γ’ Υπάγεις, ω τέκνον, προς άδικον φόνον
και ουδείς σοι συναλγεί, ου συνέρχεταί σοι Πέτρος
ο ειπών σοι,
«ουκ αρνούμαι σε ποτέ, καν αποθνήσκω».
έλιπέ σε Θωμάς ο βοήσας, «μετ’ αυτού θάνωμεν πάντες».
οι άλλοι Δε πάλιν, οι οικείοι και γνωστοί
και μέλλοντες κρίνειν τας φυλάς του Ισραήλ, πού εισίν άρτι;
ουδείς εκ των πάντων, αλλ’ εις υπέρ πάντων
θνήσκεις, τέκνον, μόνος, ανθ’ ων πάντας έσωσας,
ανθ’ ων πάσιν ήρεσας,
ο υιός και θεός μου.»
δ’ Τοιαύτα Μαρίας εκ λύπης βαρείας
και εκ θλίψεως πολλής κραυγαζούσης και κλαιούσης,
επεστράφη
προς αυτήν ο εξ αυτής ούτω βοήσας,
«Τι δακρύεις, μήτηρ; τι ταις άλλαις γυναιξί συναποφέρη;
μη πάθω; μη θάνω; πώς ουν σώσω τον Αδάμ;
μη τάφον οικήσω; πώς ελκύσω προς ζωήν τους εν τω Άιδη;
και μην καθώς οίδας αδίκως σταυρούμαι,
τι ουν κλαίεις, μήτηρ; μάλλον ούτω κραύγασον
ότι «θέλων έπαθεν,
ο υιός και θεός μου».
ε’ Απόθου, ω μήτερ, την λύπην απόθου,
ου γαρ πρέπει σε θρηνείν, ότι κεχαριτωμένη ωνομάσθης,
την ουν κλήσιν τω κλαυθμώ μη συγκαλύψης,
μη ταις ασυνέτοις ομοιώσης εαυτήν, πάνσοφε κόρη,
εν μέσω υπάρχεις του νυμφώνος του εμού.
μη ουν ώσπερ έξω ισταμένη την ψυχήν καταμαράνης.
τους εν τω νυμφώνι ως δούλους σου φώνει,
πας γαρ τρέχων τρόμω υπακούσει σου, σεμνή,
όταν είπης, «πού εστιν
ο υιός και θεός μου;»
στ’ Πικράν την ημέραν του πάθους μη δείξης,
δι’ αυτήν γαρ ο γλυκύς ουρανόθεν νυν κατήλθον
ως το μάννα,
ουκ εν όρει τω Σινά, αλλ’ εν γαστρί σου.
ένδοθεν γαρ ταύτης ετυρώθην, ως Δαυίδ προανεφώνει,
το τετυρωμένον όρος νόησον, σεμνή,
εγώ γαρ υπάρχω, ότι λόγος ων εν σοι σαρξ εγενόμην,
εν τάυτη ουν πάσχω, εν ταύτη και σώζω,
μη ουν κλαίης, μήτερ, μάλλον κράξον εν χαρά,
«θέλων πάθος δέχεται
ο υιός και θεός μου.»
ζ’ «Ιδού», φησί, «τέκνον, εκ των οφθαλμών μου
τον κλαυθμόν αποσοβώ, την καρδίαν μου συντρίβω επί πλείον,
αλλ’ ου δύναται σιγάν ο λογισμός μου,
το μοι λέγεις, σπλάγχνον, «ει μη θάνω, ο Αδάμ ουχ υγιαίνει»;
και μην άνευ πάθους εθεράπευσας πολλούς,
λεπρόν γαρ καθήρας και ουκ ήλγησας ουδέν, αλλ’ ηβουλήθης,
παράλυτον σφίγξας ου κατεπονήθης,
πήρον πάλιν λόγω ομματώσας, αγαθέ,
απαθής μεμένηκας,
ο υιός και θεός μου.
