Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Στο Χριστό στο Κάστρο (Μέρος 1ο)
28 Μαΐου 2020
– «Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο, τ’ ν πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;»
Ούτως ωμίλησεν ο παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ οσπρίων και ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23ης Δεκεμβρίου του έτους 186… Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δυο αγάμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας ο Πανάγος ο μαραγκός, πεντηκοντούτης, οικογενειάρχης, αναβάς διά να είπη μίαν καλησπέραν και να πιή μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το παπαδόσπιτο· κι η θειά το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ελθούσα διά να φέρη την προσφοράν της, χήρα εξηκοντούτις, ευλαβής, πρόθυμος να τρέχη εις όλας τάς λειτουργίας και να υπηρετή δωρεάν εις τους ναούς και τα εξωκκλήσια.
«Τ ακούσαμε κι ημείς, παπά» απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος, «έτσ είπανε».
«Τί είπανε; Είναι σίγουρο, σάς λέω» επανέλαβεν ο παπα-Φραγκούλης. «Οι βλοημένοι, δε θα βάλουν ποτέ γνώση. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν απ’ του Κουρουπή τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί πού δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!»
«Μυαλό δεν έχουν αυτός ου κόσμους, θα πώ» είπεν η θειά το Μαλαμώ. «Τώρα οι αθρώποι γινήκαν αποκότοι».
«Να είχανε τάχα τίποτα κ’ μπάνια μαζί τ’ ς;» είπεν η παπαδιά.
«Ποιός του ξέρ’ ;» είπεν η θειά το Μαλαμώ.
«Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια» υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειές να σταίνουν για τα κοτσύφια. Είχαν πάρει κι αλάτι μπόλικο μαζί τους, για να τ’ αλατίσουν για τα Χριστούγεννα».
«Τώρα, Χριστούγεννα θα κάμουν απάν στο Στοιβωτό τάχα;» είπε μετ οίκτου η παπαδιά.
«Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια…» εψιθύρισεν ο ιερεύς, όστις εφαίνετο κάτι μελετών μέσα του.
Ήτον έως πενήντα πέντε ετών ο ιερεύς, μεσαιπόλιος, υψηλός, ακμαίος και με αγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εις την νεότητά του υπήρξε ναυτικός, κι εφαίνετο διατηρών ακόμη λανθανούσας δυνάμεις, ήτο δε τολμηρός και ακάματος.
«Τί βοήθεια να τους κάμουνε;» είπεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Απ τη στεριά, ο τόπος δεν πατιέται. Ερριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά. Ο Άη-Θανασης εγιν ένα με τα Κάμπια. Η Μυγδαλιά δεν ξεχωρίζει απ του Κουρούπη».
Ο Πανάγος ωνόμαζε τεσσάρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο παπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς:
«Κι απ τη θάλασσα, μαστροΠανάγο;» «Απ τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης όξ’ απ το λιμάνι, κατά τ’ Ασπρόνησο!»
«Από Σοφράν το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;» Ο ιερεύς επροφερεν ούτω τους όρους Sopra vento και Sotto vento, ήτοι το υπερήνεμον και υπήνεμον, εννοών ειδικώτερον το βορειοανατολικόν και το μεσημβρινοδυτικόν.
«Από Σταβέτ, παπά, μα είναι φόβος μην τόνε γυρίση στο μαΐστρο».
«Μα τότε, πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε» είπεν ως εν συμπεράσματι ο ιερεύς. «Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο».
«Έ, παπά μ , ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ’ . Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ’ εσένα».
Ο παπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ής ζώσα ηχώ εγίνετο ο Πανάγος.
«Και τί θα πάθουνε, το κάτω κάτω;» επανέλαβεν, ως διά ν ανάπαυση την συνείδησίν του, ο μαραγκός. «Νά, θα είναι χωμένοι σε καμμία σπηλιά, τσακμάκι θα χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι να μου χε κι εμέ η Πανάγαινα απόψε στην παραστιά μου τη φωτιά πού θεν έχουν αυτοί. Για μία βδομάδα πάντα, θα είχανε κουμπάνια, και δεν είναι παραπαν από πέντε μέρες πού αγρίεψε ο χειμώνας».
«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό στο Κάστρο» επανέλαβεν ο ιερεύς, «θά είχε διπλό μισθό, πού θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσυ πού ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε. Φέτος πού είναι βαρύς…»
Και διεκόπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς ειχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονεί κατά δόσεις ό,τι είχε να είπη. Εκ των υστέρων θα φανή ότι είχε την απόφασίν του και ότι όλα τα προοίμια ταύτα ησαν μεμελετημενα.
