Το μοναστήρι της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στην Κωνσταντινούπολη
28 Ιουλίου 2023
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄. Ειρήνη και Θέκλα.
…
Μίαν ημέραν επήραν οι δύο φίλαι (δηλαδή η Ειρήνη και η βασιλοπούλα Θέκλα) την βασιλικήν άμαξαν και επήγαν εις την Μονήν του Χρυσοβαλάντου. Αύτη απετελείτο από ένα τετράγωνον συμπλεκτήριον, φραγμένον από πανύψηλον πέτρινον τοίχωμα. Για να μπή κανείς στην Μονήν έπρεπε να περάση κάτω από μίαν στοάν, που έφραζε με μίαν σιδηράν πόρταν. Η στοά ωδηγούσε σε μια μεγάλη τετράγωνη πλακόστρωτη αυλή. Στο κέντρον της αυλής ήτο κτισμένος ωραιότατος Βυζαντινός ναός των Αρχαγγέλων. Το οικοδόμημα της Μονής ήτο διώροφον. Εις το κάτω πάτωμα υπήρχαν μεγάλες αίθουσες που εχρησίμευον ως εργαστήρια, βιβλιοθήκαι, τραπεζαρίαι. Εις το επάνω πάνω πάτωμα, εις το βάθος των μεγάλων στοών ήσαν τα κελλία των καλογραιών, πολυάριθμα μακρόστενα δωμάτια με στενές πόρτες και μικρά τετράγωνα παράθυρα.
Μεταξύ του εξωτερικού περιβόλου και της εσωτερικής αυλής ήσαν ευρύτατοι ωραίοι ξενώνες διά φιλοξενίαν γυναικών. Οι κανονισμοί της Μονής απηγόρευαν αυστηρώς την παραμονήν ανδρών εις το εσωτερικόν της Μονής. Υπήρχεν έξω ένα μικρόν κτίριον διά τους άνδρας επισκέπτας και μικρός ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄. Στον πολυπόθητον τόπον.
Επί τέλους έξω από την πύλην! Τί συγκίνησις διά την Ειρήνην! Οι δύο νέες εκτύπησαν την θύραν της Μονής. Εντός ολίγου ήνοιξεν η βαρεία σιδηρά πόρτα και μία ηλικιωμένη Μοναχή, η πορτάρισσα, υπεδέχθη τας ξένας με χαμόγελον· φαίνεται πως εγνώριζε την βασιλοπούλα, αμέσως εκτύπησεν ένα κουδούνι και επήγε στην θέσι της. Με το κουδούνι αυτό επαρουσιάσθη η αδελφή ξενοδόχος, ήτις τας ωδήγησε εις τον ναόν να προσκυνήσουν και μετά τας έφερε στην αίθουσαν της αναμονής, ειδοποιήσασα την Προεστώσαν διά την άφιξίν των.
Εντός ολίγου έφθασεν η Οσιωτάτη Άννα, ηλικιωμένη άνω των 80 ετών, υψηλή υπερβολικά, ισχνή από την άσκησιν. Αρκετά μορφωμένη, αλλά κυρίως, εστολισμένη με όλας τα αρετάς. Αφού ερώτησε την Θέκλαν διά την Αυτοκράτειρα, τότε εστράφη εις την Ειρήνην. Την ερωτά για την Πατρίδα και για τους δικούς της. Κατά την συζήτησιν απεκαλύφθη, ότι ήτο η μητέρα της Ειρήνης παλαιά γνώριμος της Άννης.
Η Ειρήνη, κατά το διάστημα που συνωμίλει η Θέκλα μετά της Οσίας Άννης, έβλεπε προς το μέρος της αυλής, και της έκαμεν εντύπωσιν η νεκρική σιγή· ηρώτησε τότε: λείπουν αι αδελφαί εις εργασίας;
– Όχι, απήντησεν η Άννα· τώρα στον εσπερινόν θα τας ιδής.
-Εις ποίας εργασίας καταγίνονται αι αδελφαί; ηρώτησαν με ενδιαφέρον αι νέαι· αν μας εδίδατε μερικάς πληροφορίας, είπεν η Θέκλα.
-Ευχαρίστως, απήντησεν η Προεστώσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄. Πώς εργάζονται αι Μοναχαί.
