Ξέρει από που ήρθε και που πηγαίνει!
7 Αυγούστου 2023
Ο γενικός χαρακτήρας της πρακτικής ζωής, σημαδεύεται, πάνω απ’ όλα, από τέσσερις ιδιότητες: μετάνοια, εγρήγορση, διάκριση και φρούρηση της καρδίας. Ας κοιτάξουμε σύντομα την κάθε μια από αυτές.
«Η αρχή της σωτηρίας είναι το να καταδικάσουμε τον εαυτό μας». Η μετάνοια ορίζει το σημείο εκκίνησης του ταξιδιού μας. Ο ελληνικός όρος μετάνοια, δηλώνει αρχικά «αλλαγή του νου». Αν κατανοηθεί σωστά, η μετάνοια δεν είναι αρνητική αλλά θετική. Σημαίνει, όχι οίκτο για τον εαυτό μας ή τύψεις συνειδήσεως, αλλά μεταστροφή, την επαναφορά του κέντρου όλης της ζωής μας στην Τριάδα. Σημαίνει να κοιτάζουμε όχι με θλίψη προς τα πίσω, αλλά προς τα εμπρός με ελπίδα· όχι προς τα κάτω, στις ατέλειές μας, αλλά προς τα πάνω, στην αγάπη του Θεού. Σημαίνει να δούμε όχι ό,τι δεν καταφέραμε να είμαστε αλλ’ ό,τι με τη θεία χάρη μπορούμε να γίνουμε τώρα και να δράσουμε γι’ αυτό που βλέπουμε. Το να μετανοήσουμε σημαίνει ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας στο φως. Μ’ αυτή την έννοια η μετάνοια δεν είναι μόνο μια μοναδική πράξη, ένα αρχικό βήμα, αλλά μια συνεχιζόμενη κατάσταση, μια στάση της καρδίας και της θέλησης που χρειάζεται ν’ ανανεώνεται ασταμάτητα ως το τέλος της ζωής. Με τα λόγια του αγ. Ησαΐα της Σκήτης, «Ο Θεός μας ζητάει να συνεχίζουμε να μετανοούμε ως την τελευταία μας αναπνοή». «Αύτη η ζωή σου έχει δοθεί για μετάνοια», λέει ο αγ. Ισαάκ ο Σύρος, «μην τη σπαταλάς σε άλλα πράγματα».
Το να μετανοήσεις σημαίνει να ξυπνήσεις. Η μετάνοια, η αλλαγή του νου, οδηγεί στην εγρήγορση. Ο ελληνικός όρος που χρησιμοποιείται εδώ, νήψη, σημαίνει στην κυριολεξία νηφαλιότητα και επαγρύπνηση· το αντίθετο από μια κατάσταση ναρκωτικής ή αλκοολικής αναισθησίας κι επομένως, σε συνάρτηση με την πνευματική ζωή, σημαίνει προσοχή, επαγρύπνηση, ανάμνηση. Όταν ο άσωτος υιός μετανόησε, λέγεται ότι «ήλθεν εις εαυτόν». Ο «νηπτικός» άνθρωπος είναι αυτός που έχει έρθει στον εαυτό του, που δεν ονειροπολεί παρασυρόμενος άσκοπα κάτω από την επίδραση περαστικών ορμών αλλά που έχει αίσθηση της κατεύθυνσης και του σκοπού. Όπως «Το Ευαγγέλιον της Αληθείας» (μέσα 2ου αι.) το εκφράζει, «είναι σαν κι αυτόν που ξυπνάει από μεθύσι και ξανάρχεται στον εαυτό του… Ξέρει από που ήρθε και που πηγαίνει».
Επαγρύπνηση σημαίνει, ανάμεσα στ’ άλλα, να είμαστε παρόντες εκεί που είμαστε – σ’ αυτό το συγκεκριμένο σημείο στο χώρο, σ’ αυτή την ιδιαίτερη στιγμή στο χρόνο. Πάρα πολύ συχνά είμαστε αφηρημένοι και διασκορπισμένοι· ζούμε όχι μ’ εγρήγορση μέσα στο παρόν αλλά με νοσταλγία για το παρελθόν ή με προαισθήσεις κακού και σκέψεις επιθυμίας για το μέλλον. Ενώ πράγματι μας ζητείται να κάνουμε υπεύθυνα σχέδια για το μέλλον – γιατί η επαγρύπνηση είναι το αντίθετο της ματαιοπονίας – πρέπει να σκεφτούμε για το μέλλον μόνον όσο εξαρτάται από την παρούσα στιγμή. Η ανησυχία για μακρινές πιθανότητες που βρίσκονται τελείως πέρα’ από τον άμεσο έλεγχό μας είναι ολοκληρωτική φθορά των πνευματικών μας ενεργειών.
