Ανοίγοντας τα μάτια μπρος σ’ ένα εικόνισμα
10 Δεκεμβρίου 2012
(Virgil Gheorghiou)
Το πρώτο πρόσωπο που αντίκρισαν τα μάτια μου, σαν τα πρωτάνοιξα στη ζωή, ήταν ο πατέρας μου.
Πάντοτε φανταζόμουν το ανθρώπινο μνημονικό σαν μια ταινία φωτογραφική, που αποτυπώνει όλες τις εικόνες της ζωής, από την κούνια ίσαμε τον τάφο. Το μάτι μοιάζει με μια φωτογραφική μηχανή, που καταγράφει αυτόματα όλα όσα αγκαλιάζει ο φακός της. Η μνήμη δεν κρατάει παρά τις εικόνες και τις σκηνές που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Την υπόλοιπη ταινία την πετάει, σαν άχρηστη, στης λησμονιάς το απόμερο. Όπως πετάμε τα σκουπίδια.
Στην ταινία λοιπόν της μνήμης μου, πρώτη της ζωής μου εικόνα, σα μια μεγέθυνση που η θύμησή μου ευλαβικά διατήρησε, και που ο χρόνος θαυμαστά ομόρφυνε, αντί να τη σβήσει — η εικόνα του πατέρα μου.
Εγώ θα βρισκόμουνα στην κούνια μου. Και κείνος γερμένος από πάνω. Κοιταζόμασταν, ο πατέρας μου κι εγώ, γεμάτοι θαυμασμό ο ένας για τον άλλο. Μόλις είχα βγει από τη νύχτα της ανυπαρξίας κι η περιέργειά μου, μπρος στην πρώτην εικόνα του κόσμου, ήτανε δικαιολογημένη. Πριν αντικρίσω τον πατέρα μου δεν είχα δει τίποτε άλλο. Η κόρη των ματιών μου ήτανε παρθένα. Κι όλα γύρω μου στον κόσμο ήτανε καινούρια. Η έκπληξη του πατέρα μου, μπρος στη μικρή κι ολοκαίνουρια ύπαρξή μου, ήτανε κι αυτή δικαιολογημένη. Δεν είχε κλείσει τα είκοσί του χρόνια. Βρισκόταν ακόμα στα μαγιάπριλα της ζωής του. Το κορμί του μέστωνε, τα κόκκαλά του ακόμα πήζανε, καλά-καλά δεν είχε γίνει άντρας. Του φαινότανε λοιπόν απίστευτο πως γίνηκε κιόλας πατέρας. Μ’ έβλεπε σαν κάτι το αναπάντεχο, και σαν πεσμένο από τον ουρανό.
Κι οι δυό μας ήμασταν λοιπόν γεμάτοι έκπληξη.
Πόσο περήφανος είμαι στη σκέψη πως η πρώτη μου εικόνα του επίγειου σύμπαντος ήταν ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Βλέποντας το πρόσωπο ενός ανθρώπου, είδα το Θεό. Κι όποιος βλέπει το Θεό, βλέπει ολόκληρο τον κόσμο. Ο Ιησούς Χριστός έγινε άνθρωπος για να μας δείξει την ανθρώπινη όψη του Θεού. Μας το λέει ολοκάθαρα: «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14,9). Η καλύτερη εικόνα του Θεού είναι πάντα ο άνθρωπος.
