Γενικά ΘέματαΕιδήσεις και Ανακοινώσεις

Ευαγγελισμός στην Εκκλησία της Αλβανίας: Το θαυμαστό έργο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στις σελίδες μιας διδακτορικής έρευνας

27 Φεβρουαρίου 2025

Ευαγγελισμός στην Εκκλησία της Αλβανίας: Το θαυμαστό έργο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στις σελίδες μιας διδακτορικής έρευνας

 

Ο π. Στέφανος Ρίτσι, Δρ Θ, Εὐαγγελισμός. Ἀνασυγκρότηση τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας ἀπὸ τὰ ἐρείπια. Προλογίζει: Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου καὶ πάσης Ἀλβανίας Ἀναστάσιος. Ἐκδόσεις ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ, Θεσσαλονίκη, 2023, σελ. 826.

  • της Δήμητρας Α. Κούκουρα (Ομὀτιμη Καθηγήτρια Α.Π.Θ, Ακαδημαϊκή Σύμβουλος, Πανεπιστημιακού Κολλεγίου ΛΟΓΟΣ-Τίρανα)

Ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ κυκλοφόρησε στὰ τέλη τοῦ 2023 μία ἐμπεριστατωμένη μελέτη τοῦ Ἑλληνοαμερικανοῦ πρεσβυτέρου π. Στεφάνου Ρίτσι Δρ Θ. Πρόκειται γιὰ μία ἐπικαιροποιημένη μορφὴ τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς, τὴν ὁποία ὑπέβαλε τὸ ἔτος 2021 στὸ Τμῆμα Θεολογίας τοῦ Ἀ.Π.Θ. μὲ τίτλο: «Μετάδοση τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου στὴν πολυθρησκευτικὴ κοινωνία τῆς Ἀλβανίας καὶ ἡ ἀναμετάδοσή του στὴν οἰκουμένη». Ἡ μελέτη ποὺ ἔχει βαθμολογηθεῖ ὁμοφώνως μὲ Άριστα ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν Πρόλογο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας Ἀναστασίου (σελ 9-12), τὰ Περιεχόμενα (σελ. 13-14), Εὶσαγωγὴ (σελ.15-21), τέσσερα Κεφάλαια (σελ 23-768), Συμπεράσματα (σελ. 769-772), Abstract (σελ. 773-774), Βιβλιογραφία καὶ Πηγὲς (σελ. 775-826).

