Συναξαριακές Μορφές

Άγιος Απόστολος Τιμόθεος

22 Ιανουαρίου 2024

Άγιος Απόστολος Τιμόθεος

Ο βίος του αγίου βρίσκεται και εδώ

Ο Άγιος Απόστολος Τιμόθεος κατήγετο εκ Λύστρων της Λυκαονίας. Ο πατήρ του, Έλλην ειδωλολάτρης, κατείχεν εξέχουσαν κοινωνικήν θέσιν. Η μήτηρ του Ευνίκη και η μάμμη του Λωΐς ήσαν Ιουδαίαι, ασπασθείσαι τον Χριστιανισμόν. Ο Τιμόθεος είχε την ευτυχίαν να γαλουχηθή παρ αυτών εις τα Ευαγγελικά νάματα και να μορφωθή χριστιανοπρεπώς (Β´ Τιμ. Α´, 5· Γ´ 15). Νεώτατος την ηλικίαν ήτο ήδη γνωστός εις όλους τους χριστιανούς των Λύστρων και του Ικονίου διά την ευσέβειαν και τον ζήλον του. (Πράξ. ΙΣΤ´, 1-2).

Ότε ήλθεν ο Παύλος εις Λύστρα κατά την πρώτην αποστολικήν οδοιπορίαν του μετά του Βαρνάβα, εγνωρίσθη μετά του νεαρού Τιμοθέου, εφιλοξενήθη εις τον οίκόν του και προσείλκυσεν αυτόν εις τον Χριστιανισμόν. Επειδή ο Τιμόθεος ήτο Ελληνικής καταγωγής, υπεβλήθη υπό του Παύλου εις περιτομήν, ίνα μή δοθή λαβή εις τους εν τη πόλει Ιουδαΐζοντας χριστιανούς να διαβάλουν την αποστολικότητά του και την γνησιότητα του Ευαγγελίου του. Ο Τιμόθεος δεν ήργησε να συνδεθεί μετά του Παύλου, τον οποίον ηκολούθησεν έπειτα εις τάς αποστολικάς οδοιπορίας του «καθάπερ αστήρ ηλίω», γενόμενος «σύσκηνος αυτώ και το πάν ομοδίαιτος». Συμμεριζόμενος τάς κακουχίας και τάς ταλαιπωρίας του αποστολικού έργου του Παύλου και συγκακοπαθών ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού, ανεδείχθη αντάξιος του πνευματικού του πατρός, ο οποίος μετά πολλής στοργής προνοεί περί της σοβαρώς κλονισθείσης υγείας του. Βραδύτερον εχειροτονήθη υπό του Παύλου διάκονος. Κατά την τρίτην οδοιπορίαν ο Τιμόθεος ήλθε μετά του Παύλου εις Έφεσον, οπόθεν απεστάλη μετά του Εράστου είς Μακεδονίαν. Εκεί συνηντήθη μετά του Παύλου, τον οποίον συνώδευσεν εις Κόρινθον, Τρωάδα και Ιεροσόλυμα, είτα δε εις Ρώμην, όπου έλαβον χώραν τα πρώτα δεσμά του Παύλου. Μετ αυτού πιθανώτατα εφυλακίσθη και ο Τιμόθεος, απελευθερωθείς αργότερον (Εβρ. ΙΓ´, 23). Κατά την τετάρτην οδοιπορίαν εχειροτονήθη Επίσκοπος υπό του Παύλου εις νεαράν ηλικίαν, περί το 60 μ.Χ., χρηματίσας πρώτος Επίσκοπος Εφέσου. Ολίγoν προ του μαρτυρίου του Παύλου ήλθεν εκ νέου εις Ρώμην προς συνάντησίν του.

Μετά τον θάνατον του Παύλου και την άλωσιν της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.) ήλθεν εκ Παλαιστίνης και εγκατεστάθη εις Έφεσον ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όπου συνεδέθη μετά του Τιμοθέου, του οποίου υπήρξε φίλος, διδάσκαλος και συνεργός, παρέμεινε δε εκεί μέχρι του 96 μ.Χ., ότε εξωρίσθη εις Πάτμον κατά τον επί αυτοκράτορος Δομετιανού (81-96 μ.Χ.) εγερθέντα σφοδρόν κατά των χριστιανών διωγμόν.

