Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Εφραίμ Βατοπαιδινός

Γέροντος Εφραίμ Βατοπαιδινού: «Η αναμαρτησία της Παναγίας»

23 Απριλίου 2023

Γέροντος Εφραίμ Βατοπαιδινού: «Η αναμαρτησία της Παναγίας»

«Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ, ψαυέτω μηδαμώς χείρ αμυήτων», ψάλλουμε στην ενάτη ωδή πολλών Θεομητορικών εορτών. Πράγματι το μυστήριο περί του προσώπου και της ζωής της Θεοτόκου αποτελεί βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά»[1] για τους αμυήτους, τους μή έχοντας την αποκάλυψη, την θεία Χάρη. Μυστήριο αληθινό και τολμηρό, θείο και ανθρώπινο· ανέγγικτο από τον χοϊκό άνθρωπο. Πώς μπορεί κάποιος να νοήσει τα υψηλότερα, τα περί της Θεοτόκου, αφού δεν έχει πείρα ούτε των κατωτέρων; Πώς μπορεί ο άνθρωπος που δεν έχει καθαρισθεί από τα πάθη να ομιλεί με αυθεντία περί θεώσεως;Στα ευαγγέλια αποσιωπάται η ζωή της Παναγίας Παρθένου και μόνο λίγα μας αποκαλύπτονται. Πολλά όμως άλλα, όπως και την σημασία και έννοια των ευαγγελικών αναφορών, τα διδάσκει το Άγιο Πνεύμα με την Παράδοση της Εκκλησίας μας· τα αποκαλύπτει πολλές φορές η ίδια η Θεοτόκος στους πιστούς δούλους Της, στους Πατέρες της Εκκλησίας.

Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας, αλλά και να ζητήσω τις προσευχές σας, για να προχωρήσουμε με την Χάρη του Θεού στην ανάπτυξη του τόσο λεπτού και σημαντικού αυτού θέματος, που άπτεται του προσώπου της Παναγίας μας, αλλά έχει σχέση και με την δική μας πνευματική ζωή.

Εξαρχής η Εκκλησία δεν επιχείρησε να διατυπώσει ιδιαίτερα δόγματα για την Παναγία. Δόγματα διατύπωσε μόνο για τον Τριαδικό Θεό (Τριαδικό δόγμα) και τον ενανθρωπήσαντα Λόγο (Χριστολογικό δόγμα). Η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για την Παναγία διατυπώθηκε βαθμηδόν σε άμεση σχέση με την Χριστολογία. Μόνο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διατύπωσε ιδιαίτερα δόγματα για την Παναγία (ασπόρου συλλήψεως, ενσωμάτου μεταστάσεως). Έτσι ο Μέγας Βασίλειος μέσα στην προοπτική της αρχαίας Πατερικής Παραδόσεως, απευθυνόμενος προς αυτούς που αμφισβητούσαν την μετά τόκον παρθενία της Θεοτόκου, μετατόπιζε την σπουδαιότητα του θέματος στην παρθενική Γέννηση του Χριστού, και έλεγε ότι η παρθενία ήταν αναγκαία ως την ενανθρώπηση, για το ύστερα ας μην είμαστε περίεργοι λόγω του μυστηρίου που περικλείεται[2].

Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας

Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας που η διδασκαλία του για τον όρο «Θεοτόκος» θεμελιώθηκε από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο[3] και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποτελούν δύο βασικούς σταθμούς στην ανάπτυξη της δογματικής διδασκαλίας για την Παναγία. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο και ύστερα η αφομοίωση της δογματικής διδασκαλίας για την Θεοτόκο ήταν πολύ αργή.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ο αιώνα, που χαρακτηρίστηκε ως αιώνας του χριστιανικού ανθρωπισμού για το Βυζάντιο, σε αντίθεση με τους προγενεστέρους Πατέρες ήταν ίσως ο πρώτος, που τόνισε την ανθρωπολογική σπουδαιότητα του προσώπου της Θεοτόκου, χωρίς βέβαια να αγνοεί την Χριστολογική σπουδαιότητά της ή να παύει να την προϋποθέτει. Μίλησε εκτενώς για το πρόσωπο και την ασκητική ζωή της Παρθένου! Την παρουσίασε ως ησυχάστρια μέσα στα Άγια των Αγίων και την πρόβαλε ως πρότυπο πνευματικής τελειώσεως[4]. Αυτός απέδειξε ότι πρώτη η Παναγία είδε τον αναστάντα Χριστό. Κατά τον άγιο Γρηγόριο αυτή ήταν η μόνη «κυρίως φερωνύμως παρθένος»· είχε αποκτήσει την τελεία αγνεία, ήταν παρθένος στο σώμα και την ψυχή και δεν μπορούσε να αγγίξει κάποιος μολυσμός ούτε τις αισθήσεις του σώματός της ούτε τις δυνάμεις της ψυχής της[5].

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ρωσική εικόνα.

Την γραμμή αυτήν του Παλαμά ακολούθησε και ο σχεδόν σύγχρονός του άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Αυτός γράφει ότι «προξενεί έκπληξη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε αυτούς τους αγγέλους, το πώς, ενώ η Παρθένος ήταν μόνο άνθρωπος και δεν είχε τίποτε περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, μπόρεσε να διαφύγει, μόνη αυτή, την κοινή αρρώστια (δηλ. την αμαρτία)»[6]. Αυτή ήταν η «πρώτη και μόνη της αμαρτίας καθάπαξ απηλλαγμένη»[7].

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Τοιχογραφία του ναού της Παντάνασσας στο ευλογημένο μετόχι της Μονής Βατοπαιδίου στην λίμνη Βιστωνίδα.

Ακολουθεί ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, ο οποίος κάνοντας μία συνθετική θεολογία με βάση όλους τους προγενέστερους Πατέρες διακηρύττει: «Αν καθ’ υπόθεσιν όλοι οι άνθρωποι, και τα λοιπά κτίσματα ήθελον γείνη κακά, μόνη η Κυρία Θεοτόκος ήτον ικανή να ευχαριστήση τον Θεόν» και ότι «όλος ο νοητός και αισθητός κόσμος έγεινε διά το τέλος τούτο, ήτοι διά την Κυρίαν Θεοτόκον, και πάλιν η Κυρία Θεοτόκος, έγεινε διά τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν»[8]. Στην δε ερμηνεία του Εις την θ΄ ώδήν της Θεοτόκου Μαρίας γράφει ότι «η Θεοτόκος ήταν ανωτέρα κάθε προαιρετικού αμαρτήματος συγγνωστού τε και θανασίμου, μέχρι και προσβολής αυτής πονηρού λογισμού»[9].

Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

Τελευταίο σταθμό αποτελεί ο άγιος Σιλουανός ο  Αθωνίτης, που μαρτυρεί εν Πνεύματι Αγίω ότι «η Θεομήτωρ ουδέποτε ήμαρτεν, ουδέ διά σκέψεως»[10].

Ο Χριστός δεν αμάρτησε, γιατί ως θεία Υπόσταση δεν μπορούσε να αμαρτήσει. Είχε την απόλυτη και κατά φύση αναμαρτησία. Το «ουδείς αναμάρτητος, ει μή ο Θεός»[11] αναφέρεται σε αυτήν την κατά φύση αναμαρτησία της Αγίας Τριάδος, και φυσικά του Χριστού ως δευτέρου προσώπου Της. Η Θεοτόκος δεν αμάρτησε, αν και μπορούσε να αμαρτήσει. Δεν ήταν αναμάρτητη κατά φύση αλλά κατά θέληση.