«Και γιατί δεν κάνει κάλον καιρό ο Χριστός, παπά, αν θέλη να πάνε να τον λειτουργήσουνε στην εορτή του;» είπεν αυθαδώς ο μαστροΠανάγος.
Ο ιερεύς τον εκοίταξε με λοξόν βλέμμα και είτα ηπίως του είπε:
«Έ, Πανάγο γείτονα, δεν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε… Πού είμαστε ημείς ικανοί να τα καταλάβουμε αυτά! Αλλο το γενικό και άλλο το μερικό και το τοπικό, Πανάγο. Η βαρυχειμωνιά γίνεται για κάλο, και για την ευφορίαν της γής και για την υγείαν ακόμα. Ανάγκη ο Χριστός δεν έχει να πάνε να τον λειτουργήσουνε… Μα όπου είναι μία μερική προαίρεσις καλή κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι και τόλμη ακόμα, και όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός, και εναντίον του καιρού, και με χίλια εμπόδια. Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλας και με θαύμα ακόμα, τί νομίζεις, Πανάγο; Έπειτα, πώς θέλεις να κάμη ο Χριστός καλόν καιρό, αφού άλλες χρονιές έκαμε και ημείς από αμέλεια δεν πήγαμε να τον λειτουργήσουμε;»
Όλοι οι παρόντες ηκροάσθησαν εν σιωπή την σύντομον και αυτοσχέδιον ταύτην διδαχήν του παπά. Η θειά το Μαλαμώ έσπευσε να είπη:
«Αλήθεια, παπά μ’ , δεν είναι κάλο πράμα αυτοδά, θα πώ, ν’ αφήνουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό αλειτούργητο την ημέρα της Γέννας του… Για τούτο θα μάς χαλάσ’ κι ου Θεός!»
«Κι είχαμε κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκαμερο — αλήθεια, παπαδιά;» είπεν αίφνης στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς.
Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην ενόει.
«Όπου ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης» επανελαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. «Θυμάσαι το τάμα πού κάμαμε;»
Η παπαδιά εσιωπα.
«Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε σα μπροστά να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του».
«Το θυμούμαι» είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.
Τώ όντι, ο μόνος υιός του παπά, ο δωδεκαετής Σπύρος, ον αυτός απεκάλει ειρωνικώς και θωπευτικώς Λαμπράκην, ένεκα της άκρας ισχνότητος και αδυναμίας, εξής έφεγγεν οιονεί το προσωπάκι του, είχε κινδυνεύσει ν αποθάνη πέρυσι τάς ημέρας των Χριστουγέννων. Η παπαδιά, ήτις ήγγιζεν ήδη το πεντηκοστόν και τον είχε μόνον και υστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων επιζώντων κορασιών, ών αι δυο πρώται ήσαν υπανδρευμέναι ήδη, και μετά οκτώ γέννας, ών αι δυο δίδυμων, και πέντε θανάτους, η παπαδιά είχε τάξει, αν εγλύτωνε το αγόρι της, να υπάγη του χρόνου να λειτουργήση τον Χριστόν.
Το ενθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ’ αρχής της ομιλίας του παπά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολωτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνώμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.
Εν τούτοις, γνωρίζουσα την συνήθη τακτικήν του παπά, ως και την ισχυρογνωμοσυνήν τού, απεφάσισεν ενδομύχως να μή αντιλέξη. Και ου μόνον τούτο, αλλά και άλλο τί ηρωίκωτερον και εις πολλούς απίστευτον όπου αποφασίση να υπάγη ο παπάς, να υπάγη κι αύτη μαζί του.
Ήτο γυνή δειλοτάτη, αλλά μόνον ενόσω ευρίσκετο μακράν του παπά. Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.
Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ούς της μητρός της:
«Πού θα πάτε, θα πώ; Παλαβώσατε, θα πώ; Με τέτοιον καιρό! να πάτε στο Κάστρο; Ώχ, καημένη… Τί να γίνω;»
Η νεώτερα κόρη, η δεκαεξαέτις το Βασώ, αρχίσασα και αύτη να εννοή, υπεψιθύρισε:
«Τί λέει; Θα πάνε στο Κάστρο; Κι άρχισες τα κλάματα! Μουρλάθηκες; Σιώπα, θα με πάρουν κι εμέ μαζί. Θα με πάρετε, μά;»
«Σούτ! Λ’ φάξτε!» είπεν αυστηρώς η παπαδιά. «Τί τρέχει;» είπεν η θειά το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας.