Στὸν Πρόλογο τοῦ βιβλίου (σελ. 9-12) ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου καὶ πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος προτάσσει τὸ ἀφυπνιστικό μήνυμα ποὺ ἀντήχησε στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 γιὰ τὸ χρέος τῆς ὁρθοδόξου ἱεραποστολῆς νὰ μεταφέρει τὸ εὐαγγέλιο σὲ νέα σύνορα, «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». Τότε τὸ ενδιαφέρον στρεφόταν στὴν Ἀφρική, ὅπου, ὅμως, στὴν πράξη διαπιστώθηκε πὼς εἶχαν ἀπομείνει μόνον λίγοι μἠθύλακες. Κατὰ τὴν περίοδο 1970-1990 στὴν Ἑλλάδα κανείς δὲν ἦταν ἔτοιμος νὰ σκεφτῇ ὅτι «τὰ ἔσχατα τῆς γῆς» θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι στὰ βορειοδυτικά σύνορά της. Ἡ ιεραποστολικὴ προσπάθεια στὴν Ἀλβανία παρουσιάζει ἰδιομορφία. Ὁ διωγμὸς κατὰ τῆς θρησκείας στὴν α΄ φάση (1944-1967) εἶχε κοινὰ χαρακτηριστικά μὲ τὰ δεινά ποὺ ὑπέστησαν τὰ μέλη θρησκευτικῶν κοινοτήτων ἀπὸ τὰ ἀθεϊστικά καθεστώτα, ἐνῶ στὴ β΄ φάση (1967-1990) ἡ ἐξόντωσή τους στην Ἀλβανία ἦταν ὁλοσχερής, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν πλήρη κατάρρευση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου καὶ ἡ ἀνασύστασή της ἐκ τῶν ἐρειπίων ἀκολούθησε ἀνάλογη προσέγγιση ἐσωτερικῆς ἤ ἐξωτερικῆς ιεραποστολῆς.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ μελέτη τοῦ π. Στεφάνου Ρίτσι, στηριγμένη σὲ ἔγκυρες ἱστορικὲς πηγὲς καὶ σὲ ποιοτική ἔρευνα, ἐπιχειρεῖ νὰ ἀποκαλύψει κάτω ἀπὸ τὰ προφανῆ γεγονότα τὶς ἀρχὲς ποὺ ὁδήγησαν στὰ ἀποτελέσματα ποὺ περιγράφονται. Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται στὴ νομικὴ τοῦ συγγραφέα μὲ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο ἀπὸ τὴν παιδικὴ του ἡλικία στὴν Κένυα μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του, συνεργοὺς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου στὶς ἐκεῖ προσπάθειές του καὶ ἀργότερα, μετὰ τὶς θεολογικὲς του σπουδές, στὴν Ἀλβανία ὅπου ἀνεδείχθη στενὸς του συνεργάτης στὸ κατηχητικὸ καὶ διδακτικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ συγγραφέας ἔζησε τὶς διώξεις, τὶς δοκιμασίες καὶ τὰ επιτεύγματα καὶ συνειδητοποίησε τὶς τρεῖς θεμελιώδεις ἀρχὲς ποὺ ὑιοθετήθηκαν: α) κήρυγμα, κατήχηση, λατρεία στὶς τοπικές γλώσσες καὶ μεταφράσεις στὴν ἐπίσημη γλώσσα τῆς χώρας, β) κατάρτιση τοπικοῦ κλήρου καὶ στελεχῶν καὶ γ) οικονομικὴ αυτοδυναμία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπλέον τονίζεται ὅτι ἡ ἀνασυγκρότηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας πραγματοποιήθηκε μέσα σ’ ἕνα πολυθρησκευτικὸ περιβάλλον.

Τέλος, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, συγχαίροντας τὸν συγγραφέα γιὰ τὴ μελέτη, καταλήγει πὼς πρόκειται «γιὰ μία εὐρύτερη κατανόηση τῆς συγχρόνου ιεραποστολῆς σὲ νέα σύνορα καὶ τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ, μὲ τὴν ἀναστήλωση μιᾶς διαλυμένης τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ «καὶ ἔσεθέ μοι μάρτυρες ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ… ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς».

Στὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου (σελ. 15-21) παρουσιάζεται ἐν συντομίᾳ ἡ Ἀλβανία, μία χώρα ποὺ γνώρισε τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ ἐπὶ 15 αἰῶνες εἶχε χριστιανικὴ ταυτότητα. Ὅμως, μὲ τὶς πιέσεις πέντε αἰώνων ἀπὸ τοὺς Ὁθωμανοὺς κατακτητὲς, ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ἐξισλαμίστηκε, ἐνῷ στὰ τέλη τοῦ 20ου αἰῶνα ὑπήρξε ἡ μοναδική χώρα στὴν ἐότερη ἱστορία, ποὺ δοκίμασε ἀνελέητο διωγμὸ ἐναντίον ὅλων τῶν θρησκειῶν. Μὲ τὴν κατάρρευση τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας βρέθηκε καταστραμμένη ὁλοσχερῶς θαμμένη στὰ συντρίμμια. Σήμερα, ὕστερα ἀπὸ τριάντα δύο ἤδη χρόνια, πάνω στὰ ἐρείπια ἀνυψώθηκε μία Ἐκκλησία ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωὴ καὶ ἐκπέμπει τὸ ἀναστάσιμο φῶς τῆς ἐλπίδας, τῆς εἰρήνης, τῆς δημιουργίας καὶ τῆς συνύπαρξης ἐντὸς τῆς χώρας καὶ στὴν εὐρύτερη διεθνῆ κοινότητα. Μὲ βάση αὐτὴν τὴν ταχεία καὶ θαυμαστή ἀνασυγκρότηση, ὁ συγγραφέας θέτει τὰ ἐξῆς ἐρωτήματα γιὰ τὴν ἔρευνά του, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια ἐπιχειρεῖ νὰ ἀπαντήσει:

  • Ποιὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀνασυγκρότησης;
  • Σύμφωνα μὲ ποιὲς ἀρχὲς ἀνοικοδομήθηκε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας;
  • Ποιὸς ὁ ρόλος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου;
  • Ποιοὶ ἦταν οἱ παραλήπτες τοῦ μηνύματός του, πῶς τὸ προσέλαβαν καὶ πῶς ἀντέδρασαν;

Στὸ Α΄ Κεφάλαιο (σελ. 23-246) μὲ τίτλο «Ἱστορικό ὑπόβαθρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας» ἐξετάζονται ὁ εὐαγγελισμὸς τῆς Ἀλβανίας ἤδη ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους καὶ οἱ διαμάχες ποὺ κατὰ καιροὺς ξέσπασαν ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀντίκτυπο καὶ στὸ ἔδαφός της. Ἀκολουθεῖ ἡ ὀθωμανικὴ περίοδος καὶ ὁ βίαιος ἐξισλαμισμὸς τῶν κατοίκων στὴ διάρκεια τῆς μακροχρόνιας κυριαρχίας, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ δημογραφικὴ ἀλλοίωση τοῦ πληθυσμοῦ μετὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ. Στὸ ἴδιο διάστημα τῆς ἀνεξαρτησίας σημειώθηκε καὶ ἡ μονομερὴς ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ ἀργότερα ἡ ἀποδοχὴ της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Στὴ συνέχεια ἑρμηνεύεται ἡ ἐπικράτηση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ἡ πορεία τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν κοινοτήτων μέχρι τὴν πρωτοφανῆ σὲ σκληρότητα καταδίωξη ὅλων τῶν θρησκειῶν. Ἀκολουθεῖ ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν ἀνασυγκρότησή τους καὶ ἡ ἀνασύσταση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας.

Στὸ Β΄ Κεφάλαιο (σελ. 246-344) ποὺ ἐπιγράφεται «Ἡ μετάδοση τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας στὴν Ἀλβανία», ἐξετάζεται ἡ μεταφορά τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου στὴν ἀλβανικὴ κοινωνία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας, σὲ δύο ἑνότητες σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ μηνύματος: (Β1) ἡ μεταφορά τῆς πίστης, (Β2) ἡ συνύπαρξη μετὶς ἄλλες θρησκευτικὲς κοινότητες, τὸ παράδειγμα τῆς Ἀλβανίας. Στὴν ἑνότητα Β1, ἐρευνᾶται με ποῖο τρόπο ἐνθαρρύνθηκαν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας νὰ μεταφέρουν οἱ ἴδιοι τὴν πίστη. Τονίζεται τὸ χρέος τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας νὰ εἶναι ιεραποστολική, ἡ ἐυθύνη τῶν πιστῶν γιὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, ἡ σημασία τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δημιουργικότητας στὸν εὐαγγελισμὸ καὶ ἡ ἔμφαση τῆς παρουσίας τῶν γυναικῶν καὶ τῆς νεολαίας σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο. Ἡ ἑνότητα Β2, ειδικότερα, παραθέτει τὴ συνύπαρξη τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν κοινοτήτων, μέσα ἀπὸ τὴ διαχρονικὴ καὶ συγχρονικὴ της προοπτική, στηριγμένη σὲ πρωτογενὲς ἀρχειακὸ ὑλικό καὶ ἄφθονες δευτερεύουσες πηγές ἀπὸ περιοδικά, βιβλία, πρακτικὰ καὶ συνεντεύξεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου, Ἱεραρχῶν καὶ ἄλλων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Στὸ Γ΄ Κεφάλαιο (σελ. 345-423) μὲ τίτλο «Ἡ πρόσληψη τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου ἐντὸς τῆς Ἀλβανίας. Πορίσματα ποιοτικῆς ἔρευνας», καταγράφονται τὰ πορίσματα ποιοτικῆς ἔρευνας, ποὺ στηρίζεται σὲ συνεντεύξεις μὲ θέμα τὴν κομμουνιστικὴ περίοδο καὶ τὴν ἐπακόλουθη ἐποχὴ τῆς ἀνασύστασης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας.