Η Παναγία είχε πραγματική, τελεία και όχι σχετική[12] αναμαρτησία στα έργα, στους λόγους και στους λογισμούς της. Ούτε «βρισκόταν σε ύφεση η αμαρτία στην Θεοτόκο»[13], ούτε η απαλλαγή της από την αμαρτία έγινε μετά την Πεντηκοστή ή έστω μετά τον Ευαγγελισμό[14]. Επιπλέον δεν αρκεί να ομολογεί κάποιος ότι η αμαρτία υπήρχε σε Αυτήν δυνάμει και όχι ενεργεία, χωρίς να επεξηγείται αυτό το «δυνάμει» ως ανενέργητο στις πράξεις, τους λόγου και τους λογισμούς.[15] Ακόμη και αυτή η «κατά Χάριν αναμαρτησία»[16] είναι αποδεκτή με την προϋπόθεση ότι με την συνέργεια της θείας Χάριτος η Θεοτόκος παρέμεινε αναμάρτητη από την γέννησή της ως και την κοίμησή της, και όχι ότι «η ακαταγώνιστος (irresistibilis) Χάρις» επέβαλλε την αναμαρτησία μετά τον Ευαγγελισμό. Αυτά προβάλλουν πολλοί σύγχρονοι «ημέτεροι» θεολόγοι που απαντούν στις Ρωμαιοκαθολικές δοξασίες για την Θεοτόκο με προτεσταντίζουσα θεολογία. Αν οι παλαιοί αλλά και οι σύγχρονοι αιρετικοί αμφισβητούν την αναμαρτησία του Χριστού[17], πόσο μάλλον της Θεοτόκου;

Δεν μπορεί με την αντίρρηση και την διανοητική θεολόγηση να ανατραπεί κάποια αιρετική δοξασία, αλλά μόνο με την εμπειρική γνώση της ορθόδοξης Πατερικής θεολογίας. Ακραιφνής εκφραστής των δογμάτων της Εκκλησίας είναι αυτός που έχει αναπτυγμένη στο έπακρο την νοερά και την λογική του ενέργεια[18], αυτός που έχει αποκτήσει δογματική συνείδηση. Αυτή κατά τον μακάριο Γέροντα Σωφρόνιο «είναι καταστάλαγμα μακροχρονίου πείρας της Χάριτος, ουχί δε διανοητικής εργασίας»[19]. «Είναι η βαθεία ζωή του πνεύματος, και ουχί η αφηρημένη γνώσις», που αφομοιώνεται μετά από παρέλευση πολλών ετών εναλλαγής πνευματικών καταστάσεων επισκέψεως και άρσεως της Χάριτος[20].

Η Υπεραγία Θεοτόκος σύμφωνα με την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι «αειπάρθενος». Δηλαδή παρθένος προ του τόκου, εν τώ τόκω και μετά τον τόκον. Αυτή η παρθενία δεν έγκειται μόνο στην σωματική της καθαρότητα, αλλά κυρίως στην ψυχική. Διότι «η παρθενία ως απλή βιολογική κατάσταση δεν έχει καμμία θεολογική ή σωτηριολογική σπουδαιότητα»[21]. Δηλαδή το «αειπάρθενον» της Θεοτόκου ταυτίζεται με την τελεία καθαρότητα, την αναμαρτησία[22]. Αναμαρτησία προ του τόκου, εν τώ τόκω και μετά τον τόκον. Η αναμαρτησία της δεν προέρχεται από άσπιλη σύλληψή της (Conceptio Immaculata)[23], όπως κακώς δογμάτισε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με τον πάπα Πίο Θ΄ το 1854, αλλά από την ελεύθερη προσωπική της αποστροφή προς την αμαρτία.

Η Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως εν τη νηδύι της Αννας εξ Ιωακείμ». Το ότι συνελήφθη σωφρόνως σημαίνει ότι ο τρόπος της συλλήψεως ήταν αγνός και ανήδονος. Για να είχε όμως η Παρθένος άσπιλη σύλληψη, έπρεπε να είχε γεννηθεί παρθενικώς όπως και ο Χριστός[24]. Η Πανάμωμος Παρθένος είναι η μόνη από το ανθρώπινο γένος που διατήρησε αμόλυντο και φωτεινό το «κατ’ εικόνα». Με την αγαθή προαίρεση και την άσκησή Της εργαζόταν εν ελευθερία όλες τις θεοειδείς αρετές σε μέγιστο βαθμό. Μόνο στην Παρθένο έχουμε πλήρη αρμονία φύσεως και υποστάσεως. Έχουμε ένωση της γνώμης, της προαιρέσεως με τον λόγο της φύσεως, οπότε κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή γίνεται «η του Θεού προς την φύσιν καταλλαγή»[25]. Το θέλημά της ταυτιζόταν εντελώς με το θέλημα του Θεού. Είχε δώσει όλη την προαίρεσή της στον Θεό.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

Γι’ αυτό μπορούσε να πεί με μεγαλειώδη ταπείνωση στον Ευαγγελισμό της: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου»[26]. Όταν της εξηγήθηκε ότι η σύλληψη θα γίνει εν Πνεύματι Αγίω στην παρθενική μήτρα της, τότε συμφώνησε, αποδέχτηκε την άρρητη οικονομία του Θεού. Μόνο κάποιος που θα είχε πραγματοποιήσει βίο πανάμωμο και αμόλυντο, μόνο κάποιος που θα είχε δείξει ιδιαίτερη, ξεχωριστή και μεγαλειώδη έφεση προς τον Θεό, που θα είχε αποκτήσει τέτοιο θείο έρωτα, όσο κανένα άλλο δημιούργημα, θα μπορούσε να δεχθεί αυτήν την ακατάληπτη οικονομία του Θεού χωρίς αμφιβολίες. Η αγία Παρθένος δέχτηκε με ταπείνωση και απλότητα τον έπαινο του Γαβριήλ και το μήνυμα της θείας ενανθρωπήσεως, γιατί ήταν αυτή η μόνη πρόσφορη για την υψηλή τιμή και αποστολή που της έδινε ο Θεός[27].

Εδώ ακριβώς έγκειται ο κεντρικός και ενεργητικός ρόλος της στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού και της σωτηρίας του ανθρώπου. Προετοίμασε τον εαυτό της με τον πανάγιο βίο της έτσι ώστε να ελκύσει τον Θεό από τον ουρανό στην γή. Η Αειπάρθενος Μαρία δεν ήταν η καλύτερη γυναίκα στην γή, ούτε απλά η καλύτερη γυναίκα όλων των εποχών, αλλά ήταν η μοναδική που θα κατέβαζε τον ουρανό στην γή, θα έκανε τον Θεό άνθρωπο. «Μόνη γάρ Θεού και παντός ανθρωπείου γένους στάσα μεταξύ, τον μέν Θεόν εποίησεν υιόν ανθρώπου, υιούς δε Θεού τους ανθρώπους απειργάσατο, την γήν ουρανώσασα και το γένος θεώσασα»[28].

Αν είχε διαπράξει αμαρτίες –έστω και μόνο με τον λογισμό– η Παρθένος πριν από τον Ευαγγελισμό, πώς θα μπορούσε να έλθει, να σαρκωθεί, να ενωθεί ο Αγαθός, ο Άγιος Θεός με κάτι που δεν θα ήταν αγαθό και άγιο, αλλά θα είχε πείρα της αμαρτίας; Η θεοχώρητος Παρθένος έζησε επί γής σαν να μην είχε σχέση με την αμαρτία που είχε διαπραχθεί στην ιστορία της ανθρωπότητος. Ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας την παρομοιάζει με την κιβωτό του Νώε, που έλαβε μέρος και μάλιστα σωστικό κατά τον Κατακλυσμό, αλλά δεν είχε καμμία σχέση με τους ανθρώπους της εποχής του Νώε[29].