«Τίποτε, Μαλαμώ» είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς. «Ησύχασε, Πανάγο» είπε, στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, ευρών εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, «δέν πάς, να ‘χης την ευχή, να πής του μπαρμπα-Στεφανή του Μπέρκα να ρθή από δω; Τόνε θέλω να τ’ πώ».
Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη, υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάαξας τα σκέλη του.
«Πηγαίνω, παπά» είπε. «Θέλω κι εγώ να πάω να ιδώ μή μο’ χή τίποτα η Παναγαινα για να φαμ’ απόψε».
«Πήγαινε να του πής πρώτα, κι ύστερα γυρίζεις και τρώτε».
«Η ευχή σας. Καληνυχτά, παπαδιά». Και εξήλθε.
«Τί λέει, θα πώ» είπεν η θειά το Μαλαμώ μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, «θά πάς στο Κάστρο, παπά;»
«Να ιδούμε τί θα μάς πή κι ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπερκας».
«Ιγω, ενας-ίμ» είπεν η θειά το Μαλαμώ, «α’ θε πάς, έρχουμι».
«Κι ιγώ» είπεν η παπαδιά.
«Δεν είναι για να ρθης εσύ, παπαδιά» είπεν ο ιερεύς. «Φτάνει πού θα κακοπαθησω εγώ. Δεν πρέπει να λείψουμε κι οι δυο απ το σπίτι».
«Ίγω το καμα του τάμα» είπεν η παπαδιά.
«Μα αν πάω εγώ, το ίδιο είναι».
«Δεν είμαι ήσυχη, αν δεν είμαι κουντά σου, παπά μ’ » είπεν η παπαδιά.
«Κι ημάς, πού θα μάς αφήσετε!» έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιω.
«Σιωπά, καημένη» είπε το Βάσω. «Θα με παρ’ νέ κι εμένα μαζί, σιωπά!»
«Ναί, εσενά σ’ φαίνεται πώς εισ’ ακόμα μικρή, χαδούλα μ’ ! Γιατί ετσ’ σ’ εμάθανε. Δε φταίς εσύ!» είπε το Μυγδαλιώ, εκχύνουσα την ενδόμυχον ζηλειαν της επί τη τύχη της αδελφής της, ήτις, ως μικρότερα, δεν είχε κρυφθή ακόμη, ήτοι δεν απειργετο της κοινωνίας ως αι προς γάμον ώριμοι, και απελαυε σχετικής τίνος ελευθερίας.
Ο μικρός Λαμπράκης είχε πέσει επί τον τράχηλον της μητρός του.
«Θα με πάρετε κι έμενα μαζί, μάννα;» εψιθυρισε περιπτυσσομενος τον λαιμόν της.
«Τί λές, χαδουλη μ’ ! Τί λές, πιδί μ’ » απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά. «Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γυιέ μ’ , κι αν απομείνω, για σενα θ’ απομείνω, γυιόκα μ’ , για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παππας σ’ , μικρό μ’ . Τώρα, σύρ’ να πής την προσευχή σ’ και να κάμης μετάνοια ‘τ παππάσ’ , να πλαγιάσης, για να μή μαργώνης, κανάρι μ’ !» «Ναί, θα πάς, αμ’ δε θα πάς!» έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις εν ρήμα της μητρός της.
«Σιωπάτε! Ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κι εσηκωσατ επανάσταση» είπεν ο παπάς. «Να ιδούμε τί θα μάς πή κι ο μπαρμπα-Στεφανης».
Ειτα στραφείς προς την παπαδιά: «Μάς φέρανε τίποτε λειτουργίες, μπαριμ» Η παπαδιά έδειξε διά του βλέμματος, σκεπασμένας με ραβδωτήν διχρουν σινδόνα, τάς ολιγας προσφοράς, όσας ειχάν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μελλουσαι να μεταλαβώσι τη επαύριον, παραμονή των Χριστουγέννων. Η θειά το Μαλαμώ τάς είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τάς ξεσκεπάση οιονεί με τάς ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι να ήσαν.
«Μάς βρίσκεται και τίποτε παξιμάδι;» ηρώτησε πάλιν ο ιερεύς.
«Θα έμεινε κάτι ολίγο απ της Παναγίας. Όλο το Σαρανταήμερο ζυμώνομε κι τρώμε απ τα βλογούδια» είπεν η πρεσβύτερα.
