Η σωτήρια παρέμβαση της Θεοτόκου στον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη,όταν ήταν λαικός.Μιά συγκλονιστική διήγηση
25 Σεπτεμβρίου 2012
Ημέραν τινά, ότε το χωρίον του εώρταζε τον πολιούχον αυτού, ο Συμεών ( το όνομα του Αγίου ως λαικός) μετά τινος φίλου περιεπάτει επί της οδού παίζων ακκορντεόν. Δύο αδελφοί, οι υποδηματοποιοί του χωρίου, ήρχοντο προς αυτούς εκ της αντιθέτου κατευθύνσεως. Ο πρεσβύτερος εξ αυτών, άνθρωπος τεραστίου ύψους και δυνάμεως, προσέτι δε και μέγας σκανδαλοποιός, διετέλει εν ευθυμία. Ότε επλησίασαν, απεπειράτο εμπαικτικώς να αρπάξη το ακκορντεόν εκ των χειρών του Συμεών, όστις όμως κατώρθωσε να δώση τούτο εις τον σύντροφον αυτού.
Εστάθη κατά πρόσωπον του υποδηματοποιού και προσεπάθησε να πείση αυτόν «να βαδίση τον δρόμον του». Ούτος όμως επιθυμών, ως φαίνεται, να δείξη την ανωτερότητα αυτού ενώπιον όλων των νεαρών του χωρίου, εις τοιαύτην μάλιστα ημέραν, καθ’ ήν όλαι αι νεάνιδες ήσαν έξω των οικιών και παρηκολούθουν μετά γέλωτος την σκηνήν, επετέθη κατά του Συμεών. Ιδού πώς διηγείτο περί τούτου ο ίδιος ο Γέρων:
«Κατ’ αρχάς εσκέφθην να υποχωρήσω, αλλ’ αμέσως, φοβούμενος τας ειρωνείας των νεανίδων, εκτύπησα αυτόν ισχυρώς εις το στήθος. Το σώμα αυτού εξηκοντίσθη μακράν απ’ εμού και έπεσεν ούτος βαρύς, ύπτιος εν τω μέσω της οδού. Εκ του στόματος αυτού εξήρχοντο αφροί και αίμα. Ετρομοκρατήθησαν άπαντες. Εφοβήθην και εγώ. Εσκέφθην: Εφόνευσα! Και έμεινα ακίνητος. Εν τω μεταξύ ο νεώτερος αδελφός του υποδηματοποιού έλαβε μεγάλην πέτραν και έρριψεν αυτήν κατ’ εμού. Προσεπάθησα να αποφύγω αυτήν, αλλ’ η πέτρα εύρεν εμέ εις την ράχιν. Τότε λέγω εις αυτόν: “Τί λοιπόν; Θέλεις να πάθης και συ το αυτό”; Και ώρμησα κατ’ αυτού, αλλ’ εκείνος διέφυγεν. Ο υποδηματοποιός έμεινεν επί πολλήν ώραν εξηπλωμένος επί της οδού. Οι άνθρωποι έσπευσαν εις βοήθειαν, και έχεον επ’ αυτού ψυχρόν ύδωρ. Παρήλθεν ημίσεια και πλέον ώρα, μέχρις ότου δυνηθή να ορθωθή. Ωδήγησαν αυτόν μετά δυσκολίας εις την οικίαν αυτού. Επί δύο σχεδόν μήνας παρέμεινε σοβαρώς άρρωστος, αλλ’ ευτυχώς επέζησεν· εγώ δε έπρεπε να προσέχω πανταχού: Τας νυκτερινάς ώρας οι αδελφοί του υποδηματοποιού και οι φίλοι αυτών ενήδρευον μετά ροπάλων και μαχαιρών εις τας γωνίας των οδών, αλλ’ ο Θεός διεφύλαξεν εμέ».
Ούτως, εν μέσω του σάλου της νεανικής ζωής, συν τω χρόνω ήδη κατεπνίγετο εν τη ψυχή του Συμεών η πρώτη θεία κλήσις προς τον μοναστικόν αγώνα. Αλλ’ ο Θεός, Όστις εξέλεξεν αυτόν, εκ νέου εκάλεσεν αυτόν δι’ ενός οράματος.
Ημέραν τινά, μετά ουχί σωφρόνως κατεσπαταλημένον χρόνον, απεκοιμήθη ούτος επ’ ολίγον, και εν καταστάσει ελαφρού ύπνου είδεν ότι όφις εισεχώρησε δια του στόματος εντός αυτού. ησθάνθη φοβεράν αηδίαν και ετινάχθη επάνω, οπότε ήκουσε τούτους τους λόγους:
«Κατέπιες κατ’ όναρ όφιν και ησθάνθης αποστροφήν. Ομοίως και εις Εμέ δεν είναι αρεστόν να βλέπω τα έργα σου» (σ. 493).
Ο Συμεών ουδένα είδεν, αλλ’ ήκουσε μόνον φωνήν τινα, ήτις κατά την γλυκύτητα και το κάλλος αυτής ήτο [//19] όλως ασυνήθης. Η δια της φωνής ταύτης προκληθείσα ενέργεια παρά την πραότητα και την γλυκύτητα αυτής συνεκλόνισεν αυτόν. Ο Γέρων επίστευε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η φωνή αύτη ήτο φωνή Αυτής της Θεοτόκου. Μέχρι του τέλους των ημερών αυτού ηυχαρίστει την Θεομήτορα, διότι δεν εβδελύχθη αυτόν, αλλ’ ηυδόκησεν η Ιδία όπως επισκεφθή και εγείρη αυτόν εκ της πτώσεως. Έλεγε:
«Νυν βλέπω πόσον ο Κύριος και η Μήτηρ του Θεού σπλαγχνίζονται τον λαόν. Σκέφθητε, η Θεομήτωρ κατέβη εκ των ουρανών, ίνα νουθετήση εμέ, ενώ ήμην νέος και εν αμαρτίαις».
Τον λόγον, δια τον οποίον δεν κατηξιώθη ούτος να ίδη την Δέσποιναν, απέδιδεν εις την ρυπαρότητα εντός της οποίας ευρίσκετο τότε.
ΠΗΓΗ.Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης.(Γέροντος Σωφρονίου).