Είναι κι ένας δεύτερος λόγος που με κάνει περήφανο γιατί το πρώτο πράγμα που είδα στον κόσμο ήτανε η όψη του πατέρα μου. Σε λίγο καιρό τα μάτια μου θα κλείσουν και δεν θα βλέπουν πια τις εικόνες της ζωής. Είναι τυφλοί στα επίγεια οι νεκροί. Μ’ επιμέλεια κάνω τις ετοιμασίες μου για το μισεμό μου από τη γη. Τα περισσότερά μου χρόνια τα έζησα. Τάχω ξοδέψει, όπως ξοδεύεται ένα μάτσο χρήματα. Τα πολλά τάχω σπαταλήσει, τάχω ζήσει, κι όσα μου μένουν είναι μετρημένα. Λοιπόν, σ’ όλη μου τη ζωή, δεν είδα ποτέ, πουθενά, και σε καμμιά ευκαιρία, ούτε καν στα όνειρά μου, μιαν εικόνα ομορφότερη από την πρώτη που κατάγραψε η μνήμη μου, την εικόνα του πατέρα μου. Ούτε των ζωγράφων τα χρώματα, ούτε της φύσης τ’ αξιοθαύμαστα, ούτε των ωραίων γυναικών η ακτινοβολία, ούτε των παιδικών προσώπων η αγγελική ομορφιά, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν στα μάτια μου την ομορφιά της πρώτης ανθρώπινης όψης που αντίκρισα στη γη: το πρόσωπο του πατέρα μου.
Πρέπει να εξηγήσω πως το πρόσωπο του πατέρα μου δεν ήτανε παρόμοιο με τ’ άλλα πρόσωπα, με τις άλλες αναρίθμητες εικόνες που η μνήμη μου αποτύπωσε, όπως συμβαίνει με κάθε φωτογραφική ταινία. Ήταν διαφορετική πολύ, η πρώτη εκείνη εικόνα: ήταν ένα εικόνισμα
Στο λεξικό διαβάζουμε πως η λέξη εικόνισμα, ελληνικά θα πει εικόνα.
Ένα εικόνισμα είναι αληθινά μια εικόνα· όμως μια εικόνα που δεν είναι αποκλειστικά επίγεια. Μια εικόνα θεανδρική, ουράνια κι επίγεια μαζί. Που συγκερνάει τη θεϊκή και την ανθρώπινη φύση, όπως το δείχνουν οι δύο λέξεις που συνθέτουν αυτό το επίθετο : Θεός και ανήρ.
Μια φωτογραφία, που είναι μια επίγεια εικόνα, ακόμα κι όταν εικονίζει έναν άγιο, δεν μπορεί να χρησιμέψει σαν εικόνισμα. Οι κανόνες της ορθόδοξης εικονογραφίας το απαγορεύουν κατηγορηματικά. Αν καμμιά μέρα βρουν τη φωτογραφία κάποιου πολυσέβαστου αγίου, δεν θα μπορέσουν ν’ αντικαταστήσουν μ’ αυτήν το εικόνισμά του. Γιατί η φωτογραφία είναι αποκλειστικά η επίγεια εικόνα του ανθρώπου. Ενώ αντίθετα το εικόνισμα είναι η αγνή κι ολοκληρωτική του ανθρώπου εικόνα, μ’ όλες τις επίγειες και ουράνιες διαστάσεις του.
Μέσα σ’ ένα εικόνισμα η εικόνα του ανθρώπου απογυμνώνεται από κάθε ουσία βαρειά και φθαρτή, που περιέχει στη ζωή. Κι’ είναι σωστό ν’ απογυμνώνεται έτσι, να περιορίζεται στις αρχικές της γραμμές. Γιατί οι άγιοι, που το εικόνισμα παρασταίνει, είναι άντρες από σάρκα και οστά, που τη ζωή τους όμως τη ζήσανε αγγελικά· και οι άγγελοι δεν είναι καμωμένοι από ύλη. Σ’ ένα εικόνισμα, λοιπόν, το πρόσωπο και το ανθρώπινο σώμα είναι γυμνωμένα, αλαφρωμένα, εξαγνισμένα, καθαρισμένα από κάθε λάσπη, από κάθε σκόνη, κι απ’ όλα τα επίγεια υλικά, βαριά κι εφήμερα. Μέσα στο εικόνισμα η ανθρώπινη όψη παρασταίνεται αγνή και παρόμοια με το πρωτότυπο του ανθρώπου. Στην επίγεια ζωή του ο άγιος δεν μπορεί να είναι τέτοιος που τον παρουσιάζει το εικόνισμα. Απαράλλακτα όπως και στη φύση δε βρίσκεται νερό απόλυτα αγνό. Και το πιο κρυσταλλένιο νερό κλείνει μέσα του άλατα, γκάζια κι άλλες ουσίες ξένες στη φύση του. Τ’ ολοκάθαρο νερό, από υδρογόνο και οξυγόνο, όπως ο τύπος της χημείας, δεν υπάρχει παρά στη θεωρία. Κι αν ακόμα το γνήσιο τούτο νερό βρισκότανε στη φύση, δε θα ήτανε πόσιμο· το γνήσιο, το αγνό χημικά νερό, δεν πίνεται.