Η Παρθένος γεννημένη από ανθρώπους –τόν Ιωακείμ και την Αννα– ήταν κληρονόμος και φορέας του προπατορικού αμαρτήματος, στις συνέπειές του, την θνητότητα, τα αδιάβλητα πάθη[30]· παίρνοντας από τον Θεό τόση βοήθεια, όση έδωσε ο Θεός και σε όλους τους άλλους ανθρώπους έζησε αναμάρτητα, προ του τόκου. Από αυτό το αναμάρτητο σώμα και την αναμάρτητη ψυχή, τον ενιαίο δηλαδή αναμάρτητο άνθρωπο, πήρε ο Υιός και Λόγος του Θεού αναμάρτητο σώμα και αναμάρτητη ψυχή και έγινε άνθρωπος, μόνος Αυτός με άσπιλη σύλληψη.

Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «φύσει αναμάρτητον και θελήσει αυτεξούσιον»[31]. Λόγω κακής χρήσεως του αυτεξουσίου εισήλθε η αμαρτία στον άνθρωπο και τον κυρίευσε. Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα ο Κύριος γνώριζε ότι ο άνθρωπος μπορεί να του προσφέρει καθαρή και αγνή την ανθρώπινη φύση –όπως τότε που την πρωτοδημιούργησε– για να πάρει από αυτήν την Μητέρα Του[32]. Ο Θεός περίμενε να δημιουργηθεί «η μόνη Αγνή και Αχραντος Παρθένος», για να εκπληρώσει την προ καταβολής κόσμου οικονομία Του. Δεν μεταβάλλει τα σχέδιά Του, δεν αναιρεί τα δημιουργήματά Του, γιατί αυτό θα έδειχνε ότι κάτι δεν «εποίησε λίαν καλά»[33].

Βέβαια και ο τοκετός της Θεοτόκου ήταν αναμάρτητος, αφού ήταν υπερφυσικός, «άνευ ωδίνων». Αλλά και μετά τον τόκο της έζησε αναμάρτητα, αφού μάλιστα ενοίκησε σε αυτήν «πάν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς»[34]. Από την στιγμή της «επισκιάσεως της δυνάμεως του Υψίστου»[35], δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, κατά τον Ευαγγελισμό, η Παναγία Παρθένος λαμβάνει μία συνεχή αύξηση αγιασμού, η οποία δεν σταματά, δεν διακόπτεται. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει: «Αγία μέν γάρ εί σύ, φησί, και κεχαριτωμένη, Παρθένε· Πνεύμα δε πάλιν Άγιον επελεύσεται επί σε δι’ αγιασμού προσθήκης υψηλοτέρας ετοιμάζον και προκαταρτίζον την εν σοί θεουργίαν»[36]. Στοιχώντας στον Παλαμά ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ θεωρεί ότι κατά την στιγμή του Ευαγγελισμού έχουμε για την Παρθένο «πρόωρη Πεντηκοστή»[37]. Κατά τον Ευαγγελισμό δηλαδή συμβαίνει στην Παρθένο η κάθαρση που λέγουν οι Πατέρες[38], όχι κάθαρση από προσωπικά αμαρτήματα που δεν υπήρχαν, αλλά «προσθήκη χαρίτων[39].

Όσοι δεν αποδέχονται την αναμαρτησία της Θεοτόκου προσπαθούν να στηρίξουν την άποψή τους σε ορισμένα αγιογραφικά χωρία και περιστατικά, που δυστυχώς τα παρερμηνεύουν. Έτσι κατά τον γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας[40] υποστηρίζουν ότι η Θεοτόκος «εκινήθη ‘εκ της ασθενείας της κενοδοξίας’, επειδή ‘ηνώχλησεν ακαίρως τον Κύριον’ όταν αρχικά αρνήθηκε ο Χριστός να κάνει το θαύμα καθώς τον προέτρεπε η Μητέρα Του»[41]. Αλλά  νομίζουμε ότι εδώ ακριβώς φανερώνεται το μέγεθος της παρρησίας της Θεοτόκου, γιατί ο Χριστός παρά την αρχική Του άρνηση υπήκουσε στην Παναγία και έκανε το θαύμα[42]. Κάτι παρόμοιο συνέβη στο σχετικό θαύμα με μία από τις επτά θαυματουργές εικόνες που φυλάσσονται στην Μονή μας, την Παναγία την Παραμυθία[43].

Για την περίπτωση κατά την οποία ο Χριστός μιλούσε στα πλήθη, ενώ η Μητέρα Του και οι νομιζόμενοι αδελφοί Του ήθελαν να του μιλήσουν και είπε ο Χριστός, ότι «όστις αν ποιήση το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν»[44], υποστηρίχθηκε ότι με την απάντησή του ο Κύριος «κατήσχυνεν ηρέμα τον φιλόδοξον αυτής σκοπόν και το τυραννικόν πάθος της κενοδοξίας απήλασεν»[45]. Ο Χριστός όμως εδώ, όπως και σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις Του, δεν δείχνει οποιαδήποτε συναισθηματική προσκόλληση προς την Μητέρα Του, γι’ αυτό εξάλλου και στα ευαγγέλια δεν φαίνεται ποτέ να την αποκάλεσε «Μητέρα». Γιατί, όποιος δεν έχει βιώσει την εν Πνεύματι Αγίω αγάπη, μπορεί να παρερμηνεύσει αυτήν ως συναισθηματική. Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο ειδών αγάπης· όση η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Επίσης ο Χριστός δεν ήθελε να έχει ως μαρτυρία για το έργο Του, την Μητέρα Του, γιατί, αφού απευθυνόταν κυρίως στους απίστους και σκληροτράχηλους Ιουδαίους, η μαρτυρία της θα ήταν ύποπτη. Κάτι τέτοιο προβάλλει και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, όταν εξηγεί, γιατί οι ευαγγελιστές δεν ανέφεραν ρητώς ότι ο αναστάς Χριστός εμφανίσθηκε πρώτα στην Παναγία Μητέρα Του[46].

Ισχυρίζονται ακόμη κατά την σταύρωση του Χριστού ότι «η ρομφαία που διήλθε»[47] την καρδία της Θεοτόκου οφειλόταν στην απιστία της και ότι σκανδαλίσθηκε και κλονίσθηκε με τον ατιμωτικό θάνατο του Χριστού[48]. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης όμως γράφει: «Ημείς δεν φθάνομεν εις το πλήρωμα της αγάπης της Θεοτόκου, και διά τούτο δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν πλήρως το βάθος της θλίψεως αυτής. Η αγάπη αυτής ήτο τελεία. Ηγάπα απείρως τον Θεόν και Υιόν αυτής, αλλ’ ηγάπα και τον λαόν αγάπη μεγάλη. Και τί ήσθάνετο άρά γε, ότε εκείνοι, τους οποίους αύτη τοσούτον ηγάπα και των οποίων την σωτηρίαν επόθει έως τέλους, εσταύρουν τον ηγαπημένον Υιόν αυτής; Δεν δυνάμεθα να συλλάβωμεν τούτο, διότι ολίγη είναι η αγάπη ημών διά τον Θεόν και τους ανθρώπους»[49].

Βέβαια για να φανεί ότι η Θεοτόκος ήταν άνθρωπος και όχι θεά, γιατί ο Νεστόριος και άλλοι αιρετικοί έλεγαν, «υπό ανθρώπου δε Θεόν τεχθήναι αδύνατον»[50], ο ευαγγελιστής Λουκάς μας διέσωσε το περιστατικό κατά το οποίο η Παναγία, όταν επέστρεφε από την Ιερουσαλήμ, δεν γνώριζε που ήταν το παιδί της, ο Χριστός, και τον έψαχνε μαζί με τον Ιωσήφ τον μνήστορα επί τρεις ημέρες[51]. Τούτο όμως φανερώνει ένα αναμάρτητο σφάλμα και ότι δεν είχε την επί γής παγγνωσία, αφού ήταν άνθρωπος[52].