η’ Νεκρούς αναστήσας νεκρός ουκ εγένου,
ουδ’ ετέθης εν ταφή, υιέ μου και ζωή μου,
πώς ουν λέγεις,
«ει μη πάθω, ο Αδάμ ουχ υγιαίνει»;
κέλευσον, σωτήρ μου, και εγείρεται ευθύς κλίνην
βαστάζων.
ει δε και εν τάφω κατεχώσθη ο Αδάμ,
ως Λάζαρον τάφου εξανέστησας φωνή, ούτως και τούτον,
δουλεύει σοι πάντα ως πλάστη των πάντων,
τι ουν τρέχεις, τέκνον; μη επείγου προς σφαγήν,
μη φιλής τον θάνατον,
ο υιός και θεός μου.»
θ’ «Ουκ οίδας, ω μήτερ, ουκ οίδας ο λέγω,
διό άνοιξον τον νουν και εισοίκισοιν το ρήμα ο ακούεις,
και αυτή καθ’ εαυτήν νόει α λέγω,
ούτος, ον προείπον, ο ταλαίπωρος Αδάμ, ο αρρωστήσας
ου μόνον το σώμα αλλά γαρ και την ψυχήν,
ενόσησε θέλων, ου γαρ ήκουσεν εμού και κινδυνεύει,
γνωρίζεις ο λέγω, μη κλάυσης ουν, μήτερ,
μάλλον τούτο κράξον,
«τον Αδάμ ελέησον
και την Εύαν οίκτειρον,
ο υιός και θεός μου.»
ι’ Υπό ασωτίας, υπ’ αδηφαγίας
αρρωστήσας ο Αδάμ κατηνέχθη έως Άιδου κατωτάτου
και εκεί τον της ψυχής πόνον δακρύει.
Εύα δε η τούτον εκδιδάξασα ποτέ την αταξίαν
συν τούτω στενάζει, συν αυτώ γαρ αρρωστεί,
ίνα μάθωσιν άμα του φυλάττειν ιατρού παραγγελίαν,
συνήκας καν άρτι; επέγνως α είπον;
πάλιν, μήτηρ, κράξον, «τω Αδάμ ει συγχωρείς,
και τη Εύα, σύγγνωθι,
ο υιός και θεός μου.»
ια’ Ρημάτων δε τούτων ως ήκουσε τότε
η αμώμητος αμνάς, απεκρίθη προς τον άρνα,
«Κύριε μου,
έτι άπαξ αν ειπώ, μη οργισθής μοι,
λέξω σοι ο έχω, ίνα μάθω παρά σου πάντως ο θέλω,
αν πάθης, αν θάνης, αναλύσεις προς εμέ;
αν περιοδεύσης συν τη Εύα τον Αδάμ, βλέψω σε πάλιν;
αυτό γαρ φοβούμαι, μήπως εκ του τάφου
άνω δράμης, τέκνον, και ζητούσα σε ιδείν
κλαύσω, κράξω, «πού εστιν
ο υιός και θεός μου;»
β’ Ως ήκουσε ταύτα ο πάντα γινώσκων
προ γενέσεως αυτών, απεκρίθη προς Μαρίαν,
«Θάρσει, μήτερ,
ότι πρώτη με οράς από του τάφου,
έρχομαί σοι δείξαι πόσων πόνων τον Αδάμ ελυτρωσάμην
και πόσους ιδρώτας έσχον ένεκεν αυτού,
δηλώσω τοις φίλοις τα τεκμήρια δεικνύς εν ταις χερσί μου,
και τότε θεάση την Εύαν, ω μήτερ,
ζώσαν ώσπερ πρώην και βοήσεις εν χαρά,
«τους γονείς μου έσωσεν
ο υιός και θεός μου».
ιγ’ Μικρόν ουν, ω μήτερ, ανάσχου και βλέπεις,
πώς καθάπερ ιατρός αποδύομαι και φθάνω
όπου κείνται,
και εκείνων τας πληγάς περιοδεύω, τέμνων εν τη λόγχη τα πωρώματα αυτών και την σκληρίαν,
λαμβάνω και όξος, και επιστύφω την πληγήν,
τη σμίλη των ήλων ανευρύνας την τομήν χλαίνη μοτώσω,
και δη τον σταυρόν μου ως νάρθηκα έχων
τούτω χρώμαι, μήτερ, ίνα ψάλλης συνετώς,
«πάσχων πάθος έλυσεν
ο υιός και θεός μου».