Το ίδιο συμβαίνει και με την εικόνα του ανθρώπου. Στην επίγεια ζωή του δεν είναι καθάρια, όπως δεν είναι καθάριο και το νερό που πίνουμε. Είναι βαρειά και μολυσμένη από σωρό ακαθαρσίες, που προστέθηκαν στην αρχική της φύση, και δεν έχουν μαζί της καμμιά σχέση.
Στο ορθόδοξο εικόνισμα ο άνθρωπος παρασταίνεται τέτοιος που ήτανε στην προέλευσή του, όπως ήτανε στη δημιουργία του κόσμου. Κάθε εικόνισμα ανταποκρίνεται στο αρχέτυπο, στο πρωτότυπο του ανθρώπου. Στο εικόνισμα μέσα, το ανθρώπινο σώμα ελευθερώνεται από τους νόμους της ύλης, του χρόνου και του χώρου. Η ανθρώπινη παράσταση, περιορισμένη έτσι στο πρώτο της σχήμα, και στις αρχικές της ιδιότητες, γίνεται αιώνια, και παρόμοια με το Θεό, εικόνα και ομοίωσή Του.
Ένα εικόνισμα, λοιπόν, δεν παρασταίνει μια πραγματικότητα του κόσμου αυτού, εδώ κάτω. Κάθε εικόνισμα είναι κι ένα παράθυρο, που ανοίγει προς τον ουρανό. Και η ζωγραφιά που βλέπουμε στο εικόνισμα μέσα, είναι μια πραγματικότητα από κει ψηλά Η ανθρώπινη ύπαρξη, η όψη του αγίου είτε της αγίας που το εικόνισμα παρασταίνει, είναι αυτές που ζήσανε πάνω στη γη, κι εύκολα είναι να τις αναγνωρίσουμε. Αλλά όχι κατά τους νόμους της σάρκας. (Β΄ Κορ. 5, 16). Γιατί τώρα γίναμε υπάρξεις επουράνιες, και κανείς δεν ανεβαίνει στον ουρανό με το σάρκινο περίβλημά του. Το έργο αυτό που ζωγραφίζουν εικονίσματα, των εικονογράφων, είναι πολύ δύσκολο. Γιατί είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, σ’ ένα θνητό χέρι να ζωγραφίσει, με φθαρτά υλικά —λάδι, μελάνι, χρώματα— πραγματικότητες που βρίσκονται στον ουρανό, και που είναι αιώνιες. Ο ζωγράφος που θέλει να φτάσει όσο το δυνατό πιο κοντά στο θεϊκό και ουράνιο πρότυπο, ζωγραφίζοντας μια εικόνα, έχει ένα μόνο τρόπο: να μεταχειριστεί σύμβολα. Να παρουσιάσει δηλαδή μια πραγματικότητα υπέρτατη, μ’ ένα τρόπο πλάγιο, γιατί μια τέτοια πραγματικότητα δε συλλαμβάνεται κατά τρόπο άμεσο.
Ένα μόνο εικόνισμα τέλειο υπάρχει στην Εκκλησία, και είναι αχειροποίητο, δηλαδή δεν το δούλεψε ανθρώπινο χέρι. Παρασταίνει την όψη του Χριστού τυπωμένη από κάποια δύναμη θαυματουργό, δίχως τη βοήθεια ανθρώπινου χεριού, και είναι γνωστό με τ’ όνομα «Το Πανάγιο Πρόσωπο».
