Πίστη και απιστία
23 Μαΐου 2023
Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Ο Απόστολος Θωμάς αποτελεί για πολλούς σύμβολο «απίστου» ανθρώπου.
Ο Θωμάς όμως δεν ήταν άπιστος, αλλά ειλικρινής αναζητητής της αλήθειας.
Δεν επιθυμούσε να έχει μια αναιμική, εξωτερική και επιφανειακή πίστη. Ήθελε η πίστη στην Ανάσταση να στηρίζεται στη γνώση. Εξάλλου, μόνο η πίστη που έχει ως γερό θεμέλιο τη γνώση και την προσωπική εμπειρία μπορεί να έχει διάρκεια.
β) Αντίθετα η γνώση, όταν αυτονομείται και δεν ακολουθείται από την πράξη, αποβαίνει επιζήμια.
Ο Όσιος Ησύχιος γράφει ότι η γνώση προηγείται της πίστεως και συμπληρώνει: «Τα γαρ της Γραφής ειρημένα, ουχ ίνα νοήσωμεν μόνον, αλλ’ όπως αυτά ποιήσωμεν είρηται».
Κοντολογίς, η εντρύφηση στα βιβλικά και αγιοπατερικά κείμενα δεν μπορεί να γίνεται για λόγους θεολογικής περιέργειας ή δικαίωσης προσωπικών αντιλήψεων, αλλά για αναζήτηση δεικτών ζωής.
γ) Στη θεολογική σκέψη διακρίνονται κυρίως δύο είδη πίστεως. Η πρώτη γεννά φόβο Θεού, από τον οποίο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τήρηση των θείων εντολών. Η πρώτη πίστη δωρίζεται με το βάπτισμα, ενώ η δεύτερη με την άσκηση και την καλλιέργεια των αρετών.
Η πρώτη προέρχεται εξ ακοής, ενώ η δεύτερη εξελίσσεται σε βεβαιότητα και εμπιστοσύνη. Η πρώτη ενυπάρχει ως ενδιάθετο αγαθό στον καθένα, ενώ η δεύτερη είναι γέννημα της πρακτικής αρετής, της προσωπικής εμπειρίας και μετοχής στη χάρη του Θεού.
δ) Η αμφισβήτηση της Ανάστασης από τον Απόστολο Θωμά συνδέεται με το πρώτο είδος πίστεως. Εκείνος, ενώ είχε ακούσει τον Χριστό και είχε γίνει μάρτυρας νεκραναστάσεων, διέθετε την εξ ακοής πίστη, η οποία δοκιμάστηκε μπροστά στο «σκάνδαλο» του σταυρού. Η αμφισβήτηση όμως αυτή δεν τον απομάκρυνε από την κοινότητα-εκκλησία. Γι’ αυτό και ο Αναστημένος Κύριος συγκαταβαίνει, φανερώνεται και δεν αρνείται να ικανοποιήσει το αίτημα του «άπιστου» μαθητή. Στη λειτουργική εκκλησιαστική ποίηση γίνεται λόγος για «καλή απιστία», αφού χάρη σ’ αυτήν γεννήθηκε η βέβαιη πίστη.
ε) Ευρύτερα, η πίστη δεν έχει μόνο θεολογικό περιεχόμενο, αλλά δοκιμάζεται ακόμη και στην καθημερινότητα καθώς και στις διανθρώπινες σχέσεις. Για την οικοδόμηση λ.χ. εμπιστοσύνης μεταξύ των ανθρώπων (συζύγων, γειτόνων, συναδέλφων, ενοριτών, καταναλωτών κτλ.) χρειάζεται κόπος, συνέπεια, χρόνος, κανόνες, καλογνωμία και προπαντός αλήθεια. Αλλά στην κοινωνική ζωή η πίστη είναι απαραίτητη και από μια άλλη οπτική. Δεν μπορείς να επιτύχεις υψηλούς ή άλλους στόχους αν δεν πιστέψεις σε αυτούς.
στ) Η χριστιανική πίστη, όταν αφενός δεν τυποποιείται και αφετέρου δεν αντικειμενοποιείται, μπορεί να εμπνεύσει δημιουργικά τον άνθρωπο, να συμβάλει στην ανάπτυξη υγιών ανθρώπινων σχέσεων και στην πρόοδο της κοινωνίας. Εκείνος που πιστεύει στον θεάνθρωπο Χριστό και την Ανάστασή του πιστεύει και στην ανόρθωση του ανθρώπου και της κοινωνίας. Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα ο Νίτσε κήρυττε τον «θάνατο του Θεού», ίσως να μην υποπτευόταν καν ότι αυτό θα οδηγούσε και στον «θάνατο του πλησίον» και την απανθρωπία των μεταγενέστερων αιώνων.
ζ) Ερωτούν ορισμένοι, μάλλον για να κατοχυρώσουν την απιστία τους(;) παρά για να ακούσουν την απάντηση: «Πού είναι ο Θεός; Εάν υπάρχει, γιατί κρύπτεται μπροστά στον πόνο, τη δυστυχία, την ασθένεια, την αδικία και τον θάνατο αθώων παιδιών;». Το ερώτημα όμως μπορεί να αντιστραφεί: «Πού είναι ο θεόμορφος άνθρωπος που έπλασε ο Θεός, για να ζει αρμονικά με τους συνανθρώπους του; Γιατί από οικονόμος της κτίσης έγινε δυνάστης; Γιατί επιδόθηκε στην αλληλοεξόντωση, στο μίσος, στην αλαζονεία, στην καταστροφή, στην πλεονεξία και στην απληστία; Γιατί φονεύει παιδιά πριν καν γεννηθούν ή τα εκμεταλλεύεται όταν έρθουν στη ζωή; Γιατί στο όνομα του Θεού αιματοκύλισε την ανθρωπότητα;». Μήπως διότι απώλεσε την πίστη στον Αναστημένο Κύριο, στον Θεό της υπέρτατης θυσίας και της αγάπης;