Η Θεοτόκος δεν είχε ούτε συγγνωστά αμαρτήματα. Είχε τέλεια αναμαρτησία σε ό,τι αφορά τα έργα, τους λόγους και την κατά διάνοια αμαρτία[53]. Αυτό πραγματοποιήθηκε, γιατί από την γέννηση ως την κοίμησή της είχε αδιάλειπτη και αισθητή κοινωνία με την θεία Χάρη. «Ολόκληρη η ζωή της υπήρξε μία αδιάκοπη υπέρβαση της κλίσεως προς το κακό, μία διαρκής πορεία ανόδου και προόδου στην αρετή. Η Παναγία με τον άγιο βίο της υπερέβη το στάδιο της ασκήσεως και της καθάρσεως»[54]. Ο άγιος Σιλουανός γράφει αποκαλυπτικά: «Η Θεομήτωρ ουδέποτε απώλεσε την Χάριν», γι’ αυτό «ουδέποτε ημάρτησεν, ουδέ διά λογισμού»[55].

Ο Γέροντας Σωφρόνιος

Ο τρόπος θεωρήσεως του ανθρώπου, η μαρτυρία και η ομολογία του για το πρόσωπο και την αναμαρτησία της Κυρίας Θεοτόκου φανερώνουν και την εσωτερική πνευματική του κατάσταση. Βέβαια οι Προτεστάντες και οι Ρωμαιοκαθολικοί στέκουν στα δύο άκρα της υποτιμήσεως και υπερτιμήσεως του προσώπου της Παναγίας αντίστοιχα. Όμως και μέσα στον χώρο της Ορθοδοξίας οι ηθικιστές από την μια και οι νοησιαρχικοί από την άλλη έχουν σίγουρα λανθασμένη αντίληψη για την Υπεραγία Θεοτόκο, γιατί δεν στηρίζονται στην εμπειρική, υπαρξιακή κοινωνία μαζί της[56]. Οι ηθικιστές αποδέχονται την σωματική παρθενία της Θεοτόκου, όχι όμως και την πνευματική, γιατί πάντοτε μένουν στα «έξωθεν του ποτηρίου»[57]. Οι νοησιαρχικοί δεν πιστεύουν στην αναμαρτησία της Παναγίας, γιατί δεν μπορεί να το αποδεχθεί αυτό η ευφυέστατη μέν και οξυδερκής, πεπερασμένη δε και αφώτιστη διάνοιά τους. Ο μακάριος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, αυτός ο εμπειρικός θεολόγος, θεόπτης και κατ’ εμέ ο μεγαλύτερος θεολόγος του 20ου αιώνα, ομολογεί: «Ουδείς των ανθρώπων υπήρξεν άνευ αμαρτίας, εκτός της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας»[58], «δι’ αυτής δε και χάριν αυτής η ιστορία του κόσμου εισήλθεν εις νέαν τροχιάν, ασυγκρίτως μεγαλειωδεστέραν παντός ό,τι υπήρχε προς αυτής»[59]. Αν κάποιος θεωρεί ότι η θέωση του ανθρώπου είναι ένα ηθικό γεγονός[60] και όχι μία οντολογική κατάσταση πώς μπορεί να διεισδύσει, να εμβαθύνει στο μυστήριο της Θεοτόκου;

Βέβαια «η βαθύτερη εμπειρία της Μητέρας του Κυρίου είναι κρυμμένη από εμάς και κανείς ποτέ δεν είναι δυνατόν να συμμερισθεί αυτήν την μοναδική εμπειρία»[61]. Δεν μπορούσε και ούτε μπορεί κάποιο δημιούργημα να γίνει τελειότερο από αυτήν, ούτε η ίδια μπορούσε να γίνει τελειότερη απ’ ότι είναι. Κατά τον άγιο Αυγουστίνο «τρία δεν ηδυνήθη να κάμη τελειότερα ο Θεός, παρά πάσαν την παντοδυναμίαν Του. Την Σάρκωσιν, την Παρθένον και την μακαριότητα των δικαίων εν τη μελλούση ζωή»[62].

Η Παναγία μας μέσα στην ορθόδοξη Λατρεία για το «θεότευκτο, πνευματικό κάλλος της, το αμήχανο και απερίγραπτο»[63] την παναγιότητα, την αναμαρτησία της μεγαλύνεται με υπέροχους και θεολογικωτάτους ύμνους[64], εγκωμιάζεται με υψηλούς, αποκαλυπτικούς και δυσπρόσιτους στην κοινή ανθρώπινη διάνοια λόγους[65]. Σε Αυτήν απευθύνονται πύρινες προσευχές[66]. Δεν αποδίδουμε την οφειλόμενη τιμή προς την Κυρία Θεοτόκο, αν ομολογούμε ότι ήταν απλά ενάρετη και έζησε με ταπείνωση και υπακοή και δεν ομολογούμε το ανώτερο· ότι έζησε αναμάρτητα. Δεν ζηλοτυπεί ο Χριστός, δεν υποβιβάζουμε το πρόσωπό Του ως μοναδικό Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου[67] αν ομολογούμε ότι η Παναγία Μητέρα Του είναι αναμάρτητη, όχι βέβαια κατά φύση αλλά κατά προαίρεση. Χρειάζεται να αποβληθεί η φοβία που προέρχεται από προτεσταντίζουσα επιχειρηματολογία, ότι τιμώντας το πρόσωπο της Παναγίας την διαχωρίζουμε από τον Χριστό, από το μυστήριο της ενανθρωπήσεως. Τιμή και προσκύνηση προς την Παναγία δεν σημαίνει αποδοχή της Ρωμαιοκαθολικής Μαριολατρίας[68]. Η ορθόδοξη διδασκαλία για την Θεοτόκο ομιλεί και ερμηνεύει την ορθή θέση  της μέσα στην Εκκλησία.

Ο πανάγιος βίος, η αναμαρτησία της Παρθένου, που έγινε αφορμή για να γίνει Θεοτόκος και Θεομήτωρ εξηγούν αυτήν την ιδιαίτερη θέση Της, που ομολογούμε ότι έχει μετά τον Θεό και πάνω από τους αγγέλους και τους αγίους. Με την  υποστατική ένωση της θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού και την δημιουργία της θεανθρωπίνης οικογενείας και κοινωνίας, η Παναγία γίνεται η Μητέρα της καινής κτίσεως.

Η Παναγία μας είναι το «μεθόριον μεταξύ κτιστής και ακτίστου φύσεως», η «μετά Θεόν θεός, η τα δευτερεία της Τριάδος έχουσα», η «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ», η «αγία αγίων μείζων», αυτή που «δύναται πάντα όσα θέλει» και μόνο σε αυτήν οφείλουμε «δουλική προσκύνηση, λατρευτική βέβαια προς τον Θεό και τιμητική προς τους αγίους»[69]. Γι’ αυτό, νομίζω, δεν θα είμαστε εκτός του πνεύματος των αγίων Πατέρων μας, αν απευθύνουμε το εφύμνιο προς την Παναγία μας: «Χαίρε, αναμάρτητε Θεόνυμφε Δέσποινα». Αμήν.


[1] Αποκ. 5,1.

