξετέλεσαν αμέσως την προσταγή. Όποτε έτρεχε το αίμα σαν ποτάμι από τα νύχια των ποδιών του Μάρτυρα.
Ο δε Άγιος ευχαριστούσε πολύ τον Κύριο, παρακαλώντας τον να τον ενδυναμώσει και στο εξής να τελειώσει τον δρόμο του Μαρτυρίου. Έπειτα πρόσταξε ο δικαστής να πάνε τον Μάρτυρα στο Πασσιά καπισί και να τον φυλακίσουν εκεί, έως ότου να γίνει μεγαλύτερο δικαστήριο, για να τον δικάσουν, επειδή τότε έτυχε να είναι ήμερα Παρασκευή. Πράγμα που έγινε. Ο δε πνευματικός του πατέρας, που προαναφέρθηκε, λέω, Γρηγόριος, όταν έμαθε την παρρησία του Αγίου και τα βασανιστήρια που υπέμεινε για τον Χριστό, βρήκε τρόπο και πήγε και τον συνάντησε μέσα στην φυλακή και με τα λόγια του τού έδωσε θάρρος να μη δειλιάσει στους αγώνες, αλλά να σταθεί με γενναίο φρόνημα, για να ντροπιάσει τον διάβολο και να λάβει λαμπρούς τους στεφάνους της νίκης από τον κριτή Θεό. Ο δε Μάρτυρας ζήτησε να μεταλάβει τα άχραντα μυστήρια. Και αμέσως του τα έφερε ο σύγκελλος και εκπλήρωσε το αίτημά του. Την ερχόμενη Τρίτη έφεραν τον Άγιο στο δικαστήριο δεμένο με βαριές αλυσίδες, σαν κακούργο.
Αυτός όμως έστεκε χαρούμενος, σαν να έστεκε σε καμμία πανηγύρι. Βλέποντάς τον όμως ο Βεζίρης με άγριο και φονικό βλέμμα, του λέει· «Γιατί εσύ δεν ομολογείς την δική μας θρησκεία ως καλή και αληθινή, αλλά την αποστρέφεσαι και την εξευτελίζεις»; Τότε ο Μάρτυρας του λέει· «Εγώ Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να πεθάνω και δεν αρνούμαι την πίστη μου, ακόμη και αν μου κάνετε μύρια βασανιστήρια, διότι αύτη είναι καλή και αληθινή. Και μακάρι να πιστεύσετε και εσείς κάποτε, αφέντη, για να μη κολασθείτε». Μόλις τα άκουσε αυτά απ’ αυτόν ο Βεζίρης γέμισε όλος θυμό και βλέποντας το αμετάθετο της γνώμης του Μάρτυρα, εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση να σκοτωθεί με ξίφος. Και αμέσως αφού τον άρπαξαν οι υπηρέτες, τον έφεραν στον τόπο της καταδίκης. Ο δε Άγιος έκανε δέηση προς τον Θεό, για την συνένωση και την ειρηνική κατάσταση των ορθοδόξων Χριστιανών και όλου του κόσμου. Έπειτα, αφού γονάτισε, είπε στον τζελάτη (δήμιο) να κάνει εκείνο, που προστάχθηκε. Αυτός τότε, απέκοψε την Αγία του κεφαλή στις 25 Ιανουαρίου ημέρα Τρίτη, ώρα β’ της ημέρας, και έτσι έλαβε ο πανύμνητος τον στέφανο του Μαρτυρίου, στην ηλικία των τριάντα ετών. Την δε ερχόμενη Τετάρτη προς το ξημέρωμα, φως ουράνιο κατέβηκε επάνω στο μαρτυρικό λείψανο, το οποίο είδαν όχι μόνο πολλοί Χριστιανοί, αλλά και πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι και το ομολογούσαν και το κήρυτταν μπροστά σε όλους.
