Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα

27 Απριλίου 2023

Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα

Ἡ Παναγία τοῦ Παρθενῶνα τῆς Ἀκροπόλεως

Ἕνα πανελλήνιο προσκύνημα ἦταν ἡ Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα, ἡ ἐκκλησία ποὺ στεγαζόταν μέσα στὸν Παρθενῶνα τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν.

Κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἱστορίας του, ὁ Παρθενώνας ὑπῆρξε χριστιανικὸς ναός. Ἀπὸ τὸ 500 ως τὸ 1450, γιὰ κάτι λιγότερο ἀπὸ μία χιλιετία, ὁ ναὸς τῆς παρθένου Παλλάδας λειτούργησε ὡς ναὸς τῆς Θεοτόκου Παρθένου καὶ ὑπῆρξε θρησκευτικὸ προσκυνηματικὸ κέντρο μεγάλης σημασίας καθ’ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου. Προσκυνητὲς ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ γενικότερα ἀπὸ ὄλον τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο συνέρρεαν στὸν Ἱερὸ Βράχο, ὡς προσκυνητὲς στὴν Θεοτόκο.Τὸ κύρος τοῦ ναοῦ ἦταν πολὺ μεγάλο, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ὁ Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος γιόρτασε τὴ νίκη του κατὰ τῶν Βουλγάρων στὴν Παναγία Ἀθηνιώτισσα. Μάλιστα, προσέφερε στὴν Παναγία ἕνα χρυσὸ ἀγριοπερίστερο.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐνδιαφέροντα σημεῖα τῆς μετατροπῆς τοῦ ἀρχαίου ναοῦ σὲ χριστιανικό εἶναι, πὼς δὲν ἐπῆλθαν ριζικὲς ἀλλαγὲς στὸ ἐξωτερικὸ μέρος του. Τὰ ἀετώματα δὲν σκεπάστηκαν – ἀφέθηκαν ὡς εἶχαν. Ὁ περίφημος φόβος τῶν “δαιμονικῶν” ἀρχαίων θεῶν, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, δὲν περιελάμβανε τὴν Ἀκρόπολη. Οἱ Χριστιανοὶ ἔδειξαν ἔμπρακτα τὸν ἀπαιτούμενο σεβασμὸ τους ἀπέναντι στὸ ἱστορικὸ αὐτὸ μνημεῖο τῆς Ἑλλάδος.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων καὶ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἐφεξῆς, ὁ Παρθενὼν διατηρήθηκε σχεδὸν ἀνέπαφος καὶ ἡ μορφὴ του παρέμεινε βασικὰ ἀναλλοίωτη. Τὸ 334 π.Χ., ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἀνέθεσε στὸ ἀνατολικὸ ἐπιστύλιο ἀσπίδες ἀπὸ τὰ λάφυρα τῆς νίκης του ἐπὶ τῶν Περσῶν στὸν Γρανικὸ ποταμὸ (τὸ μαρτυροῦν οἱ ὀρθογώνιες ὀπὲς ποὺ σώζονται στὸ ἐπιστύλιο). Στὰ χρόνια τῆς Ρωμαιοκρατίας (61 μ.Χ.), οἱ Ἀθηναῖοι ἀνέθεσαν στὸ ἴδιο σημεῖο ψήφισμα πρὸς τιμὴν τοῦ Νέρωνος, (σώζονται οἱ ὀπὲς γιὰ τὴ στερέωση τῶν χάλκινων γραμμάτων), γιὰ νὰ κερδίσουν τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα. Κατὰ τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, σὲ μία δυσπροσδιόριστη γιὰ μᾶς ἐποχή, τὸ ἐσωτερικό τοῦ σηκοῦ καὶ τμήματα τῶν κιόνων τῆς περίστασης ὑπέστησαν σοβαρὲς ζημιὲς ἀπὸ πυρκαγιὰ (ἴσως ἐξαιτίας τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Ἐρούλων στὴν Ἀθήνα, τὸ 267 μ.Χ.) εἴτε ἀπὸ σεισμό.