Ἐπικεντρώνεται στὴν πρόσληψη τοῦ μηνύματος ἀπὸ δέκτες μέσα στὴ χώρα. Σύμφωνα μὲ τὶς προϋποθέσεις τῆς μεθόδου, ὁ ἐρευνητής πήρε συνεντεύξεις ἀπὸ 18 πληροφοριοδότες, ἱκανοποιητικῆς διάρκειας 45 λεπτῶν ἕως τριῶν ὡρῶν.

Ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις συμπεραίνεται ὅτι ὁ εὐαγγελισμὸς ἔχει γίνει κατανοητὸς, ὅπως καὶ τὰ ιδιαίτερα χαρακτηριστικὰ του:

  1. Ἡ συνύπαρξη,
  2. Τὸ ἄνοιγμα πρὸς τοὺς ἄλλους,
  3. Τὸ καθῆκον τῶν πιστῶν νὰ δίδουν τὴν ὀρθόδοξη μαρτυρία τοὺς σὲ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονες.

Ἐπιπλέον, αναφέρονται διάφορες ἱστορίες ἀπὸ τὰ παθήματα τῶν πιστῶν στὴ διάρκεια τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ καθεστῶτος καὶ τὶς πρακτικὲς μεθόδους ποὺ ἐφαρμόσθηκαν γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν προσέλαβαν τὰ μέλη της.

Tὸ Δ΄ Κεφάλαιο (σελ. 424-768) μὲ τίτλο «Ἡ ἀκτινοβολία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας στὴν Οἰκουμένη», ἐκθέτει τὴν ἀναμετάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Αυτοκέφαλο Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας μὲ τὴ συμμετοχὴ της σὲ διεθνεῖς συναντήσεις καὶ ὀργανισμούς. Τὸ Κεφάλαιο ὑποδιαιρείται περαιτέρω σὲ ἐνότητες ἀνὰ ὀργανισμό, ἀνὰ διαχριστιανική, διαθρησκειακὴ ἤ ἄλλη πρωτοβουλία καὶ περιλαμβάνονται τὰ ἐξῆς:

  1. Ἡ ιστορικὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ κάθε μία,
  2. Ἡ σύγχρονη συμμετοχὴ της,
  3. Τὸ μήνυμα ποὺ ἐκπέμπει,
  4. Οἱ ἀντιδράσεις τῶν παραληπτῶν.

Τὰ στοιχεία προέρχονται ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη περιοδική ἔκδοσή της Ngjallja (Ἀνάσταση), ὅπου καταγράφονται όλες οἱ δραστηριότητες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου. Γενικά στὸ Κεφάλαιο τεκμηριώνεται ἡ ἀκτινοβολία τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Ἀλβανίας στὴ διεθνῆ κοινότητα καὶ ὁ θαυμασμὸς ποὺ προκαλεῖ. Πρόκειται γιὰ ἕνα μοναδικό ἔργο, τὸ ὁποῖο ὀφείλεται πρωτίστως στὸν ἐμπνευσμένο ιεραπόστολο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀναστάσιο μὲ τὰ σπάνια πνευματικὰ χαρίσματα καὶ τὶς ἐξαιρετικὲς ικανότητες, ὅπως ἔχει ἀναγνωρισθεῖ καὶ καταγραφεῖ διεθνῶς.