Ο δε φιλόχριστος άρχοντας Μιχαήλ, ο τερτζίμπασης του Βασιλιά, επειδή είχε θάρρος στην σουλτάνα, την παρεκάλεσε, για να προστάξει να του δοθεί το σώμα του Μάρτυρα για να το θάψει· η οποία πρόσταξε και του το έδωσαν. Μόλις έλαβε ο άρχοντας το σώμα του Αγίου, το έπλυνε με διάφορα μύρα και αρώματα, όπως έκανε και ο Νικόδημος στο θεοποιημένο σώμα του Ιησού. Και έτσι με πολλή ευλάβεια το σήκωσαν οι Χριστιανοί μαζί με τον Πατριάρχη και τους παρευρεθέντες αρχιερείς και το επήγαν στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής και εκεί το ενταφίασαν με τιμές Μετά δε από δύο χρόνια, ο προαναφερθείς άρχοντας επειδή είχε μεγάλη ευλάβεια προς τον Μάρτυρα, έκανε ανακομιδή του λειψάνου του και αμέσως μόλις άνοιξαν τον τάφο, βγήκε τόση μυστηριώδης ευωδία, ώστε θαύμασαν όλοι οι Χριστιανοί που βρέθηκαν εκεί και δόξασαν τον Θεό, που δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν. Και πήρε ο άρχοντας την Αγία κάρα του Μάρτυρα στην οικία του. Και επειδή έτυχε να είναι άρρωστοι οι υιοί του με σοβαρή και βαρύτατη ασθένεια, αμέσως μόλις ασπάσθηκαν με πίστη και ευλάβεια την Αγία κάρα, ω του θαύματος! σηκώθηκαν από το κρεβάτι και έγιναν τελείως υγιείς, δοξάζοντας τον Θεό και τον Άγιο.
Αλλά και κάποιος ράφτης, που ονομαζόταν Νικόλαος και ταλαιπωρείτο από σοβαρή και επικίνδυνη ασθένεια και είχε αποφασισθεί από τους ιατρούς ότι θα πεθάνει, απελπισμένος πλέον από την παρούσα ζωή, θυμήθηκε το θαύμα που έκανε ο Άγιος στους υιούς του τερτζίμπαση και αμέσως έστειλε και έφεραν την Αγία κάρα. Και μόλις την τοποθέτησαν επάνω του, ω του θαύματος!, σηκώθηκε από την θανατηφόρα εκείνη ασθένεια και δόξασε τον Θεό, και τον Μάρτυρα. Ο δε προαναφερθείς παπα-Γρηγόριος ο Ξηροποταμηνός, μόλις άκουσε τα θαύματα του Μάρτυρα και έχοντας ευλάβεια προς τον Άγιο, πήγε στον άρχοντα, ο οποίος ήταν φίλος του και τον παρεκάλεσε να αφιερώσει την Αγία κάρα του Μάρτυρος στο δικό του Μοναστήρι του Ξηροποτάμου.
Και ο άρχοντας και εξαιτίας της ευλάβειας που είχε προς το ίδιο Μοναστήρι και εξαιτίας της φιλίας, που είχε με τον παραπάνω σύγκελλο, την αφιέρωσε ως δώρο πολύτιμο, η οποία βρίσκεται μέχρι και τώρα σ’ αυτή τη σεβάσμια μονή, από την οποία πηγάζουν καθημερινά διάφορα θαύματα, λυτρώνονται πολλοί από την θανατηφόρα ασθένεια του λοιμού και της πανώλης και ελευθερώνονται από πολλά άλλα πάθη και νόσους εκείνοι, που με ευλάβεια και θερμή πίστη καταφεύγουν σ’ αυτήν, προς δόξα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Στον οποίο αρμόζει όλη η δόξα, η τιμή και η προσκύνηση στους αιώνες.
Αμήν.
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Γ, έκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ι. Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄» Νέα Σκήτη Άγιον Όρος σ. 168-172).