Τὸν 5ο αἰ. ὁ Παρθενὼν μετατράπηκε σὲ τρίκλιτη χριστιανικὴ βασιλικὴ, ἀφιερωμένη ἀρχικὰ στὴν Ἁγία Σοφία καὶ ἐν συνέχειᾳ (στὰ μεσοβυζαντινὰ χρόνια) στὴν Παναγία τὴν Ἀθηνιώτισσα.

Ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ, πάντως, καθαγιάστηκε καὶ ὁρίστηκε νὰ λέγεται «καθολικὴ ἐκκλησία Ἀθηνῶν». Σὲ ἀνώνυμη χειρόγραφη περιήγηση τοῦ 15ου αἰῶνα, ποὺ βρίσκεται στὴ Βιβλιοθήκη τῆς Βιέννης, ἀναφέρεται, ὅτι «ὁ ναὸς τῆς Θεομήτορος ποὺ βρίσκεται στὴν Ἀκρόπολη οἰκοδομήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπολλώντα καὶ τὸν Εὐλύγιο», οἱ ὁποῖοι, ὅπως ξέρουμε, ἦταν σύγχρονοι τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ Τιβερίου Β΄ ἀντίστοιχα.

Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα καὶ μετὰ, ἄρχισαν νὰ κηδεύονται γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ οἱ νεκροὶ τῶν κληρικῶν, ἐπισκόπων καὶ ἄλλων. Σὲ ἀνασκαφὲς ποὺ ἔγιναν τὸ 1836, βρέθηκαν πολλὰ μνήματα χριστιανικοῦ κοιμητηρίου καὶ μία μαρμάρινη ἐπιγραφὴ «τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν», καθὼς καὶ χάλκινα νομίσματα τῶν βασιλέων Ἰουστινιανοῦ καὶ Ἰουστίνου Β΄ καὶ μερικὰ χρυσά τοῦ Τιβερίου Β΄ τοῦ Θρακός.

Πλέον, ἐκτὸς ἀπὸ μάρμαρο, στολίστηκε μὲ εἴκονες καὶ ψηφιδωτά, βυζαντινὲς τοιχογραφίες καὶ εἰκόνες. Ἡ ἀνατολικὴ εἴσοδος τοῦ ἀρχαίου ἱεροῦ κλείστηκε καὶ ὁ πρόναος ποὺ ἔγινε τὸ ἅγιο βῆμα ὑψώθηκε κατὰ ἕνα σκαλοπάτι πάνω ἀπὸ τὸ παλαιὸ ἔδαφος. Ἡ ἁγία τράπεζα ἦταν σκεπασμένη μὲ πεντελικὸ μάρμαρο καί στηρίζονταν ἐπάνω σὲ τέσσερις μικροὺς κίονες ἀπὸ πορφυρίτη μὲ μαρμάρινα καὶ ἐπίχρυσα κιονόκρανα κορινθιακοῦ ρυθμοῦ. Ὕπερθεν αὐτῆς αἰωρεῖτο χρυσὴ περιστερὰ, ποὺ παρίστανε τὸ ἅγιο πνεῦμα, και πίσω ἀπὸ τῆς κατασκευάστηκε μαρμάρινη ἁψίδα βυζαντινοῦ ρυθμοῦ.Στὶς δυὸ πλευρὲς τῆς μεγάλης κόγχης τοῦ ἱεροῦ, κτίστηκαν ἄλλες δυὸ μικρότερες, πρὸς βορὰ γιὰ τὴν προσκομιδὴ τῶν τιμίων δώρων, ἐνῶ πρὸς νότο γιὰ τὰ σκευοφυλάκια, στὰ ὁποῖα ἐναποτίθονταν τὰ ἱερὰ σκεύη, ἄμφια καὶ λειτουργικὰ βιβλία.

