Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Περιµένοντας τον Αναµενόµενο

19 Δεκεμβρίου 2012

Περιµένοντας τον Αναµενόµενο

Socrates

Πλάτων

Πλάτωνος, Αλκιβιάδης δεύτερος

(Απόσπασµα από το έξοχο βιβλίο «Ιησούς Χριστός – η προσδοκία των εθνών» που αναλύει µέρος ενός διαλόγου του Πλάτωνος (400 χρόνια π.Χ) στο οποίο ο Σωκράτης διαλέγεται µέ τον Αλκιβιάδη επί του θέµατος της προσευχής. Είναι εντυπωσιακό να παρατηρεί κανείς τώρα το πως η χάρις του Θεού ετοίµασε την ανθρωπότητα δηµιουργώντας την προσδοκία για την έλευση του Κυρίου).

Καταπληκτική είναι και η στιχοµυθία µεταξύ του Σωκράτη και του Αλκιβιάδη στο έργο του Πλάτωνος «Αλκιβιάδης δεύτερος» (ΧΙΙΙ-ΧIV, 150D εξ.), το οποίο είναι αφιερωµένο στο θέµα της προσευχής. Εδώ ο Σωκράτης αναπτύσσει µεταξύ άλλων και τις εξής αλήθειες:

α) Ότι οι προσευχόµενοι δεν γνωρίζουν ποιό είναι το πραγµατικό τους συµφέρον, ώστε να το ζητούν από τους θεούς, γι’ αυτό πολλές φορές ζητούν πράγµατα που δεν τους συµφέρουν, όπως π.χ. την βλάβη των άλλων

β) ότι η προσευχή δεν µπορεί να είναι αποτελεσµατική αν η υλική θυσία που προσφέρεται µαζί µ’ αυτήν δεν προέρχεται από ψυχή ευσεβή και δίκαιη- «θα ήταν φοβερό εάν οι Θεοί απέβλεπαν στα δώρα και τις θυσίες µας και όχι στην ψυχή, εάν δηλαδή είναι κάποιος όσιος και δίκαιος»,

και γ) για τους λόγους αυτούς η επικοινωνία µέ τον Θεό διαµέσου της προσευχής δεν είναι τόσο εύκολη όπως φαίνεται, δεν είναι απαλλαγµένη από σφάλµατα και κινδύνους και δεν είναι πάντοτε αποτελεσµατική.

Από αυτά ο Σωκράτης συµπεραίνει ότι το µόνο που έχει να κάνη ο άνθρωπος είναι να περιµένη. µέχρις ότου φθάση ο καιρός να διδαχθή από κάποιον πως πρέπει να συµπεριφέρεται προς τους θεούς και τους ανθρώπους: «αναγκαίον ουν εστι περιµένειν. έως αν τις µάθη ως δει προς θεούς και προς ανθρώπους διακείσθαι».

Μετά την διαπίστωσι αυτή στην οποία κατέληξε ο Σωκράτης, ο Αλκιβιάδης τον ερωτά: «Πότε ουν παρέσται ο χρόνος ούτος, ω Σώκρατες, και τις ο παιδεύσων; ήδιστα γαρ αν µοι δοκώ ιδείν τούτον τον άνθρωπον τις εστιν», δηλαδή: «Πότε θα έλθη αυτή η ώρα, ω Σωκράτη, και ποιός θα µάς το µάθη αυτό; Με πολύ πόθο θα έβλεπα, νοµίζω, αυτόν τον άνθρωπο, ποιός είναι». Στην ερώτησι αυτή ο Σωκράτης απαντά ότι ο Αναµενόµενος είναι «ούτος ω µέλει και περί σου», δηλαδή «αυτός που φροντίζει (νοιάζεται) και για σένα». Τον χαρακτηρίζει µάλιστα στο σηµείο αυτό Θεάνθρωπο: «Θεόν ηδέ (και) άνδρα».

Η φροντίδα για όλους τους ανθρώπους είναι το έργο του Αναµενόµενου Θεανθρώπου, αλλά για να γνωρίση Αυτόν όποιος θέλει, πρέπει πρώτα να αφαιρέση από την ψυχή του το κάλυµµα, την οµίχλη που τον εµποδίζει να Τον δη. Σ’ αυτά τα λόγια του Σωκράτη, ο Αλκιβιάδης αποκρίνεται: «Ας µού αφαίρεση, εάν θέλη, αυτό το κάλυµµα η ο,τι άλλο, διότι εγώ έχω αποφασίσει να µήν παραβώ καµµία από τις προσταγές του, όποιος να είναι αυτός ο άνθρωπος, εάν πρόκειται να γίνω καλλίτερος». Με την οµολογία αυτή ο Αλκιβιάδης εκδηλώνει

α) τον πόθο του να γίνη καλλίτερος,

β) την πεποίθησι ότι αυτό θα µπόρεση να το πραγµατοποίηση µόνον ο Αναµενόµενος Θεάνθρωπος,

γ) γι’ αυτό και είναι εσωτερικά προπαρασκευασµένος να αποδεχθή πλήρως τις εντολές του Διδασκάλου αυτού.