[2] «Μέχρι γάρ της κατά την οικονομίαν υπηρεσίας αναγκαία η παρθενία, το δ’ εφεξής απολυπραγμόνητον τώ λόγω του μυστηρίου». Μεγάλου Βασιλείου, Εις την αγίαν του Χριστού γέννησιν 5, PG 31, 1468ΑΒ.

[3] Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θεσσαλονίκη 1996.

[4] Ενώ οι Πατέρες του 4ου αιώνα πρόβαλαν ως πρότυπο τελειώσεως τον προφήτη Μωυσή (βλ. αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί του βίου Μωϋσέως του νομοθέτου, ή περί της κατ’ αρετήν τελειότητος, PG 44, 297-429), ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς θέτει την Παρθένο ως πρότυπο τελειώσεως και παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς στις ομιλίες του και ιδιαίτερα στην Ομιλία 53, Γρηγορίου Παλαμά Ομιλίαι ΚΒ΄, έκδ. Σοφ. Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 131-180.

[5] Βλ. αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 14, PG 151, 172BC.

[6] Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν 6, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 69.

[7] Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Κοίμησιν 8, ό.π., σ. 196.

[8] Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, εκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ, σ. 224. Πρβλ. αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Αόρατος Πόλεμος, εκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ, κεφ. μθ΄, σ. 165-166.

[9] Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Κήπος Χαρίτων, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 41992, σ. 200.

[10] Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 81999, σ. 492.

[11] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Ιερά Παράλληλα, Τίτλ. ΙΓ΄, ΡG 95, 1172ΑΒ.

[12] Ενδεικτικά βλ. στην Δογματική του Π. Τρεμπέλα, όπου γράφει: «Ως προς δε την αναμαρτησίαν, την οποίαν η Δυτική Εκκλησία στηριζομένη ένθεν μέν επί του χαιρετισμού του αγγέλου, εν τώ οποίω η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως κεχαριτωμένη, ένθεν επί της ιδέας, ότι εάν δεχθώμεν, ότι αύτη εγένετο ένοχος αμαρτίας, τούτο θα επεσκίαζε την τιμήν του υιού της, δεχόμεθα ταύτην μόνον ως σχετικήν, υφ’ ην έννοιαν ο μέν Παύλος λέγει περί εαυτού ότι ‘κατά δικαιοσύνην την εν νόμω εγένετο άμεμπτος’». Τί υπονοεί εδώ ο μακαριστός καθηγητής με τον όρο ‘σχετική’; Αν είχε αμαρτήματα η Θεοτόκος ή όχι, δεν φαίνεται καθαρά. Πιο κάτω όμως αναφέρει ότι «μόνος ο ιερός Αυγουστίνος εκδέχεται την Θεοτόκον ως τελείως απηλλαγμένην προσωπικών αμαρτιών». Και συνεχίζει· «πολλοί όμως εκ των λοιπών Πατέρων και συγγραφέων αποδίδουσιν εις την Παρθένον όχι μόνον την δυνατότητα, όπως αμάρτη αλλά και ότι δεν ήτο απηλλαγμένη αδυναμιών και ατελειών τινων (δηλ. παθών)». Κατόπιν φέρνει μεμονωμένα χωρία Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων (Ωριγένη, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ζιγαβηνού), χωρίς όμως να εξετάζει τον λόγο, την αιτία που έγραψαν κάτι τέτοιο, ούτε να τα συνδέει με την όλη διδασκαλία τους για την Θεοτόκο, όπου την «αποδεικνύει» εμπαθή! Βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Β΄, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι 21979, σ. 213-215. Επίσης βλ. ό.π., σ. 215-216, τον προτεσταντίζοντα τρόπο με τον οποίο θέλει να ανατρέψει τις καινοτομίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για την Θεοτόκο, όπου μάλιστα παραξενεύεται, όταν ο L. Ott γράφει ότι «ουδεμία Χάρις μεταδίδεται εις τους ανθρώπους άνευ της ενεργού μεσιτείας αυτής». Δεν γνώριζε απ’ ότι φαίνεται ο κ. καθηγητής ότι με αυτό το σκεπτικό κατηγορείται και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, που γράφει τα εξής αποκαλυπτικά: «Ουκούν αύτη μεθόριόν εστι κτιστής και ακτίστου φύσεως, και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν, ει μή δι’ αυτής τε και του εξ αυτής τεχθέντος μεσίτου· και ουδέν αν εκ του Θεού των δωρημάτων, ειμή διά ταύτης, γένοιτο και αγγέλοις και ανθρώποις». Ομιλία 53, 23, Γρηγορίου Παλαμά Ομιλίαι ΚΒ΄, έκδ. Σοφ. Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 159.

[13] Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου- Ευτυχιάδου, Η Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητος, Αθήνα 1990, σ. 57 υποσημ. 1. Δηλαδή η Παναγία δεν είχε πολλές αμαρτίες, ήταν μειωμένες! Η διατριβή αυτή γράφτηκε, όπως φαίνεται και από τον επεξηγηματικό υπότιτλό της, ως «Συμβολή εις την ορθόδοξον τοποθέτησιν έναντι της ρωμαιοκαθολικής Ασπίλου Συλλήψεως και των συναφών ταύτη δογμάτων». Η κα Σπουρλάκου στην προσπάθειά της να ανατρέψει το ρωμαιοκαθολικό δόγμα χρησιμοποιεί σε γενικές γραμμές προτεσταντίζουσα επιχειρηματολογία, σε πολλά σημεία φάσκει και αντιφάσκει χρησιμοποιώντας αστόχως πλήθος Πατερικών και μή χωρίων, κάνοντας έτσι όλη την μελέτη κάπως «φλύαρη» (σύνολο σελίδων 646). Ως προς το θέμα της αναμαρτησίας της Παναγίας δεν είναι ξεκάθαρη η θέση της. Για παράδειγμα, εκτός το «τής αμαρτίας εν υφέσει», που αναφερθήκαμε παραπάνω, στην αρχή της σελίδας 53, ενώ γράφει ότι η Παναγία «έλαβε την χάριν του μή αμαρτάνειν», στην ίδια σελίδα λίγο πιο κάτω γράφει ότι είχε ατέλειες και συγγνωστά ελαττώματα. Το συγγνωστό όμως ελάττωμα/αμάρτημα είναι ουσιαστικά η συγκατάθεση στην κατά διάνοια αμαρτία. Επίσης βλ. σ. 628, όπου η αναμαρτησία της Θεοτόκου παρομοιάζεται (υποβιβάζεται ουσιαστικά) με αυτήν των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης και ότι η αγιότητα της Θεοτόκου «είναι εφικτή παντί τώ έχοντι την αυτήν δεκτικότητα». Πρβλ. σ. 55, όπου γράφει «περί εξομοιώσεως και ταυτίσεως εκάστου χριστιανού μετά της (αγιότητος) της Θεομήτορος». Βέβαια δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε λεπτομερή κριτική της διατριβής της κας Σπουρλάκου, αλλά νομίζουμε (καί πιστεύουμε ότι δίχως την θέλησή της) στην μελέτη αυτή υποβιβάζεται το πρόσωπο της Θεοτόκου. Ποιός μπορεί να φθάσει την αγιότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου; Η μήπως και αυτή θα κριθεί, όπως λέγουν οι Πεντηκοστιανοί; Διαφορετικό είναι να λέμε ότι η Θεοτόκος αποτελεί πρότυπο βίου για τον χριστιανό και άλλο είναι να θεωρούμε ότι μπορούμε να εξομοιωθούμε με αυτήν, να έχουμε την ίδια δεκτικότητα αγιότητος.