Στὸ βάθος τῆς ἁψίδας καὶ στὸ μέσο τῆς ἠμικύκλιας ἐξέδρας, ὑψώνονταν ὁ ἐπισκοπικὸς μαρμάρινος θρόνος.Ὁ ἀρχαῖος ὀπισθόδομος μετασχηματίστηκε σὲ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας, ποὺ συνδέθηκε μὲ τὸν σηκὸ μὲ τρίφυλλη θύρα καὶ ὁ ναὸς γέμισε μὲ τοιχογραφίες. Ἡ παλαιὰ καὶ εὐρεία εἴσοδος διατηρήθηκε ὡς μεγάλη πύλη. Ἀλλοῦ ἔστεκαν κολῶνες ἀπὸ ἴασπη. Διέθετε ἄμβωνα καὶ κωδωνοστάσιο, τὸ ὁποῖο μάλιστα ἐξεῖχε ἀπὸ τὴν ξύλινη στέγη τῆς βασιλικῆς, ἡ ὁποία στηριζόταν στὸν σηκὸ τοῦ κλασσικοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς.

Ἡ χρυσὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔστεκε σὲ μία κόγχη ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἱερό, στολισμένη μὲ χιλιάδες ψυφίδες, τὶς λεγόμενες χρυσόπετρες. Στοὺς τοίχους τοῦ ὀπισθόδομου, σώζονται ἀκόμα καὶ σήμερα ἀμυδρὰ λείψανα βυζαντινῶν εἰκόνων. Στὴν ἐκκλησία αὐτὴ ἔκαιγε λυχνία ἄσβεστη, ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὸ ναὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχή, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Παυσανίας ἀναφέρει, ὅτι ἔκαιγε μπροστὰ στὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς. Τὸ ἔτος 946, ὁ Ὅσιος Λουκάς, σὲ παιδικὴ ἡλικία προσκύνησε στὸ ἱερό τῆς Θεοτόκου στὴν Ἀκρόπολη καὶ παρέμεινε στὴν Ἀθήνα ἐνδυθεῖς τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἀναφέρεται ἐπίσης, ὅτι ὁ ὅσιος Νίκων, τὸ ἔτος 980, στὴν περιοδεία του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἀνέβηκε στὴν Ἀκρόπολη καὶ ἔκανε κήρυγμα ἀπὸ τὸ ναό.

Ὑπάρχουν καὶ γραπτὲς πηγὲς γιὰ τὴ μετατροπὴ τοῦ Παρθενῶνα σὲ ναό. Σὲ δυὸ κείμενα γνωστῶν μητροπολιτῶν, ἀναφέρονται ἐργασίες ποὺ ἔγιναν κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα. Στὸν ἐπικήδειο γιὰ τὸν Νικόλαο Ἁγιοθεοδωρίτη (1166-75), ὁ ἀνιψιὸς του ἀναφέρει, ὅτι «…ἐμεγάλυνε τὴν μητρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν … ἀνεγείρας οἴκους κάλλος καὶ μέγεθος ἔχοντες…» «καὶ πολλῷ χρυσίῳ ἔδειξε μαρμαίροντα…» τὸν Παρθενῶνα.

Τὸ δεύτερο κείμενο εἶναι ἕνα ποίημα τοῦ Μιχαὴλ Χωνιάτη, στὸ ὁποῖο, ἀπευθυνόμενος στὴ Θεοτόκο, λέει «..ἐκάλλυνά σου τὸν ναὸν … ἔπιπλα τιμήεντα καὶ σκεύη φέρω».

Ὁ Χωνιάτης πρόσφερε ἔπιπλα καὶ λειτουργικὰ σκεύη. Τοῦ ἀποδίδουν ἐπίσης τὴν τοιχογράφηση τοῦ ναοῦ, τὰ λείψανα τῆς ὁποίας μπορεῖ νὰ χρονολογηθοῦν στὸν προχωρημένο 12ο αἰ. Ὅσο γιὰ τὸ ψηφιδωτό τῆς Παναγίας, ποὺ πιστεύεται ὅτι κοσμοῦσε τὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, ἀσφαλῶς ἀνῆκε στὴν ἴδια περίοδο. Ἂν πράγματι ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶδαν στὸν θόλο τοῦ ἱεροῦ οἱ περιηγητὲς τοῦ 17ου αἰῶνα, Spon καὶ Wheler, πρὶν ἀπὸ τὴν ἔκκρηξη τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Μοροζίνι (1687).