Ο Τιμόθεος εν Εφέσω είχε να αντιπαλαίση κατά φανατικών ειδωλολατρών. Ήδη προ αυτού ο Παύλος εκινδύνευσε σοβαρώς, διωχθείς υπό του ειδωλοποιού Δημητρίου και «κατά άνθρωπον εθηριομάχησεν εν Εφέσω» (Α´ Κορινθ. ΙΕ´ 32). Εις Έφεσον ελατρεύετο η Αρτεμις και κατά τάς προς τιμήν της πανδήμους εορτάς ελάμβανον χώραν ανήκουστα όργια, τα οποία δικαίως εξήγειρον την ψυχήν του Αποστόλου. Κατά την τοιαύτην πανήγυριν, ονομαζομένην Καταγώγιον, το έτος 97 μ.Χ., οι Εφέσιοι ειδωλολάτραι περιήρχοντο μετημφιησμένοι και με προσωπίδας την πόλιν, φέροντες μικρά είδωλα εις χείρας και προβαίνοντες εις πλείστα όργια, εγκλήματα και ασελγείας καθ οδόν. Ο Τιμόθεος επιχειρήσας να εμποδίση αυτούς εν μέση οδώ και ελέγξη την πλάνην των, υπέστη σφοδρόν και ανηλεή λιθοβολισμόν εκ μέρους του μαινομένου πλήθους, συνεπεία του οποίου κατέπεσεν αιμόφυρτος επί του εδάφους. Οι ειδωλολάτραι τότε με μεγαλυτέραν λύσσαν έτυπτον διά λίθων και ροπάλων τον Άγιον, τον οποίον εχλεύαζον και έσυρον ανά τάς οδούς της πόλεως. Ο Τιμόθεος μετά καρτερίας υφίστατο το μαρτύριον, ευχαριστών τον Κύριον, διότι τον ηξίωσε να προσφέρη την ζωήν του υπέρ Εκείνου και να γίνη πιστός «άχρι θανάτου».

Εν τέλει εγκαταλειφθείς ημιθανής, περσυνελέγη με πολλήν ευλάβειαν υπό χριστιανών και μετεκομίσθη κρύφα πέραν του λιμένος της πόλεως. Το ασθενικόν σώμα του μάρτυρος εξαντληθέν τελείως εκ των κακώσεων και των τραυμάτων υπέκυψε και η παρθενική ψυχή του αγίου τούτου ανδρός, ο οποίος είχε το αυτό μαρτυρικόν τέλος με τον πρωτομάρτυρα Στέφανον, έσπευσεν εις συνάντησιν του ουρανίου αυτής Νυμφίου, την 22αν Ιανουαρίου του 97μ.Χ., επί του αυτοκράτορος Δομετιανού, ή κατ άλλην εκδοχήν, επί Νέρβα, ανθυπατεύοντος της Ασίας του Περεγρίνου.

Το ιερόν σκήνος του Αγίου ενεταφιάσθη υπό των χριστιανών εις τόπον καλούμενον υπό των Εφεσίων πίονα, εκείθεν δε διεκομίσθη το ιερόν του λείψανον εις Κωνσταντινούπολιν, το 356 μ.Χ., επί αυχοκράτορος Κωνσταντίου, υιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, εναποτεθέν υπό την αγίαν Τράπεζαν του Ναού των Αγ. Αποστόλων, ομού μετά των λειψάνων των Αποστόλων Ανδρέου και Λουκά, «ίνα ώσπερ αυτοίς κοινά γέγονε πάντα, ο τρόπος, η μαθητεία, το κήρυγμα, κοινός γένηται και ο τάφος, επεί κοινή τούτων και η εκείθεν κατάπαυσις», κατά την έκφρασιν του Συμεώνος του Μεταφραστού.

Όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος επανήλθεν εκ της εξορίας, επί αυτοκράτορος Τραϊανού, με πολλήν οδύνην επληροφορήθη τον μαρτυρικόν θάνατον του ηγαπημένου μαθητού του Τιμοθέου καί, ίνα μή παραμείνη η Εκκλησία άνευ Ποιμένος, διεδέχθη τούτον εις τον επισκοπικόν θρόνον Εφέσου, παραμείνας ως επίσκοπος αυτής από του έτους 97 μέχρι του τέλους του (101 μ.Χ.). Κατά μίαν παράδοσιν, ο Απόστολος Τιμόθεος παρέστη εν Γεθσημανή κατά την κηδείαν της Θεομήτορος ομού μετά των λοιπών Αποστόλων.

Προς τον Τιμόθεον ο Παύλος έγραψε δύο επιστολάς, την πρώτην εκ Λαοδικείας και την δευτέραν εκ Ρώμης, παρέχων σημαντικάς υποθήκας διά το έργον του ποιμένος, εξ ού και Ποιμαντορικαί ωνομάσθησαν. Το όνομα του Τιμοθέου ως αποστολέως και συγγραφέως αναφέρεται μετά του ονόματος του Παύλου εις την αρχήν εξ επιστολών αυτού (Β´ Κορινθίους, Φιλιππησίους, Κολασσαείς, Α´ Θεσσαλονικείς και προς Φιλήμονα).

Τον Τιμόθεον αποκαλεί εν ταίς επιστολαίς του ο Παύλος «αδελφόν» (Β´ Κορινθ. Α´ 1, Κολασσ. Α´1, Φιλημ. 1) «δούλον Ιησού Χριστού» (Φιλημ. Α´ 1) «συνεργόν» αυτού (Α´ Κορινθ. ΙΣΤ´ 21), «άνθρωπον του Θεού» (Α´ Τιμοθ. ΣΤ´ 11) «γνήσιον τέκνον εν πίστει» (Α´ Τιμοθ. Α´ 2) και αγαπητόν τέκνον» (Β´ Τιμοθ. Α´ 2).