Ο «νηπτικός» άνθρωπος λοιπόν συγκεντρώνεται στο «εδώ και στο τώρα». Είναι εκείνος που «αρπάζει τον καιρό», την αποφασιστική στιγμή της ευκαιρίας. Ο Θεός, έτσι παρατηρεί ο C.S. Lewis στο έργο του «The Screwtape Letters», θέλει να προσέχουν οι άνθρωποι κυρίως δυο πράγματα: «στην ίδια την αιωνιότητα, και σ’ αυτό το σημείο του χρόνου που ονομάζουν Παρόν. Γιατί το Παρόν είναι το σημείο που ο χρόνος αγγίζει την αιωνιότητα. Οι άνθρωποι έχουν πείρα τούτης της στιγμής, και αυτής μόνο, όπως ο Θεός έχει για την πραγματικότητα σαν σύνολο· μέσα σ’ αύτη μόνο τους προσφέρεται ελευθερία και πραγματικότητα». Όπως διδάσκει ο Meister Eckhart, «Σ’ Αυτόν που μένει πάντοτε σ’ ένα «τώρα» παρόν, σ’ αυτόν ο Θεός γεννά τον Υιό του αδιάκοπα»,
Ο «νηπτικός» άνθρωπος είναι εκείνος που καταλαβαίνει αυτό «το μυστήριο της παρούσας στιγμής» και που προσπαθεί να ζει απ’ αυτό. Λέει στον εαυτό του, με τα λόγια του Paul Evdokimov: «Η ώρα που περνάς τώρα, ο άνθρωπος που συναντάς τώρα και εδώ, το έργο με το οποίο είσαι απασχολημένος αυτή εδώ τη στιγμή – αυτά είναι πάντοτε τα πιο σημαντικά σ’ ολόκληρη τη ζωή σου». Οικειοποιείται το motto που είναι γραμμένο στο οικόσημο των Ruskin: «Σήμερα, σήμερα, σήμερα». «Υπάρχει μια φωνή που φωνάζει στον άνθρωπο ως την τελευταία του αναπνοή και λέει: Μεταστρέψου σήμερα» (Τα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου).
Καθώς αυξάνεται ως προς την επαγρύπνηση και την αυτογνωσία, ο ταξιδιώτης στην Οδό αρχίζει ν’ αποκτά τη δύναμη της διάκρισης. Αυτό δρα σαν πνευματική αίσθηση της γεύσης. Όπως η φυσική αίσθηση της γεύσης, αν είναι υγιής, λέει αμέσως σε κάποιον αν η τροφή είναι μουχλιασμένη ή υγιεινή, έτσι και η πνευματική γεύση, αν έχει αναπτυχθεί με ασκητική προσπάθεια και προσευχή, αξιώνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει τις ποικίλες σκέψεις και ορμές μέσα του. Μαθαίνει τη διαφορά μεταξύ του κακού και του καλού, μεταξύ του περιττού και του ουσιαστικού, μεταξύ των φαντασιών που εμπνέει ο διάβολος και των εικόνων που σημαδεύονται στη δημιουργική του φαντασία από ουράνια αρχέτυπα.