Στὰ 1018, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος, μετὰ τὶς νίκες του ἐναντίον τῶν Βουλγάρων, ἐπισκέπτηκε τὴν Ἀθήνα καὶ προσκύνησε τὴν Παναγία, ἐκόσμησε δὲ τὴν ἐκκλησία μὲ λαμπρὰ καὶ πολυτελῆ ἀναθήματα, τῆς ὁποίας ἡ ἀκτινοβολία ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι μεγάλη.

Μὲ τὴν κατάκτηση τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Δ΄ Σταυροφορίας (1204), ἡ ἐκκλησία συλήθηκε καὶ ἔπειτα μετατράπηκε σὲ καθολική ἐκκλησία, ὑπὸ τὴν ὀνομασία «Σάντα Μαρία ντὶ Ατένε». Ἀργότερα, ὑπὸ τὴν ἀνάληψη τῆς διακυβέρνησης τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὴ δουκικὴ οἰκογένεια τῶν De la Roche, ὁ ναὸς ἀφιερώθηκε στὴ Notre Dame καὶ στὴ νοτιοδυτική του γωνία χτίστηκε ψηλὸ κωδωνοστάσιο. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν κατάληψη τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Μωάμεθ Β΄ τοῦ Πορθητοῦ τὸ 1458, ὁ Παρθενὼν μετατράπηκε σὲ τζαμί, τὸ δὲ φραγκικὸ κωδωνοστάσιο σὲ μιναρέ.

Παρὰ τὶς κατὰ καιροὺς ἀλλαγὲς καὶ τὶς καταστροφὲς ποὺ ὑπέστη, τὸ κτίριο διατηροῦσε ὡς τὸν 17ο αἰ. τὴν ἀρχιτεκτονική του συνοχὴ καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ πλαστικοῦ του διακόσμου. Μόλις τὸ 1687, μεσοῦντος τοῦ Β΄ Ἐνετο-τουρκικοῦ πολέμου, ὀβίδα τοῦ πυροβολικοῦ τοῦ Morosini ἔπεσε στὸν Παρθενώνα, ὅπου οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἐγκαταστήσει πυριτιδαποθήκη, προξενώντας τὴν ἀνατίναξη τοῦ ναοῦ καὶ ἐκτεταμένες καταστροφὲς στὸ γλυπτό του διάκοσμο.

Στρατηγὸς τῶν στρατηγῶν, ἡ Παναγία, ἡ Κυρία Θεοτόκος, προστατεύει τοὺς πιστούς της – ὅπως καὶ ἡ θεὰ Ἀθηνά τοὺς Ἀθηναίους – σὲ κάθε δύσκολη στιγμὴ τῆς ζωῆς τους. Βρίσκεται ἐκεῖ πάντοτε κοντά τους. Τὸ 626, στὴν πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ Ἀβάρους καὶ Πέρσες, οἱ πιστοὶ ποὺ ἔχουν συγκεντρωθεῖ στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία θὰ δοῦν ξαφνικὰ μπροστὰ τους τὴν Παναγία νὰ ἔχει ἁπλώσει προστατευτικὰ τὸ πέπλο της πάνω ἀπὸ τὴν πόλη (θυμηθεῖτε τὸν πέπλο τῆς Ἀθηνᾶς στὰ Παναθήναια). Καὶ ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη: «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια» ψάλλουν οἱ πολιορκημένοι χριστιανοὶ στὴν τελευταία λειτουργία τῆς Ἁγίας Σοφίας, τὸ 1453.

 

Πηγή: agiazoni.gr