[14] Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, «Μαρία», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, Αθήναι 1966, σ. 675, όπου ο κατά τα άλλα εμβριθής και πρωτοπόρος στις μελέτες του για την Θεοτόκο κ. καθηγητής (αυτόν ακολουθεί ο Π. Τρεμπέλας, σχεδόν αντιγράφει η Αμ. Σπουρλάκου) φοβούμενος ότι η τελεία αναμαρτησία της Παναγίας (όχι βέβαια κατά φύση αλλά κατά θέληση, κατά προαίρεση) προέρχεται από την άσπιλη σύλληψη που προσβάλλει το αναμάρτητο του Κυρίου, μεταθέτει την αναμαρτησία της είτε μετά τον Ευαγγελισμό, είτε μετά την Ανάσταση, είτε μετά την Πεντηκοστή. Η φοβία του αυτή είναι αισθητή και στην μελέτη του Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, όπου στο κεφ. «Το αναμάρτητον της Θεοτόκου εξ επόψεως Ορθοδόξου», σ. 78 κ.ε. προβάλλει Σύρους και μονοφυσίτες θεολόγους ως υποστηρικτές του αγνοώντας την μετά τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό Πατερική Παράδοση. Ενώ θεωρεί ότι ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει περί καθαρότητος και αναμαρτησίας της Θεοτόκου «υπό λατινικήν σχολαστικήν επίδρασιν διατελών»,  βλ. ό.π., σ. 86.

[15] Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου- Ευτυχιάδου, Η Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητος, Αθήνα 1990, σ. 57. Εξάλλου και ο ορθόδοξος χριστιανός μόλις βαπτισθεί δεν είναι μόνο  δυνάμει αλλά και ενεργεία αναμάρτητος.

[16] Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου, ό.π., σ. 53. Πρβλ. Ιωάννου Καλογήρου, «Μαρία», ό.π., σ. 675.

[17] Βλ. Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 21956, σ. 191-193. Επίσης και ημέτεροι θεολόγοι παρερμηνεύουν την αναμαρτησία του Χριστού. Για παράδειγμα βλ. Ανδρέου Θεοδώρου, Η περί Τριάδος και Χριστού διδασκαλία της Παρακλητικής, εν Αθήναις 1962, σ. 32, όπου ο Χριστός παρουσιάζεται θελήσει αναμάρτητος και όχι φύσει.

[18] Βλ. εισήγησή μας, «Η χρήση λογικής και νοεράς ενέργειας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά», Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου 2000, σ. 776.

[19] Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 81999, σ. 247.

[20] Βλ. ό.π., σ. 250. Πρβλ. το όραμα που είδε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με την μεταβολή του γάλακτος σε οίνο, όπου ο ηθικός λόγος του ανυψώθηκε σε δογματικό μετά από 18 έτη μοναχικής ασκήσεως. Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εγκωμιαστικός εις Γρηγόριον Παλαμάν, PG 151, 580AD.

[21] Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η Παρθένος Μαρία, μητέρα της καινής κτίσεως», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 274.

[22] «Η πνευματική παρθενία είναι αναμαρτησία». Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 136.

[23] Το δόγμα αυτό της Παπικής Εκκλησίας έφερε ως λογικό επακόλουθο ένα άλλο δόγμα, αυτό της ενσώματης μεταστάσεως της Θεοτόκου (Assumptio) που διατυπώθηκε από τον πάπα Πίο ΙΒ΄ το 1954. Αν οι Ρωμαιοκαθολικοί ομιλούσαν ρητώς για φυσικό θάνατο της Παναγίας, θα συμφωνούσαν και οι Ορθόδοξοι, αφού κατά την Παράδοση μετά την κοίμηση η Παναγία αναλήφθηκε εν σώματι στους ουρανούς και τεκμήριο της μεταστάσεώς της αποτελεί η Αγία Ζώνη που παραδόθηκε στον απόστολο Θωμά. Ο καθηγητής Μέγας Φαράντος, προτεσταντίζων και αυτός στην διδασκαλία του περί της Θεοτόκου, δεν αποδέχεται την ενσώματη μετάσταση, βλ. Μέγα Φαράντου, Δογματικά και ηθικά Ι, Αθήναι 1983, σ. 270-271. Και φυσικά θεωρεί σχετική  την αναμαρτησία της Παναγίας, βλ. ό.π., σ. 268-269.

[24] Βλ. και την μαρτυρία του μακαρίου Γέροντος Παΐσιου για  την ανήδονη σύλληψη της Θεοτόκου, στο ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος του Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σ. 171-172.

[25] Βλ. αγίου Μαξίμου Ομολογητού, Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, PG 90, 901CD. Πρβλ. αρχιμ. Σωφρονίου, Ασκησις και θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ. 130.

[26] Λουκ. 1,38.

[27] «Μόνη η Παρθένος Μαρία ήτο ο αντάξιος της θείας ενανθρωπήσεως ναός! Ο Θεός Λόγος απέβλεψεν εις την έκπαγλον ωραιότητα της ψυχής της, ώστε να δανεισθή εκ των τιμίων αιμάτων της την ανθρωπίνην αυτού φύσιν. Μήτηρ ανταξία του Δεσπότου και Υιού της»! Ανδρέου Θεοδώρου, Η περί Τριάδος και Χριστού διδασκαλία της Παρακλητικής, εν Αθήναις 1962, σ. 33.

[28] Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 37, Εις την Κοίμησιν, PG 151, 465B. Δεν συμφωνούμε με την σχολαστική άποψη ότι η Παναγία θα μπορούσε να είχε έγγαμο βίο και να υπηρετούσε ανεμπόδιστα στο σχέδιο της θείας ενανθρωπήσεως. Αν αυτό ήταν προτιμότερο από τον παρθενικό βίο, τότε γιατί δεν το πραγματοποίησε ο Θεός;

[29] Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις τον Ευαγγελισμόν 3, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 126.

[30] Ο άνθρωπος μετά την πτώση δεν κληρονομεί/συμμετέχει στην ενοχή της αμαρτίας των προπατόρων Αδάμ και Εύας, αλλά δέχεται τις συνέπειες της ασθενούσης πλέον ανθρωπίνης φύσεως, την φθορά, τα αδιάβλητα πάθη, τον θάνατο. Το να αισθάνεται κάποιος ότι είναι ένοχος για την προπατορική αμαρτία και ότι γι’ αυτό τιμωρείται από τον Θεό μαρτυρεί επίδραση από την δυτική δικανική διδασκαλία περί πτώσεως. Βλ. π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 31992, σ. 154 και σ. 160-161. Δεν αμαρτήσαμε εμείς στο πρόσωπο του Αδάμ, ούτε έγιναν όλοι αμαρτωλοί εξαιτίας του Αδάμ. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ερμηνεύοντας το χωρίο του αποστόλου Παύλου, «ώσπερ γάρ διά της παρακοής του ενός ανθρώπου (Αδάμ) αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί» (Ρωμ. 5,19), γράφει: «Ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τώ Αδάμ συμπαραβεβηκότες, ου γάρ ήσαν πώποτε, αλλ’ ως της εκείνου φύσεως όντες της υπό νόμον πεσούσης τον της αμαρτίας… ηρρώστησεν η ανθρώπου φύσις εν Αδάμ διά της παρακοής την φθοράν, εισέδυ τε ούτω αυτήν τα πάθη», PG 74, 789Β.

[31] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις πίστεως 26, PG 94, 924ΑΒ.

[32] «Αλλά τούτο ζητών εποίησεν, ίνα, γεννηθήναι δεήσαν, την μητέρα παρ’ αυτής λάβη». Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις τον Ευαγγελισμόν 8, έκδ. Π. Νέλλα, ό.π., σ. 150.

[33] Γέν. 1,31.

[34] Κολασ. 2,9.

[35] Βλ. Λουκ. 1,35.

[36] Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 14, PG 151, 176.

[37] Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 130.