Αν εξαιρέσουμε τούτη την αχειροποίητη εικόνα, όλες οι άλλες εικονίζουν, με υλικά επίγεια και με των συμβόλων τη βοήθεια, τη θεία πραγματικότητα τ’ ουρανού.
Απ’ όλα τα εικονίσματα που είδα, ομορφότερο μου φαίνεται το πρόσωπο του πατέρα μου, τέτοιο που τυπώθηκε στη μνήμη μου, την πρώτη μέρα που άνοιξα τα μάτια στη ζωή, μέσα στην κούνια μου. Ήταν απόλυτα σύμφωνο με τους αυστηρούς κανόνες της βυζαντινής εικονογραφίας, όπως κατάλαβα αργότερα. Με το ν’ ανοίξω τα μάτια μου μπρος σ’ ένα εικόνισμα τόσο πανέμορφο, η γραμμή της ζωής μου χαράχτηκε από τότε με απόλυτη ακρίβεια.
Από κάποιαν άποψη τα εικονίσματα μοιάζουν με τις αφίσες που βλέπουμε στα τουριστικά γραφεία, και που μας δείχνουν εικόνες εξαίσιες από χώρες που μας καλούν να επισκεφθούμε. Κάθε τουριστική αφίσα είναι λοιπόν μια πρόσκληση να ταξιδέψουμε σ’ ένα θαυμάσιο τόπο. Το εικόνισμα είναι κι αυτό μια πρόσκληση για το ταξίδι του Υπερπέραν, για το ταξίδι στον ουρανό. Το εικόνισμα, όπως και οι τουριστικές αφίσες, μας δείχνει μιαν εικόνα: την πραγματικότητα τ’ ουρανού. Ανοίγοντας τα μάτια μπρος σ’ ένα εικόνισμα, πήρα ταυτόχρονα και μια πρόσκληση για τον Ουρανό. Αυτή η πρόσκληση μπορεί να συνέτεινε ώστε η μόνη φροντίδα της ζωής μου να είναι αυτό το ταξίδι στον ουρανό. Ξέροντας πως είμαι καλεσμένος εκεί, δέχτηκα χωρίς ιδιαίτερη ευχαρίστηση τ’ αξιώματα που μου προσφέρανε εδώ κάτω. Ήξερα πως είναι ανάξια και προσωρινά. Ήξερα πως «ουρανός μοι ο θρόνος, η δε γη ύποπόδιον των ποδών μου » (Πραξ. 7, 49).
Για όσους γνωρίσανε ακόμα κι ένα ελάχιστο κομματάκι της ουράνιας πραγματικότητας —που το ξανοίξανε μες από το παράθυρο ενός εικονίσματος— η γη καταντάει, και πολύ σωστά, μικρή, ασήμαντη κι ανάξια. Γι’ αυτούς η επίγεια ζωή δεν έχει σκοπό παρά να χρησιμέψει σαν σκαμνί, για ν’ ανεβούν εκεί ψηλά. Είναι αυτό που αποφάσισα να κάνω. Αυτό κι έκανα ανέκαθεν. Έζησα ψάλλοντας : «Ενώσου με τους αγγέλους. . . Πρόσταξε τις πύλες να σηκώσουνε το ανώφλι τους για να γίνουν ψηλότερες» (Αγ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός). Έτσι συνέβηκαν τα πράγματα. Όπως άλλα παιδιά πηγαίνουν ναύτες γιατί τα τρυφερά τους χρόνια γνωρίσανε τις εικόνες της θάλασσας, έτσι το δικό μου ενδιαφέρον το τράβηξε ο ουρανός. Αυτός γίνηκε ο σκοπός της ζωής μου. Γιατί του πατέρα μου το εικόνισμα, που αντίκρισα μόλις πρωτάνοιξα τα μάτια, ήταν ένα θέαμα φερμένο από ψηλά. Ένα ουράνιο θέαμα. Και χάραξε την κατεύθυνση της ζωής μου.