Βλογούδια ήσαν οι μικροί σταυροσφράγιστοι αρτισκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον. Αντί όμως αρτίσκων, αι περισσοτεραι* ενορίτισσαι κατά τους τελευταίους χρόνους επροτίμων να προσφέρωσιν απλούν άλευρον, και διά τούτο η παπαδιά είπεν ότι «εζυμωναν απ τα βλογούδια».
Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδομον. Ηνοιχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκας, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μάλλινην βαθυκυανον, με το ζωνάρι κόκκινον, δυο πιθαμές πλατύ. Κατόπιν τούτου εφανη και άλλη μορφή, ορθή ιστάμενη παρά την θύραν. Ητο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και ειχεν αφήσει την καλήν νύκτα, ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται, της περιεργείας του να μάθη τί τον ήθελαν τον μπαρμπα-Στεφανή τον Μπέρκαν, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά.
«Καπετάν Στεφανή» είπεν ο ιερεύς, «τί λές, μ αυτόν τον καιρό μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο με τ βάρκα, από στχβετ;»
«Από Στάβετ; Με τ’ βάρκα; Στο Κάστρο;» ηκούσθη από της θύρας ως καινή τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ.
Ητο ο μαστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευρά οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.
Αλλ ο μπαρμπα-Στεφανης, μόλις ηκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν κι εμπερδεμενην προφοράν του, ανέκραξε:
«Μπράβο, μπράβο! Ακούς, ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! Όρεξη να χης, όρεξη να χης, παπά!»
«Να άνθρωπος!» είπεν ο παπάς. «Έτσι σε θέλω, Στεφάνη! Τί λές, είναι κίνδυνος;»
«Κίντυνος, λέει; Ντίπ καταντίπ, καθολ’ ! Εγώ σας παίρνω απάνου μ’ , παπά. Μοναχά πώς μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θα ρθή κι η παπαδιά, θα ρθή κι άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νοματοι, κι σαράντα νοματοι, κι μ ουλές τις κουμπχνιές σάς, με τα σεγίχ σας, με τα πράματά σας. Κι η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσο πάει κι πεφτ . Ταχιά θα χουμε καλωσυνη, μπονάτσα, κάλμα. Όλο κι καλωσ νεύει, νά, τώρα καλωσυνεψε!»
Ως διά να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συρριγμος παγερού βορρά ηκουσθη, σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου επί του σκεπαστού εξωστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν διά γοερού στεναγμού.
«Νά, ακούς; Καλωσύνεψε!» είπε καγχάζων θριαμβευτικως ο μαστροΠανάγος.
«Σιωπά εσύ, δεν ξερ ς εσύ» ανεκραξεν ο Στεφάνης. «Εσύ ξερ ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αύτη είναι η στερνή δύναμη της φουρτούνας, είναι αέρας πού ψ χομαχαει. Αύριο θα μαλακωσ ο καιρός, σάς λέω εγώ. Μπορεί να χουμε ακόμα και καμμία μικρή χιόνια, δε σας λέω, μα ημεις, από στχβετ, ανάγκη δεν έχουμε».
«Και σαν τόνε γυρίση στο μαΐστρο;» επεμεινεν ο μαραγκός.
«Κι χωρίς να τόνε γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ λέω πώς απ την Κεχριά κι εκεί θεν έχουμε θχλχσσιτσχ» είπε τριβών τάς χείρας ο Στεφάνης. «Αυτά είναι χποθσχλχσιες και δε λείπουν, κατάλαβες, κι ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι ούλο στρίβει. Μα δε μας πειραζ ημας αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνου μ , ο Στεφάνης σας παίρνει απαν τ !»
«Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ έκαμες ν αποφασίσω. Ήπιες ρακί; Τράβα κι άλλο ένα» είπεν ο παπάς.
«Έχω πιεί πέντ εξ ως τώρα, έτσι να χω την ευχή σ , παπά».·
«Πιέ κι άλλο ένα να γίνουν εφτά».
Ο μπαρμπα-Στεφανής ερρόφησε γενναίαν δόσιν εκ της μικράς φιάλης, της πάντοτε κενουμένης και ουδέποτε στειρευούσης, του ιερατικού μελάθρου.