[38] «Μετά ούν συγκατάθεσιν της αγίας Παρθένου, Πνεύμα άγιον επήλθεν επ’ αυτήν κατά τον Κυρίου λόγον, ον είπεν ο άγγελος, καθαίρον αυτήν». Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ορθοδόξου πίστεως 46, ΡG 94, 985Β.

[39] «Ει δε προκεκαθάρθαι τώ Πνεύματι την Παρθένον εισίν οι φασι των ιερών διδασκάλων, αλλά την κάθαρσιν προσθήκην χαρίτων αυτοίς βούλεσθαι χρή νομίζειν, οι και τους αγγέλους τον τρόπον τούτόν φασι καθαίρεσθαι, παρ’ οίς ουδέν πονηρόν». Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν, 10, έκδ. Π. Νέλλα, ό.π., σ. 84.

[40] Βλ. Ιω. 2,1-10.

[41] Βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, ό.π., σ. 214. Ο Τρεμπέλας στηρίζει την επιχειρηματολογία του στην 21η ομιλία του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τον ευαγγελιστήν Ιωάννην, όπου όμως το επίκεντρο της ομιλίας του Χρυσοστόμου είναι όχι το πρόσωπο της Θεοτόκου αλλά η ηθική διδασκαλία «μή τοίνυν μέγα φρονώμεν επί ευγενεία τη κατά σάρκα, αλλά καν μυρίους έχωμεν προγόνους θαυμαστούς, αυτοί σπουδάσωμεν υπερβαλέσθαι τάς εκείνων αρετάς», Εις τον ευαγγελιστήν Ιωάννην, Ομιλία 21, PG 59, 132. Οπότε ο Χρυσόστομος με την ρητορική δεινότητά του αναπτύσσει αυτήν την ιδέα σε όλη την ομιλία και όχι βέβαια προς υποτίμηση της Μητέρας του Χριστού, αφού ο Χριστός «σφόδρα αυτήν ετίμα», ό.π., PG 59, 131.

[42] «Η Παναγία κατάλαβε ότι ο λόγος του Χριστού δεν ήταν άρνηση να εκπληρώσει την παράκλησή της», ιερομ. Γρηγορίου, Η Υπεραγία Θεοτόκος, Άγιον Όρος 1994, σ. 39. Οι λόγοι της Παναγίας,  «ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε» (Ιω. 2,5) αποτελούν την Διαθήκη της Θεοτόκου, ως ο μοναδικός λόγος της που αναφέρεται στον Χριστό και ταυτόχρονα ο τελευταίος θεομητορικός λόγος που κατέγραψαν οι Ευαγγελιστές. Βλ. ιερομ. Γρηγορίου, ό.π., σ. 38-42.

[43] Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Θαυματουργές εικόνες και άγια λείψανα», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τόμ. Α΄, Άγιον Όρος 1996, σ. 118.

[44] Βλ. Ματθ. 12,46-48. Πρβλ. Λουκ. 8, 19-21.

[45] Βλ. Π. Τρεμπέλα, ό.π., σ. 215. Η δε Αμ. Σπουρλάκου αναγράφει το χωρίο Λουκ. 8,21 στο εξώφυλλο του βιβλίου της. Και οι δύο παραθέτουν τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο (Εις το κατά Ματθαίον, Ομιλία 44, PG 57, 463-472) για να θεμελιώσουν την άποψή τους ότι η Παναγία δεν ήταν αναμάρτητη, είχε μάλιστα και πάθη. Όμως παρερμηνεύουν τον Χρυσόστομο αφού δεν κατανοούν τις προϋποθέσεις της συγκεκριμένης ομιλίας του. Ο άγιος ήθελε σε αυτήν την ομιλία να τονίσει την αξία της αρετής, που δεν έγκειται σε συγγένεια αλλά σε προαίρεση, γι’ αυτό τονίζει στην ίδια ομιλία: «μήτε επί παισίν ευδοκίμοις μέγα φρονώμεν, αν μή την αρετήν αυτών έχωμεν· μήτε επί πατράσι γενναίοις, εάν μή ώμεν αυτοίς ομότροποι», PG 57, 466.

[46] «Καν οι ευαγγελισταί ταύτα πάντα φανερώς ου λέγουσι, μή θέλοντες την Μητέρα προφέρειν εις μαρτυρίαν, ίνα μή τοίς απίστοις υποψίας αφορμήν δώσιν». Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 18, PG 151, 237D. Επίσης πολλοί ερμηνευτές, όπως ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, θεωρούν ότι με αυτήν την παρομοίωση ο Χριστός έθεσε την Μητέρα Του ως πρότυπο και κορυφή αγιότητος. Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν 10, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 86. Πρβλ. ιερομ. Γρηγορίου, Η Υπεραγία Θεοτόκος, ό.π., σ. 41.

[47] Βλ. Λουκ. 2,35.

[48] Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 96 κ.ε.

[49] Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 81999, σ. 490-491.

[50] Βλ. Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 1, εν Αθήναις 1952, σ. 138.

[51] Βλ. Λουκ. 2,44-46.

[52] Βλ. και αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ό.π., σ. 492.

[53] Αυτήν την «τριχώς αναμαρτησία» της Παναγίας ομολογεί και ο πατριάρχης Κύριλλος Α΄ Λούκαρις σε ομιλία του για την Κοίμηση της Θεοτόκου. Βλ. Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου και Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 2, εν Αθήναις 1953, σ. 711.

[54] Ευτυχίας Γιούλτση, Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 87. Η κα Γιούλτση ως προς την αναμαρτησία της Παναγίας γράφει σαφέστατα ότι «μέ τον πανάγιο βίο της η ίδια απέφυγε παντελώς την αμαρτία, και είναι η μόνη μεταξύ των ανθρώπων άνευ αμαρτίας», ό.π., σ. 89. Επίσης και ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν στο άρθρο του «Εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία», περιοδικό Επίγνωση, τχ. 86, Φθινόπωρο 2003, σ. 13, είναι σαφής ως προς την αναμαρτησία της Παναγίας όταν γράφει ότι, «κανένα ανθρώπινο ον δεν είναι αναμάρτητο, με εξαίρεση την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου».

[55] Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ό.π., σ. 490.

[56] Η εμπειρική αυτή κοινωνία δημιουργείται μέσω της προσευχής, κυρίως όμως μέσα στο σώμα του Χριστού. «Το σώμα του Χριστού είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Είναι το σώμα που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Είναι το σώμα που κοινωνούν οι πιστοί στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Αυτό το σώμα δημιουργεί την καινή κτίση. Αυτό είναι η χώρα των ζώντων, που φανέρωσε στον κόσμο η χώρα του αχωρήτου, η Παρθένος Μαρία, η μητέρα της καινής κτίσεως». Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η Παρθένος Μαρία, μητέρα της καινής κτίσεως», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 277. Υπό αυτήν την έννοια, μέσα στο σώμα του Χριστού, βλέπει και ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, αυτός ο Θεοτοκόφιλος Αγιορείτης, «τήν υπερφυεστάτην συγγένειαν όπου από την Παναγία και γλυκειά μας Μανούλα ελάβομεν». Γέροντος Ιωσήφ, Θείας Χάριτος εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Επιστολή 13, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου 2005, σ. 172. Έτσι εξηγείται και ο υπερβολικός ίσως χαρακτηρισμός του μακαρίου Γέροντος Αθανασίου Ιβηρίτη «σκύλοι!» σε όσους δεν σέβονταν την Παναγία. Βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, Ο θερμός λάτρης της Πορταΐτισσας (1885-1973), Αθήνα 22002, σ. 40.

[57] Ματθ. 23,25.

[58] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστιν, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ. 240.