Τούτη η κατεύθυνση που τράβηξα γίνηκε αστείρευτη πηγή δοκιμασιών για μένα. Οι σύγχρονοί μου —άνθρωποι του επιστημονικού και υλιστικού αυτού αιώνα, που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να μετρήσουν, να λογαριάσουν και να προσδιορίσουν τα πάντα— προσπαθήσανε να εξακριβώσουν επιστημονικά το δρόμο που τραβούν η ζωή μου, οι σκέψεις μου, οι γνώμες και τα έργα μου. Όπως κάνουν για κάθε πολίτη. Και για να εξακριβώσουν αλάθευτα την κατεύθυνση που παίρνει ένας πολίτης μεταχειρίζονται, φυσικά, την πυξίδα. Για κακή τύχη όμως, της πυξίδας ο δείχτης δείχνει μόνο τις επίγειες διευθύνσεις. Οι σύγχρονοί μου διαπιστώσανε, με την πυξίδα στο χέρι, και πολύ επιστημονικά, πως δεν κατευθύνομαι ούτε δεξιά ή προς δυσμάς, ούτε αριστερά ή προς ανατολάς, κι ούτε μπροστά πηγαίνω, ούτε πίσω. Επιστημονικά συμπεράνανε τότε πως δεν έχω κατεύθυνση καμμία. Πως πορεύομαι στην τύχη. Όπως ο άνεμος. Και τούτο τους φάνηκε τόσο ύποπτο και τόσο επικίνδυνο, που με καταδικάσανε σε τρομερές δοκιμασίες. Κατά βάθος τους δικαιολογώ. Τη θέση και τη διεύθυνση του κάθε ατόμου θέλουν να τις ξέρουν για να τον επισκοπούνε. Να τον υποστηρίξουν όταν βρίσκεται στη γραμμή που οι αρχές εγκρίνουν, είτε να τον εξολοθρεύσουν αν ακολουθεί άλλη γραμμή. Εμένα, μη μπορώντας να εξακριβώσουν, με την πυξίδα τους, που βαδίζω, δεν μπορούν ούτε να με βοηθήσουν για νάχουν ένα οπαδό περισσότερο, ούτε και να με εξαφανίσουν για νάχουν έναν εχθρό λιγότερο. Σ’ όλη τη ζωή τους είχαν εξ’ αιτίας μου μεγάλες δυσαρέσκειες. Γιατί βρισκόμουνα πάντα εκεί που δε με περιμένανε. Η πυξίδα δεν έδειχνε ποτέ τη σωστή διεύθυνσή μου.
Ωστόσο, μ’ όλες τις δυσαρέσκειες που προκάλεσα στους σύγχρονούς μου, έχω τη συνείδησή μου ήσυχη. Δικό τους είναι το λάθος, και μόνο δικό τους. Γιατί άραγε μεταχειρίζονται όργανα, σαν την πυξίδα, που δεν δείχνουνε παρά τα σημεία του ορίζοντα, και ποτέ τον ουρανό; Και καθώς οι συσκευές τους δεν δείχνουνε τον ουρανό, φτάσανε στο συμπέρασμα πως ο ουρανός δεν υπάρχει. Τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Ίσα-ίσα, ο ουρανός είναι το σημείο που με τραβάει, και σ’ αυτό κατευθύνομαι.
Για να ευχαριστήσω τους συνανθρώπους μου θα μου ήταν δυνατό, από υπερβολική να πούμε καλοσύνη, ν’ απαρνηθώ τον ουρανό, όμως δεν τόχω σκοπό. Μπορώ να υποχωρήσω σ’ οτιδήποτε άλλο, όχι όμως στο σημείο αυτό. Είμαι καλεσμένος στον ουρανό. Είναι η πρώτη πρόσκληση που έλαβα, μες από την εικόνα του πατέρα μου, μόλις πρωτάνοιξα τα μάτια. Απ’ όλες τις προσκλήσεις που έλαβα στη ζωή μου, είναι αυτή η μόνη που θέλω να τιμήσω, απαραίτητα, με την παρουσία μου.
(«Χριστιανικό Συμπόσιο» τ. Α΄, εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” σ. 148-151)