Με τη διάκριση, τότε, ο άνθρωπος αρχίζει να προσέχει περισσότερο τι συμβαίνει μέσα του, κι έτσι μαθαίνει να φρουρεί την καρδιά, κλείνοντας την πόρτα στους πειρασμούς και τις προκλήσεις του εχθρού. «Με όλη σου την προσοχή, πρόσεχε την καρδιά σου» (Παροιμ. 4, 23). Όταν αναφέρεται η καρδιά στα Ορθόδοξα πνευματικά κείμενα, πρέπει να κατανοείται με την πλήρη βιβλική έννοια. Η καρδιά υποδηλώνει όχι μόνο το φυσικό όργανο μέσα στο στήθος, όχι μόνο τις συγκινήσεις και τα αισθήματα, αλλά το πνευματικό κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου, το ανθρώπινο πρόσωπο όπως είναι φτιαγμένο κατ’ εικόνα Θεού – τον βαθύτερο και γνησιότερο εαυτό, τον εσωτερικό ναό, όπου μπαίνει κανείς μόνο με θυσία και θάνατο. Η καρδιά επομένως έχει στενή σχέση με το νου. Σε μερικές εκφράσεις οι δύο όροι σχεδόν αλληλοαντικαθίστανται. Η «καρδιά» όμως έχει συχνά μια πιο περιεκτική έννοια από το «νου». «Προσευχή της καρδιάς» στην Ορθόδοξη παράδοση σημαίνει την προσευχή που προσφέρεται απ’ ολόκληρο το πρόσωπο, συμπεριλαμβάνοντας το νου, τη λογική, τη θέληση, τα συναισθήματα κι επίσης το φυσικό σώμα.
Μια ουσιαστική πλευρά στην περιφρούρηση της καρδιάς είναι ο πόλεμος κατά των παθών. Λέγοντας εδώ «πάθος», δεν εννοούμε μόνο τη σεξουαλική επιθυμία, αλλά οποιαδήποτε άλογη επιθυμία κατακτά βίαια τη ψυχή- το θυμό, τη ζήλεια, τη λαιμαργία, την επιθυμία για δύναμη, την υπερηφάνεια και τα υπόλοιπα. Πολλοί από τους Πατέρες θεωρούν τα πάθη σαν κάτι βασικά κακό, δηλαδή σαν εσωτερικές αρρώστιες, ξένες προς την αληθινή φύση του ανθρώπου. Μερικοί απ’ αυτούς όμως υιοθετούν μια πιό θετική άποψη, θεωρώντας τα πάθη δυναμικές ωθήσεις, βαλμένες μέσα στον άνθρωπο από το Θεό, κι’ επομένως καλές στο βάθος τους, αν και προς το παρόν έχουν διαστραφεί από την αμαρτία. Πάνω σ’ αύτη τη δεύτερη και πιο λεπτή άποψη, σκοπός μας δεν είναι να εξαλείψουμε τα πάθη, αλλά ν’ αλλάξουμε κατεύθυνση στις ενέργειες τους. Η ανεξέλεγκτη οργή μπορεί να μετατραπεί σε δίκαιη αγανάκτηση, η γεμάτη κακεντρέχεια ζήλεια, σε ζήλο για την αλήθεια, η σεξουαλική επιθυμία σ’ έναν έρωτα αγνό μέσα στη ζέση του. Τα πάθη επομένως πρέπει να εξαγνιστούν κι’ όχι να σκοτωθούν – να παιδαγωγηθούν κι’ όχι να ξεριζωθούν – να χρησιμοποιηθούν θετικά και όχι αρνητικά. Στους εαυτούς μας και στους άλλους λέμε: όχι «καταπίεση» αλλά «μεταμόρφωση».