[59] Αρχιμ. Σωφρονίου, ό.π., σ. 342.

[60] «Η θέωσις, βεβαίως, αύτη δεν νοείται, ει μή εν ηθική εννοία». Αμαλίας Σπουρλάκου- Ευτυχιάδου, Η Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητος, Αθήνα 1990, σ. 433.

[61] Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 134.

[62] Το χωρίο το δανεισθήκαμε παρά του Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, Ο θερμός λάτρης της Πορταΐτισσας (1885-1973), Αθήνα 22002, σ. 41.

[63] Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, Η Παναγία Σουμελά, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 39.

[64] Η υμνολογία της Εκκλησίας δεν είναι υπερβολική, αλλά θεολογική και σωτηριολογική. Ο καθηγητής της Δογματικής κ. Δ. Τσελεγγίδης αποφαίνεται: «Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την Θεοτόκο, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από την υμνογραφία των θεομητορικών εορτών, δεν διαφοροποιείται από τις δογματικές αποφάνσεις των Οικουμενικών Συνόδων, που ασχολήθηκαν με την μητέρα του Θεανθρώπου». Δ. Τσελεγγίδη, «Η θεοτοκολογία στην υμνολογία των θεομητορικών εορτών», Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 48. Δεν συμφωνούμε με τον κ. Καλογήρου όταν μιλά για «ποιητικές και ρητορικές εξάρσεις και υπερεξάρσεις» σε τροπάρια για την Θεοτόκο (βλ. Ιω. Καλογήρου, Μαρία η Αειπάρθενος, ό.π., σ. 108-109) ή όταν προσπαθεί να αντιταχθεί στον Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη σχετικά με τον ύμνο «Χαίροις μετά Θεόν η θεός…» (βλ. Ιω. Καλογήρου, «Η ορθόδοξος συμβολή εις την σύγχρονον επιδίωξιν, κοινής χριστιανικής εκφράσεως της περί της Θεοτόκου Μαρίας αληθείας και της προς αυτήν τιμής», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 693-694. Ούτε συμφωνούμε με τον Ιω. Καρμίρη όταν γράφει: «Τα ούτω μεταφορικώς και ποιητική αδεία λεγόμενα και αδόμενα εν τη καθόλου Λατρεία δεν πρέπει να λαμβάνωνται κατά γράμμα, ως μή ανήκοντα εις την ουσίαν των ορθοδόξων δογμάτων», Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 1, εν Αθήναις 1952, σ. 245-246, υποσημ. 4. Ο μακάριος Γέροντας Πορφύριος αγίασε μελετώντας και εντρυφώντας στους ύμνους της Παρακλητικής, Μηναίων κ.ά. (βλ. Γέροντος Πορφυρίου  Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, Ι.Μ. Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σ. 176-177). Και ο μακάριος Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης δεν είχε την δυνατότητα μελέτης πατερικών κειμένων, αλλά εντρυφούσε στα λειτουργικά βιβλία (βλ. Στυλ. Παπαδόπουλου, Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης, Αθήνα 21995, σ. 72-73.

[65] Ενδεικτικά βλ. τους λόγους των αγίων, Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 53 (Εις τα Εισόδια)· Νικολάου Καβάσιλα, Εις τον Ευαγγελισμόν· Ανδρέου Κρήτης, Εις το Γενέσιον· Ιωάννου Δαμασκηνού, Εις την Κοίμησιν.

[66] Οι άγιοι Πατέρες μας έχουν αφήσει γραπτά δείγματα των εμπύρων και εντόνως ικετευτικών προσευχών τους προς την Παναγία. Ο όσιος Κάλλιστος με πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο αλλά και φλεγόμενο από θείο έρωτα προσεύχεται: «Διό μή με παρίδης, Πανάχραντε· πάντες γάρ παρείδον και παρήλθόν με, ορώντές μου το ανίατον,  Προφήται, Απόστολοι, Δίκαιοι, θείοι Πατέρες, και υπελείφθην μόνος… (γι’ αυτό βοά προς την πανύμνητο Θεοτόκο) την πάντα δυναμένην, την πάντα ανύουσαν», Α.Δ. Σιμωνώφ, Μέγα Προσευχητάριον, έκδ. Πελεκάνος, Αθήνα, χ.χρ., σ. 329.

[67] Βλ. την σχολαστική θεώρηση και σύνδεση αναμαρτησία και Σωτήρ, που διαπνέει τον Μητροφάνη Κριτόπουλο και αποδέχεται ο Ιωάννης Καλογήρου. Ο συλλογισμός έχει ως εξής: Ο Χριστός είναι Σωτήρ. Ο Χριστός είναι αναμάρτητος. Η Θεοτόκος δεν είναι Σωτήρ. Αρα η Θεοτόκος δεν μπορεί να είναι αναμάρτητη. Με την ίδια λογική όμως μπορούμε να διερωτηθούμε: Οι άγγελοι είναι αναμάρτητοι, μήπως είναι και Σωτήρες; Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 93.

[68] Αυτή η αντιρωμαιοκαθολική πολεμική επηρέασε ακόμη και εναρέτους ανθρώπους, όπως τον άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, ο οποίος αφενός ανατραφείς στην Δύση και μή έχοντας πρόσβαση στα κείμενα των Πατέρων (ιδιαίτερα Γρηγορίου Παλαμά και Νικολάου Καβάσιλα) αφετέρου μή έχοντας την ικανότητα και το χάρισμα της θεολογίας, παρόλη την έκδηλη αγιότητά του με το διορατικό και ιαματικό χάρισμα που κατείχε, έπεσε στο σφάλμα να γράψει ότι η Θεοτόκος δεν ήταν απαλλαγμένη από προσωπικές αμαρτίες. Βλ. αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς, Η τιμή της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Αθήνα 2005, σ. 66 κ.ε. Βέβαια στο τέλος της μελέτης του ο Μαξίμοβιτς γράφει ότι η Παρθένος «απώθησε κάθε παρόρμηση προς αμαρτία», (ό.π., σ. 86), ίσως για να μετριάσει αυτά που έγραφε προηγουμένως. Πάντως στο βιβλίο αυτό δίνει μία συγκεχυμένη άποψη για την αναμαρτησία της Παναγίας.

[69] Βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία η Μητέρα του Θεού, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 59.

Πηγή: Το  βιβλίο του γέροντα Εφραίμ, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, με τίτλο «Αθωνικός Λόγος».

(Θεομητορικό Συνέδριο, «Παναγία η πάντων χαρά», Χανιά 19-20 Νοεμβρίου 2005)

Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει συλλογή ομιλιών που έγιναν κυρίως σε επιστημονικά θεολογικά Συνέδρια.

Διαστάσεις: 14 εκ. X 21 εκ.   Σελίδες: 348, Χαρτόδετο και πανόδετο

Διάθεση του βιβλίου:

  • Εκδόσεις Σταμούλης, Αβέρωφ 2, 104 33 Αθήνα, τηλ. 210-5238005, e-mail: info@stamoulis.gr
  • Εκδόσεις Ίνδικτος, Καλλιδρομίου 64, 114 73 Αθήνα, τηλ. 210-8838007 και Εξαδακτύλου 5, 546 35 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310-231083 e-mail: info@indiktos.gr
  • «Εικονία» Εκκλησιαστικά, Αγνώστου Στρατιώτου 20, 546 31 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310-257609, e-mail: gazos@comvos.net
  • Αγιορειτικές Εκδόσεις «Ο ΑΘΩΣ», Γρ. Αυξεντίου 39, Μέγαρο Κάριδερς Α, κατ. 3, 6021 Λάρνακα, Κύπρος, τηλ. 24-626256, e-mail: immv.athos@cytanet.com.cy