Προτρέπει δε τους Κορινθίους ως εξής· «Εάν δε έλθη Τιμόθεος, βλέπετε ίνα αφόβως γενήται προς υμάς· το γάρ έργον Κυρίου εργάζεται ως και εγώ» (Α´ Κορινθ. ΙΣΤ´ 10-11), και αλλαχού γράφει: «Έπεμψα υμίν Τιμόθεον, ος εστί τέκνον μου αγαπητόν και πιστόν εν Κυρίω, ος υμάς αναμνήσει τάς οδούς μου τάς εν Χριστώ» (Α´ Κορινθ. Δ´ 17). Εις δε τους Φιλιππησίους λέγει: «Ελπίζω δε εν Κυρίω Ιησού Τιμόθεον ταχέως πέμψαι υμίν, ίνα καγώ ευψυχώ, γνοώς τα περί υμών· ουδένα γάρ έχω ισόψυχον όστις γνησίως τα περί υμών μεριμνήσει… την δε δοκιμήν αυτού γιγνώσκετε, ότι ως πατρί τέκνον, συν εμοί εδούλευσεν εις το Ευαγγέλιον» (Φιλιπ. Β´ 19-22). Αλλά και εις τους Θεσσαλονικείς χαρακτηριστικώς παρατηρεί: «Επέμψαμεν Τιμόθεον τον αδελφόν ημών και διάκονον του Θεού και συνεργόν ημών εν τώ Ευαγγελίω του Χριστού, εις το στηρίξαι υμάς και παρακαλέσαι υμάς περί της πίστεως υμών» (Α´ Θεσσαλ. Γ´ 2).

Εξ όλων τούτων καταφαίνεται οποίαν εκτίμησιν και αγάπην προς τον Τιμόθεον είχεν ο Παύλος, αλλά και πόσην υπέρ πάντα πολύτιμον βοήθειαν προσέφερεν ούτος εις τον μέγαν Απόστολον των εθνών και εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου.

Όθεν ο ιερός Χρυσόστομος συμπεραίνει, ότι ουκ ήν ούτω ζηλωτός ο Τιμόθεος, ει Παύλου τέκνον ήν φύσει, ώς εστι θαυμαστός νύν, ότι κατά σάρκα μηδέν αυτώ προσήκων, διά της κατά την ευλάβειαν συγγενείας εις την υιοθεσίαν εισήγαγεν εαυτόν την εκείνου μετά ακριβείας τους χαρακτήρας της εκείνου φιλοσοφίας διασώζων εν άπασι» (Migne E π. Τόμ. 49, σελ.20).

Ο Τιμόθεος είναι μία εκ των σπουδαιοτέρων προσωπικοτήτων της Καινής Διαθήκης, διεδραμάτισε δε μεγάλον ρόλον εις την διάδοσιν του Χριστιανισμού κατά τον α´ αιώνα. Πράγματι υπήρξε μία των εκλεκτοτέρων και συμπαθεστέρων φυσιογνωμιών, εξ όσων εγνώρισεν ο χριστιανικός κόσμος κατά τους αποστολικούς χρόνους.

Ο Τιμόθεος δεν ήτο μόνον απαράμιλλος συνέκδημος και συνεργός του Παύλου. Ο ένθεος ζήλος του και ο πλούτος των αρετών του, η σύνεσις, η παρουσία και το θάρρος του, η παρθενική αγνότης και η ασκητικότης του βίου του, τον ανέδειξαν πρώτον Επίσκοπον μιάς των επτά Εκκλησιών της Μικράς Ασίας, η οποία έμελλε να εξελιχθή εις μέγα εκκλησιαστικόν κέντρον της κατά Ανατολάς χριστιανικής Εκκλησίας, υπέροχον Ποιμένα και δεξιόν Κυβερνήτην του σκάφους της Εκκλησίας του Χριστού και άριστον πρότυπον και υπογραμμόν όχι μόνον παντός κληρικού, αλλά και των πιστών εν γένει. Ο Απόστολος και Ιεράρχης Τιμόθεος ανεδείχθη διά του μαρτυρίου του και θαυματουργός Ιερομάρτυς, τοσαύτης δε χάριτος απήλαυεν, ώστε και εν ζωή και μετά θάνατον πλείστα ετέλει θαύματα, «τά δε οστά και τα λείψανα αύτού δαίμονας απήλαυνεν» (Ι. Χρυσοστ. εν Migne, 49, 18-19). Ο Συμεών ο Μεταφραστής τον αποκαλεί «χορηγόν θαυμάτων, χαρίτων ταμίαν, θησαυρόν ακένωτον, πλούτον μή δαπανώμενον».

Η μνήμη αυτού εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία τιμάται τη 22α Ιανουαρίου, εν τη Κοπτική τη 23η, εν δε τη Δυτική και τη Αγγλικανική τη 24η του αυτού μηνός.

 

Εκ της εκδόσεως Ακολουθία και Βίος του Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου εκ των Ο´, υπό Αρχιμ. Τιμοθέου Ματθαιάκη, Αθήναι 1951.