Αυτή ή προσπάθεια να εξαγνίσουμε τα πάθη πρέπει να γίνεται στο επίπεδο και της ψυχής και του σώματος. Στο επίπεδο της ψυχής, εξαγνίζονται με την προσευχή, με τη συχνή χρήση των μυστηρίων της Εξομολόγησης και της Θ. Κοινωνίας, με την καθημερινή ανάγνωση της Γραφής· τρέφοντας τη σκέψη μας με ό,τι είναι καλό, με τις έμπρακτες εκδηλώσεις προσφοράς αγάπης στους άλλους. Στο επίπεδο του σώματος, τα πάθη εξαγνίζονται, πάνω απ’ όλα, με νηστεία κι εγκράτεια και με συχνές μετάνοιες την ώρα της προσευχής. Ξέροντας ότι ο άνθρωπος δεν είναι άγγελος αλλά μια ενότητα σώματος και ψυχής, η Ορθόδοξη Εκκλησία επιμένει στην πνευματική αξία της σωματικής νηστείας. Δε νηστεύουμε γιατί κάτι είναι ακάθαρτο στην πράξη του φαγητού και του ποτού. Αντίθετα, η τροφή και το ποτό είναι δώρα του Θεού, στα οποία πρέπει να μετέχουμε με απόλαυση κι ευγνωμοσύνη. Νηστεύουμε όχι γιατί περιφρονούμε τα θεϊκά δώρα του Θεού, αλλά για ν’ αποκτήσουμε επίγνωση του ότι είναι πράγματι δώρο, ώστε να εξαγνίσουμε το «τρώγειν» και το «πίνειν» και να τα καταστήσουμε όχι πια μια υποχώρηση στη λαιμαργία μας, αλλά ένα μυστήριο κι ένα μέσο επικοινωνίας με το Δοτήρα. Αν κατανοηθεί έτσι, η ασκητική νηστεία δεν εναντιώνεται στο σώμα, αλλά στη σάρκα. Σκοπός της δεν είναι να εξασθενίσει το σώμα καταστροφικά, αλλά να το καταστήσει δημιουργικά πιο πνευματικό.
Η κάθαρση από τα πάθη οδηγεί τελικά, με τη χάρη του Θεού, σ’ αυτό που ο Ευάγριος ονομάζει απάθεια. Μ’ αυτήν δεν εννοεί μια αρνητική κατάσταση αδιαφορίας ή αναισθησίας όπου πια δεν αισθανόμαστε πειρασμό, αλλά μια θετική στάση αναδιοργάνωσης και πνευματικής ελευθερίας όπου δεν υποκύπτουμε πια στον πειρασμό. Ίσως, η απάθεια μπορεί να μεταφραστεί πιο καλά σαν «καθαρότητα καρδιάς». Σημαίνει το προχώρημα από την αστάθεια στη σταθερότητα, από τη διπροσωπία στην απλότητα ή τη μοναδικότητα της καρδιάς, από την ανωριμότητα του φόβου και της υποψίας στην ωριμότητα της αθωότητας και της εμπιστοσύνης. Για τον Ευάγριο, η απάθεια και η αγάπη είναι απόλυτα συνδεδεμένες σαν τις δυό όψεις ενός νομίσματος. Αν επιθυμείς, δεν μπορείς ν’ αγαπάς. Απάθεια σημαίνει ότι δεν κυριαρχούμαστε πια από εγωισμό και ανεξέλεγκτη επιθυμία κι έτσι γινόμαστε ικανοί γι’ αληθινή αγάπη.
Ο άνθρωπος που έχει φτάσει στην απάθεια – κάθε άλλο παρά απαθής – ειν’ εκείνος που η καρδιά του καίγεται από αγάπη για το Θεό, για τους άλλους ανθρώπους, για κάθε ζωντανό πλάσμα, για όλα όσα έχει φτιάξει ο Θεός. Όπως γράφει ο άγ. Ισαάκ ο Σύρος:
Όταν ένας άνθρωπος με μια τέτοια καρδιά σκέφτεται τα δημιουργήματα και τα κοιτάζει, τα μάτια του γεμίζουν με δάκρυα από το συντριπτικό βάρος που πιέζει την καρδιά του. Η καρδιά ενός τέτοιου άνθρωπου γίνεται τρυφερή και δεν μπορεί ν’ αντέχει ν’ ακούει ή να βλέπει καμιά πληγή, ούτε την παραμικρή δυστυχία, να κάνει κακό σ’ οτιδήποτε μέσα στη δημιουργία. Γι’ αυτό ποτέ δεν σταματάει να προσεύχεται με δάκρυα ακόμη και για τα βουβά ζώα, για τους εχθρούς της αλήθειας και για όλους όσοι τη βλάπτουν, παρακαλώντας να περιφρουρούνται και να δεχτούν το έλεος του Θεού. Ακόμη και για τα ερπετά προσεύχεται με μεγάλη συμπόνια, που αναβλύζει αδιάκοπα στην καρδιά του, ακολουθώντας το παράδειγμα του Θεού.
( Καλλίστου Γουέαρ, Επισκόπου Διοκλείας. «Ο Ορθόδοξος δρόμος». Εκδ, «Επτάλοφος»)