«Είσαστ έτοιμοι, είσαστ έτοιμοι;» είπεν ακολούθως. «Πήρες τα ιερά σ’ , παπά, τα χαρτιά σ’ ούλα, τα χεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράματα να σάς κουβαλήσω, για να μαστ ασένιο;»
«Από τώρα;» είπεν ο παπα-Φραγκούλης. «Από τώρα! Τί λές; Να είμαστ’ απρόντο, παπά. Εγώ στες δυο θα ρθω να σάς φωνάξω, κι εσείς να είσαστ’ αλέστα. Διάβασε τί θα διαβάσης, παπά, κι στες τρεις να μπαρκάρουμε».
«Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ τη μία» είπεν ο ιερεύς, «γιατί έχω το ξυπνητήρι μου… Κι έπειτα, είμαι μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα στες τρείς, είναι πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφάνη, και να μπαρκάρουμε».
«Στες τρείς, στες τέσσερες, παπά, για να μην πέση ο αέρας, να τον έχουμε πρύμα ως τες Κουκ’ ναριές, να χουμε μέρα μπροστά μας. Από κεί ως το Μανδράκι κι ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά σιγά με το κουπί. Από κεί ως τις Κεχρεές κι ως την Άγια Ελένη, θα μάς παίρνη αγάλι αγάλια με το πανάκι. Κι απ την Άγια Ελένη κι εκεί, αν δεν μπορέσουμε να μ’ ντάρουμε…»
«Έ, ύστερα;»
«Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σάς τραβώ με την μπαρούμα ως τον Άη Σώστη».
Εκάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμόν του απλοϊκού ναύτου, ο δε παπάς, όστις εφοβείτο και αυτός την τροπήν του ανέμου εις το μέρος περί ού ο λόγος, παρετηρησε προς παραμυθίαν των ακροατών:
«Μα εγώ λέω ότι θα μπορέσουμε στεριά να τραβήξουμε στην ακρογιάλια, τον κρεμνα τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι αν το στοίβαξε το χιόνι στα βουνά, στες ακρογιαλιές ο τόπος πατιέται».
Έμειναν σύμφωνοι, να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τάς τρεις διά να ετοιμασθούν, και εις τάς τεσσάρας να εκκινήσωσιν. Ο παπα Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί, όσας είχε, και τινά δίπυρα, και εις δυο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δυο επταόκαδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξεν εις χαρτιά δυο η τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ίσχαδας και μεγαλόρραγας σταφίδας. Τα δυο παπαδοκόριτσα, με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρύφιους γέλωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξιδιού η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, έως τεσσάρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθιού, το οποίον απεγέμισαν είτα με δυο προσφορά τυλιγμένα εις οθονας, με κηρία και με λίβανον. Προσέτι ο παπα-Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπαρμπα-Στεφανην να περάση από τα σπίτια δυο εμποροπλοιάρχων φιλών του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρισκετο, ολίγον κρέας σάλαθο, εξ εκεινού το οποίον μαγειρεύουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μάκρους πλούς. Εκείνοι φιλοτιμηθέντες έστειλαν δυο μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκάδας τα δυό.
Όλας ταύτας τάς προμήθειας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικως διά τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιονα, περί ων έγινε λόγος εν άρχη, καθώς και δι εαυτόν και τους μεθ εαυτού συνεκδημησοντας προσκυνητας, καθ όσον ενδεχόμενον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσωσιν εις το Κάστρον σώοι και υγιείς.
Πριν κατακλιθή, ο παπα-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπα-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τώ ενοριακώ ναώ, καθ όσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, να υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον.
Είχαν πάρει είδησιν αφ εσπέρας δυο τρεις ενοριτισσαι, γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος εξέλθων ανεκοίνωσε το πράγμα εις την γυναίκα του, και αύτη το διηγηθή εις τάς γειτόνισσας. Επίσης και η θειά το Μαλαμώ εστάλη να φέρη είδησιν εις τον κύρ Αλεξανδρην τον ψαλτην, μεθ ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλύτιση δυο η τρεις πανηγυριστάς και άλλας τόσας προσκυνήτριας.
Όταν έμελλον να επιβιβασθώσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπαρμπα-Στεφανη, μετά την πρώτην έκπληξιν, ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ήσαν δε όλοι εξ εκεινών, οίτινες συχνά τρεχουσιν, άρρητον ευρίσκοντες ηδονήν, εις πανηγύρια και εις εξωκκλησια. Ησαν ο παπα-Φραγκούλης μετά της παπαδιάς, της Βάσως και του Σπυρου, ο μπαρμπα-Στεφανης μετά του δεκαεπταετούς υιού, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θειά το Μαλαμώ, ο κύρ Αλεξανδρης ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισται και τεσσάρες προσκυνήτριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος εκτός.
Συνεχίζεται…