Ας αρχίσωμεν από την εργασίαν. Είμεθα 30 αδελφαί και έχομεν χωρισθή εις πέντε ισαρίθμους ομάδας. Η πρώτη ομάς περιλαμβάνει την Προεστώσαν, που διοικεί την Μονήν. Κύριον έργον της είναι ο πνευματικός καταρτισμός των αδελφών και η άγρυπνος επίβλεψίς των. Ύστερα έρχται η οικονόμος που εκλέγεται υπό της Ηγουμένης, να φροντίζη διά τας υλικάς ανάγκας της Μονής. Η μαγείρισσα και η βοηθός της έχουν την μέριμναν των γευμάτων. Η ξενοδόχος έχει την φροντίδα των ξένων, και η πορτάρισσα έχει την ευθύνην της ασφαλείας της Μονής. Η δευτέρα ομάς αποτελείται από έξ υφάντριες, που ετοιμάζουν τα υφάσματα για τα ενδύματα των αδελφών. Επειδή όμως η παραγωγή υπερβαίνει τας ανάγκας, στέλλομεν το περίσσευμα στα καταστήματα υφασμάτων της πόλεως. Έξ ράπτριαι απαρτίζουν την τρίτην ομάδα· αι περισσότεραι όμως ασχολούνται με την κατασκευήν ιερών αμφίων· από αυτά προμηθεύονται οι ιερείς της πόλεως. Η τετάρτη ομάς ασχολείται με το κέντημα. Η πέμπτη ομάς είναι των καλλιγράφων. Από τα εργόχειρα των αδελφών πορίζεται η Μονή τα προς το ζην αναγκαία διά συντήρησίν μας.
Το εικοσιτετράωρον το διαιρούμεν εις τρία μέρη· διά προσευχή, διά εργασίαν και δι’ ανάπαυσιν. Έξ ώραι ύπνου δι’ ανάπαυσιν, και αι υπόλοιποι ώραι προσευχή και εργασία.
Εις την τράπεζαν γίνεται ανάγνωσις και κάθε βράδυ εξομολογούνται αι αδελφαί τους λογισμούς αυτών [στην Γερόντισσα] προς ανακούφισιν της συνειδήσεώς των και συντριβήν των παγίδων του εχθρού.
– Οσιωτάτη Άννα, θα μου επιτρέψης να σας κάνω και άλλην ερώτησιν, είπεν η Θέκλα.
– Λέγε, κόρη μου, είπεν η Άννα.
– Ο Χριστός λέγει “ούτω λαμψάτω το φώς υμών έμπροσθεν των ανθρώπων”, όμως κρατείτε για τον εαυτόν σας το φώς και τα καλά έργα.
– Αυτή είναι μία αντίληψις περί μοναχικής ζωής, που σκανδαλίζει εκείνους, που δεν σκέπτονται βαθύτερα. Άκουσε λοιπόν: το φώς φωτίζει σιωπηλά, χωρίς να διακηρύττει μεγαλοφώνως πως φωτίζει, και τα καλά έργα λάμπουν αφ’ εαυτού των· όποιος έχει ανοικτά τα μάτια της ψυχής του τα βλέπει ολοφάνερα. Η Βασιλεία του Θεού ξαπλώθηκε επί τους ασφαλούς αθόρυβα. Όπου γίνεται θόρυβος πολύς, υπάρχουν ολιγώτεραι πιθανότητες επιτυχίας. Θέλεις να μάθης πώς ημπορούμεν να ωφελήσωμεν την κοινωνίαν αν και είμεθα κλεισμένες; Πρώτα απ’ όλα η καθημερινή μας προσευχή, που απαραιτήτως απευθύνεται στον Κύριον για την Εκκλησίαν Του, για την χριστιανικήν κοινωνίαν και για τον κόσμον, που βρίσκεται μακράν Του.
Κατόπιν, από τον κόπον της εργασίας μας, κρατούμεν τα προς συντήρησίν μας, και τα περισσεύματα διαθέτομεν προς συντήρησιν του ορφανοτροφείου Υψωμαθείων μέσω της Εκκλησίας. Εκεί διατρέφονται 300 (τριακόσια) κορίτσια. Τούτο το λέγω προς δόξαν Θεού. Αν κάθε μία αδελφή είχε δημιουργήσει οικογένειαν, δεν θα ήτο ίσως ικανή να διαθρέψη και να διαμορφώση 10 παιδιά. Ενώ ως Μοναχή το κατορθώνει!
Η Θέκλα έμεινεν άφωνος. Ύστερα, συνέχισε η Προεστώσα, ένα καλό Μοναστήρι, είναι καταφύγιον για τις κουρασμένες ψυχές από τον αγώνα της ζωής, και πηγαίνοντας σ’ αυτό βρίσκουν παρηγοριά, και ανάπαυσιν ψυχής. Νοιώθοθν πιο κοντά εις τον Θεόν τον εαυτόν τους.
Ενώ συνωμιλούσαν, εκτύπησεν η καμπάνα. Η ξενοδόχος επέρασε τας νέρας στης εκκλησίας τον νάρθηκα. Εις τον κυρίως ναόν εστέκοντο, εν ώρα προσευχής, μόνον αι Μοναχαί. Η ακολουθία εγένετο με αρμονίαν, εκ δέ της ψαλμωδίας των κατενύσσετο κάθε ψυχή. Ούτε ψίθυρος ηκούετο, ούτε παραμικρά κίνησις. Τάξις και ηρεμία επικρατούσε, που ενόμιζες πως ευρίσκεσο εις τον ουρανόν.
Πηγή: “Βίος και Πολιτεία της οσίας Μητρός ημών Ειρήνης Ηγουμένης Μονής Χρυσοβαλάντου”, εκ της Ιεράς Μονής Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου Καρελλά Παιανίας Αττικής 1982 (σ. 35-36)