Στὰ Συμπεράσματα (σελ. 769-772) ἀνακεφαλαιώνονται τὰ εὑρήματα τῆς ἐμπεριστατωμένης μελέτης, τὰ ὁποῖα κινοῦνται στὸυς ἐξῆς βασικοὺς ἄξονες τοῦ εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς ἀνασυγκρότησης τῆς Ὀρθοδόξου Αυτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας:

  1. Τὸ καθῆκον νὰ μεταφέρουν οἱ πιστοὶ τὸ Εὐαγγέλιο διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει ιεραποστολικὸ χαρακτῆρα καὶ ὡς ἐκ τούτου ὅλοι ἔχουν χρέος νὰ συμβάλλουν στὴ μεταφορά τοῦ ἀναστασίμου μηνύματος στὴ χώρα.
  2. Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ, μήνυμα ποὺ τονίστηκε γιὰ νὰ δώσει θάρρος ἀπέναντι στὰ ἴχνη τοῦ φόβου, κατάλοιπο τῆς κομμουνιστικῆς περιόδου.
  3. Ἡ σημασία τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δημιουργικότητας μέσα στὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
  4. Ἡ συμμετοχὴ ὅλου τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου, ἐξίσου ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ νεολαίας στὴ μεταφορά τῆς εὐφρόσυνης εἴδησης καὶ στὸ ἔργο γιὰ τὴν ἀνασυγκρότηση.
  5. Ἡ ἀνάγκη γιὰ συνύπαρξη μετὶς ἄλλες θρησκευτικὲς κοινότητες καὶ τὸ ἄνοιγμα (π.χ. περίθαλψη μουσουλμάνων Κοσοβάρων προσφύγων).

Τὸ μήνυμα αὐτὸ εἶχε ιδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν Ἀλβανία, ἐξαιτίας τοῦ πολυθρησκευτικοῦ χαρακτῆρα της καὶ τῆς δράσης ξένων παραγόντων, ποὺ ἐπιδιώκουν νὰ ὁδηγήσουν τὶς θρησκευτικὲς ὁμάδες σὲ ἀκραῖες καταστάσεις.

Μὲ προσωπικὴ ἐμπειρία ἀπὸ τὸ ιεραποστολικὸ ἔργο ποὺ πραγματοποιήθηκε ἐπὶ 30 χρόνια (1992-2022) στὴν Ἀλβανία καὶ ἀκόμη ἐξελίσσεται, ὁ συγγραφέας στηριγμένος στὴ βιβλιογραφία, τὰ ἱστορικὰ ἀρχεῖα καὶ τὴν ποιοτικὴ ἔρευνα, ἀκολουθεῖ ἀδρομερώς τὸ σχέδιο τῆς ἐπικοινωνίας καὶ τοὺς παράγοντές της: πομπὸ (στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, στὴ συνέχεια τὰ μέλη τῆς ἀνασυγκροτηθείσης Ἐκκλησίας), ἀποδέκτες (ὅσοι πιστοὶ εἶχαν ἀπομείνει καὶ κατόπιν τὰ νέα μέλη ποὺ κατηχήθηκαν καὶ βαφτίστηκαν), ἡ κωδικοποίηση (μὲ τὸ κήρυγμα, τὸ πολυσχιδὲς πρωτοποριακὸ πνευματικό, μορφωτικό, κοινωνικό κ.ο.κ. ἔργο) καὶ ἡ ἀναμετάδοσή του μὲ τὴ διεθνῆ ἀκτινοβολία καὶ ἀναγνώριση.

Ἡ μελέτη γραμμένη σὲ ρέοντα λόγο καὶ γλαφυρὸ ὕφος, ἀλλὰ καὶ μὲ διεισδυτικότητα καὶ ἐπιστημονικὴ ἀκρίβεια καταγράφει ἕνα σύγχρονο ἀξιοθαύμαστο παράδειγμα ὀρθόδοξου ιεραποστολῆς προσαρμοσμένο στὶς ἀνάγκες τῶν ἀποδεκτῶν του. Εἰδικώτερα πρόκειται γιὰ τὸν ευαγγελισμό καὶ τὴν ἀνασυγκρότηση ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς Ὀρθοδόξου Αυτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας, πρὸ πάντων μὲ τὶς προσπάθειες καὶ τὸν μεγαλοφυῆ στρατηγικὸ σχεδιασμό ἑνὸς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους κορυφαίους Ὀρθοδόξους Ἱεράρχες, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας Ἀναστασίου.