Στο άκουσµα της τριπλής αυτής οµολογίας ο Σωκράτης επαναλαµβάνει ότι ο Αναµενόµενος «έχει αξιοθαύµαστη προθυµία για σένα». Η χρήσι του ενεστώτος «έχει» εδώ δείχνει την βεβαιότητα, το θεωρεί τετελεσµένο, είναι προφητική: έχει αξιοθαύµαστη φροντίδα για τον Αλκιβιάδη και για όλους τους ανθρώπους ο Αναµενόµενος ακόµη και πριν από την εµφάνισί του στον κόσµο.

Αυτό σηµαίνει – λέγει ο Αλκιβιάδης και συµφωνεί ο Σωκράτης – ότι πρέπει να αναβάλουµε την προσφορά θυσίας «για τότε», µέχρι δηλαδή ο Αναµενόµενος να µάς διδάξη πως πρέπει να προσευχώµαστε και να προσφέρουµε θυσίες. Και παρατηρεί συµπερασµατικά ο Αλκιβιάδης: «τοις θεοίς δε και στεφάνους και τάλλα πάντα νοµιζόµενα τότε δώσοµεν, όταν εκείνην την ηµέραν ελθούσαν ίδω˙ ήξει δ’ ου δια µακρού, τούτων θελόντων»- δηλαδή προς το παρόν θα διακόψουµε την λατρεία και «θα προσφέρουµε στους θεούς και στεφάνια και όλα τα άλλα, όταν δω να έλθη εκείνη η µέρα – και δεν θ’ αργήση να έλθη, εάν αυτοί το θέλουν». Δεν φανερώνεται ο φωτισµός του Αγίου Πνεύµατος κι εδώ όπως και στον Αββακούµ που προφήτευσε «εάν καθυστερήση, περίµενέ τον µέ υποµονή, διότι θα έλθη σίγουρα και δεν θ’ αργήση» (β’ 3);

Στο τέλος δε του διαλόγου ο Σωκράτης λέγει ότι διατρέχουν περίοδο «κλύδωνος» (τρικυµίας).

Από τον διάλογο αυτό προκύπτουν τα εξής συµπεράσµατα:

1) υπήρχε έντονη η προσδοκία ενός ξεχωριστού στην δύναµι και στον φωτισµό ανθρώπου, µέ εντελώς διαφορετικές ιδιότητες, που θα έχη δικό του κύρος και θα είναι αυθεντικός Παιδαγωγός· θα διδάξη τους ανθρώπους ο,τι δεν µπορούσε να τους διδάξη κανείς µέχρι τότε. Θα τους απεκάλυπτε την αληθινή Θρησκεία (πως πρέπει να φερώµαστε στον Θεό) και την αληθινή Ηθική (πως πρέπει να φερώµαστε στους ανθρώπους),

2) η έντονη αυτή προσδοκία  του υπερανθρώπου Διδασκάλου ωφειλόταν στην συναίσθησι του ανθρώπου ότι βρίσκεται µέσα στην ζωή σαν σε τρικυµισµένη θάλασσα, στην οποία επικρατεί τέτοια οµίχλη που δεν τον αφήνει να δη την αλήθεια – είναι ένα συναίσθηµα ανάλογο µέ του µεγάλου Θεολόγου και ησυχαστού Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, ο οποίος εναγωνίως απευθυνόταν προς τον Θεό µέ τα λόγια «φώτισόν µου το σκότος, φώτισόν µου το σκότος» έχοντας βαθιά πιστέψει ότι µόνον Αυτός, η Πηγή του άκτιστου Φωτός, µπορεί να διαλύση την οµίχλη που επικρατεί µέσα στον άνθρωπο,

3) ότι ο Αναµενόµενος όπου να είναι θα έλθη – και µέχρι τότε πρέπει να µή συνεχίζεται η λατρεία, αφού δεν τελείται σωστά, αλλά κάθε λατρευτική εκδήλωσι να αναβληθή µέχρι να έλθη ο Προσδοκώµενος Υπεράνθρωπος Διδάσκαλος και να διαφώτιση τον άνθρωπο πως να τελή την αληθινή και Θεοπρεπή λατρεία.

Την ίδια ανησυχία είχε και η «αιρετική» Σαµαρείτις, όταν απηύθηνε στον Κύριο τους θαυµαστούς λόγους: «οίδα ότι Μεσσίας έρχεται, ο λεγόµενος Χριστός. Όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ηµίν πάντα»(Ιωαν. δ’ 25), αφού προηγουµένως είχε προηγηθή η ερώτησί της και η απάντησί Του για την αληθινή λατρεία. Και στο τέλος την τιµά µέ την αποκάλυψι της ταυτότητός Του, πράγµα που συστηµατικά απέφευγε να το κάνη άµεσα σε άλλες περιπτώσεις: «Λέγει αυτή ο Ιησούς, Εγώ ειµι ο λαλών σοι» (Ιωαν. δ’ 25).

Εύλογα λοιπόν αναφωνεί ο Κλήµης ο Αλεξανδρεύς στους Στρωµατείς (5, 13): «Δεν είναι δυνατόν, νοµίζω, να προαναγγελθή σαφέστερα από τους Έλληνες ο Σωτήρας µας».

Πηγή: agiazoni.gr