Ὁ Σταυρὸς τοῦ ἀγαπήσαντός με (Γαλ. β΄16-20) (Λαμπρόπουλος Βαρνάβας Ἀρχιμανδρίτης)
17 Σεπτεμβρίου 2023
Στοὺς Χαιρετισμοὺς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὀνομάζουμε τὸν Σταυρό, «τῶν Ἀποστόλων κοσμοκήρυκτον κλέος». Ἔστω κι ἂν ἕξι ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους σφράγισαν τὸ κήρυγμά τους μὲ σταυρικὸ θάνατο, αὐτὸς ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἔκανε κοσμοκήρυκτη τὴ δόξα τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, δὲν κηρύττει ἁπλῶς μὲ λόγια τὴ σωτήρια δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ καταθέτει τὴν προσωπική του ἐμπειρία «συσταύρωσης» μὲ τὸν ἐπ’ αὐτοῦ σταυροθέντα Χριστό.
Ὁ Νόμος, «παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν»
Σίγουρα δὲν ὑπῆρχε καλύτερος τρόπος, γιὰ νὰ ἀποστομώσει τοὺς ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοὺς ποὺ ἐπέμεναν νὰ θεωροῦν ἀναγκαία γιὰ τὴ σωτηρία τὴν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ὁ πρώην «ἐχθρός τοῦ σταυροῦ» μὲ παρρησία πλέον ὁμολογεῖ: «Καίτοι εἴμαστε Ἰουδαῖοι, ἀφήσαμε τὸν νόμο καὶ πιστέψαμε στὸν Χριστό, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου· γιατί κανένας δὲν μπορεῖ νὰ δικαιωθεῖ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, ἀφοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τηρήσει τὸν νόμο τέλεια». Καὶ μὲ τὸ χρυσὸ στόμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη ἐξηγεῖ ὁ Ἀπόστολος: «Δὲν ἀφήσαμε τὸν νόμο ἐπειδὴ ἦταν πονηρός, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν ἀσθενής».
Ὁ μωσαϊκὸς νόμος σαφῶς εἶναι θεόπνευστος• εἶναι ὅμως «παιδαγωγὸς εἰς Χριστόν». Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴ μία βαθμίδα παιδείας πᾶμε στὴν ἀνώτερη, κάποια μορφωτικὰ στοιχεῖα διατηροῦνται, κάποια τελειοποιοῦνται, ἐνῶ κάποια ἐγκαταλείπονται. Ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸν Νόμο: α) διατηρήθηκε ἡ θεμελιώδης πίστη στὸν ἐξ ἀποκαλύψεως Θεὸ τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἐλάλησεν ἐν τοῖς προφήταις» γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του· β) τελειοποιήθηκε καὶ συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὁ ἠθικὸς νόμος, δίνοντας τὸν ἑαυτὸ του ὑπόδειγμα «εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ»· καὶ γ) καταργήθηκαν οἱ τελετουργικὲς διατάξεις καὶ οἱ παντὸς εἴδους ἐξωτερικὲς θυσίες, ποὺ εἶχαν προτυπωτικὸ χαρακτήρα, ἀφοῦ ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ἱερωσύνης, ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Χριστός, ἐφάπαξ «παρέδωκεν ἑαυτὸν θυσίαν τῷ Θεῷ» γενόμενος ὁ ἴδιος θύτης καὶ τέλειο θύμα.
«Δὲν ξαναχτίζω ὅ,τι γκρέμισα»
Ὅσοι λοιπὸν ἐπέμεναν ὅτι πρέπει νὰ τηροῦνται αὐτὲς οἱ διατάξεις ποὺ ὁ Χριστὸς κατήργησε μὲ τὴ θυσία του, καὶ ὅτι ὅσοι τὶς παραβαίνουν ἁμαρτάνουν, ὁδηγοῦσαν στὸ βλάσφημο συμπέρασμα ὅτι αἴτιος τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁρᾶς τί κατασκευάζουσιν οἱ ἰουδαΐζοντες;» ρωτάει μὲ ἀποτροπιασμὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσουμε ὅτι αὐτὰ ἀφοροῦν μόνο ἐκεῖνες τὶς ἐποχές, μᾶς προσγειώνει μὲ τὰ λόγια: «Ὅλα αὐτὰ ὁ Παῦλος δὲν τὰ λέει μόνο γιὰ τοὺς Γαλάτες, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἴδια μ’ αὐτοὺς ἀρρώστια», ποὺ εἶναι ἡ ὑποκρισία· αὐτοὶ ἐξωτερικὰ φαίνονται δίκαιοι, ἐνῶ ἐσωτερικὰ εἶναι «μεστοὶ ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας». Καὶ φυσικὰ ἐξαιτίας τους «τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημεῖται».
Παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἀχρησίας πλέον τῶν νομικῶν διατάξεων ἀποτελεῖ ἡ προτεινόμενη εἰκόνα τοῦ προσωρινοῦ παραπήγματος, ποὺ στήνεται σὲ οἰκόπεδο ὅπου πρόκειται νὰ ἀνεγερθεῖ μεγάλη οἰκοδομή· χρησιμεύει γιὰ πρόχειρη στέγαση ἐργαλείων καὶ ἐργατῶν καὶ βοηθάει πολὺ στὴν ἀνέγερση. Ὅταν ὅμως τελειώσει ἡ οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας, καταργήθηκε τὸ τυπικό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ εἶχε «στηθεῖ» γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ ἡ τέλεια λατρεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἰουδαΐζοντες ὅμως –οὔτε λίγο οὔτε πολὺ- ἤθελαν ὄχι μόνο νὰ ξαναχτίσουν τὸ «παράπηγμα» τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ τοποθετήσουν στὴν ἴδια θέση μὲ τὴν Ἐκκλησία.
«Ζῶ συσταυρούμενος Χριστῷ»
Βέβαια τὸ «παράπηγμα» δὲν εἶναι μόνο ἄχρηστο· εἶναι καὶ «θανατηφόρο». Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Παῦλος πάλι μὲ τὸ στόμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ὁ νόμος διατάζει νὰ ἐφαρμόζονται ὅλα ἀνεξαιρέτως ὅσα γράφτηκαν· καὶ τιμωρεῖ μὲ θάνατο ὅποιον δὲν τὰ τηρεῖ ὅλα. Ἄρα λοιπὸν κατὰ τὸν νόμο ἔχουμε πεθάνει, ἀφοῦ κανένας δὲν τὸν ἔχει τηρήσει πλήρως. Ὅπως, λοιπό, ἕνας νεκρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπακούσει στὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ἔτσι δὲν μπορῶ κι ἐγὼ ποὺ εἶμαι νεκρὸς λόγω τῆς κατάρας του. Ἑπομένως, ὁ ἴδιος ὁ νόμος μᾶς κάνει νὰ μὴν τοῦ δίνουμε πλέον σημασία». Καὶ θὰ συνεχίσει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος: «Ὅμως ἡ νέκρωση πού μοῦ χαρίζει ἡ συσταύρωσή μου μὲ τὸν Χριστὸ δὲν μυρίζει θάνατο· εἶναι ζωοποιός. Πεθαίνω ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ζῶ γιὰ τὸν Θεό. Τελικὰ δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός».
Τὰ συγκλονιστικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ Παύλου δὲν ἔχουν καμία σχέση οὔτε μὲ ἀνοησίες περὶ μετενσάρκωσης οὔτε μὲ δῆθεν «λυτρωτικὲς» ἑνώσεις μὲ κάποια ἀπρόσωπη «οὐσία», θεωρίες ποὺ τελικὰ καταργοῦν τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ κάθε ἐν Χριστῷ «καινὸς» (καινούργιος) ἄνθρωπος ἀποτελεῖ τὴν τελειότερη πραγμάτωση τοῦ κάθε μοναδικοῦ καὶ ἀνεπανάληπτου προσώπου, τὸ ὁποῖο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ ἀλλὰ καὶ στὴν ἔσχατη μακαριότητα δὲν χάνει τὴν ἑνότητα μὲ τὸ σῶμα του, ζώντας «ἐν σαρκί». Καὶ ὅλα αὐτὰ χάρη στὴν ἀγάπη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀγάπησε ἀόριστα τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ τὸν καθένα μας χωριστὰ καὶ ἔδωσε τὸν ἑαυτὸ του θυσία γιὰ τὸν καθένα μας.
Πηγή: agiazoni.gr