ιδ’ Απόθου ουν, μήτερ, την λύπην απόθου,
και πορεύου εν χαρά, εγώ γαρ δι’ ο κατήλθον
ήδη σπεύδω
εκτελέσαι την βουλήν του πέμψαντός με,
τούτο γαρ εκ πρώτης δεδογμένον ην εμοί και τω πατρί μου,
και τω πνεύματι μου ουκ απήρεσε ποτέ
το ενανθρωπήσαι και παθείν με διά τον παραπεσόντα,
δραμούσα ουν, μήτερ, ανάγγειλον πάσιν
ότι «πάσχων πλήττει τον μισούντα τον Αδάμ
και νικήσας έρχεται
ο υιός και θεός μου».
ιε’ «Νικώμαι, ω τέκνον, νικώμαι τω πόθω
και ου στέγω αληθώς, ίν’ εγώ μεν εν θαλάμω,
συ δ’ εν ξύλω,
και εγώ μεν εν οικιά, συ δ’ εν μνημείω,
άφες ουν συνέλθω, θεραπεύει γαρ εμέ το θεωρείν σε,
κατίδω την τόλμαν των τιμώντων τον Μωσήν,
αυτόν γαρ ως δήθεν εκδικούντες οι τυφλοί κτείναι σε ήλθον.
Μωσής δε τοιούτο τω Ισραήλ είπεν ότι, «μέλλεις βλέπειν επί ξύλου την ζωήν»
η ζωή δε τις εστίν;
ο υιός και θεός μου.»
ιστ’ «Ουκούν ει συνέρχει, μη κλαύσης, ω μήτερ,
μηδέ πάλιν πτοηθής, εάν ιδής σαλευθέντα τα στοιχεία,
το γαρ τόλμημα δονεί πάσαν την κτίσιν,
πόλος εκτυφλούται και ουκ ανοίγει οφθαλμόν,
έως αν είπω,
η γη συν θαλάσση τότε σπεύσουσι φυγείν,
ναός τον χιτώνα ρήξει τότε κατά των ταύτα τολμώντων,
τα όρη δονούνται, οι τάφοι κενούνται,
όταν ίδης ταύτα, εάν πτήξης ως γυνή,
κράξον προς με, «φείσαι μου,
ο υιός και θεός μου.»
ιζ’ Υιέ της παρθένου, θεέ της παρθένου
και του κόσμου ποιητά, σον το πάθος, σον το βάθος
της σοφίας,
συ επίστασαι ο ης και ο εγένου,
συ παθείν θελήσας κατηξίωσας ελθείν ανθρώπους σώσαι,
συ τας αμαρτίας ημών ήρας ως αμνός,
συ ταύτας νεκρώσας τη σφαγή σου, ο σωτήρ, έσωσας πάντας,
συ ει εν τω πάσχειν και εν τω μη πάσχειν,
συ ει θνήσκων, σώζων, συ παρέσχες τη σεμνή
παρρησίαν κράζειν σοι,
«Ο υιός και θεός μου».
|
|
γ’ Πηγαίνεις, Παιδί μου, σε άδικο φόνο
και κανείς δεν Σε πονεί. Ο Πέτρος δεν έρχεται μαζί
Σου, που Σου είπε:
«Ποτέ δεν Σ’ αρνούμαι κι αν χρειαστή να πεθάνω».
Σ’ άφησε ο Θωμάς που εδήλωσε: «Ας πεθάνουμε όλοι μαζί Του».
Και οι άλλοι ακόμα, οι φίλοι και γνωστοί
και που πρόκειται να κρίνουν τις φυλές του Ισραήλ,
τώρα πού βρίσκονται;
Κανένας απ’ όλους και Ένας για όλους.
Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιας και όλους τους έσωσες,
μιας και φέρθηκες όμορφα σ’ όλους, Συ
ο Υιός και Θεός μου.»
δ‘ Ενώ τέτοια η Μαρία με λύπη μεγάλη
και θλίψι πολλή έλεγε και έκλαιγε,
Την κοίταξε ο Γιος Της και Της μίλησε:
«Γιατί σε πήραν, Μητέρα, τα κλάματα; Γιατί Σε
παρασύρουν οι άλλες γυναίκες;
Μην πάθω, φοβάσαι; Μην αποθάνω; Μα πώς θα σώσω τον Αδάμ;
Μην κατέβω στον τάφο; Πώς θα φέρω στη ζωή τους πεθαμένους;
Κι όπως πράγματι βλέπεις σταυρώνομαι άδικα.
Γιατί κλαις, λοιπόν, Μητέρα; Μάλλον φώναξε και λέγε
πως «θέλοντας έπαθεν
ο Υιός και Θεός μου».
ε’ Μη λυπάσαι, Μητέρα, μη λυπάσαι.
Μιας και ο θρήνος δεν Σου πρέπει, αφού Σε είπαν «Κεχαριτωμένη».
Μην επισκιάσης, λοιπόν, το όνομα αυτό με το θρήνο. Μην κατατάξης, πρόσεξε, τον Εαυτό Σου με τις
άμυαλες, Πάνσοφη Κόρη.
Βρίσκεσαι μέσα στο Νυμφώνα το δικό μου.
Μη, λοιπόν, καταμαράνης τη ψυχή, σαν να βρίσκεσαι απέξω.
Όσους είναι μέσα στο Νυμφώνα δικούς Σου να τους ονομάζης.
Μιας και καθένας π’ αγωνίζεται περίφοβος θα Σε ακούση, Αγιασμένη,
όταν ειπής: «πού βρίσκεται
ο Υιός και Θεός μου;»
στ’ Πικρή του Πάθους την ημέρα μη τη κάνης, μιας κι ο Γλυκός Εγώ γι’ αυτήν τώρα απ’ τον ουρανό
κατέβηκα σαν το Μάννα,
όχι στο όρος το Σινά, αλλά μεσ’ στην κοιλιά Σου.
Μέσα της δηλαδή σαρκώθηκα, όπως το πρόβλεψ’ ο Δαβίδ.
Θυμήσου, Κόρη, το Βουνό το δυνατό και πλούσιο, είμαι Εγώ αληθινά, γιατί Λόγος υπάρχων μέσα Σου άνθρωπος έγινα.
Πάσχω, λοιπόν, ως άνθρωπος και με ετούτο σώζω.
Μητέρα πια Εσύ μην κλαις. Φώναξε μάλλον με χαρά: «δέχεται θεληματικά το Πάθος
ο Υιός και Θεός μου.»
ζ’ «Ναι, Τέκνο», απαντάει, «από τα μάτια μου
το κλάμα σταματώ και σφίγγω την καρδιά μου ακόμα πιο πολύ,
ο λογισμός μου όμως να σωπάση δεν μπορεί.
Σπλάχνο, τι μου λες: «Αν δεν πεθάνω, ο Αδάμ δε γιατρεύεται;»
Κι όμως δίχως Πάθος εθεράπευσες πολλούς.
Το λεπρό, για παράδειγμα, καθάρισες και καθόλου δεν πόνεσες, το θέλησες κι έγινε.
Τον παράλυτο στέριωσες και κούραση δεν ένοιωσες.
Και στον ανάπηρο έδωκες μάτια, Καλέ μου, με λόγο
και δεν έπαθες τίποτα, Συ ο Υιός και Θεός μου.
η’ Πεθαμένους ανάστησες, μα Νεκρός δεν θα γίνης,
και ταφή δεν θα λάβης, Παιδί μου και Ζωή μου. Και πώς λες,
«αν δεν πεθάνω ο Αδάμ γιατρειά δε βρίσκει»;
Σωτήρα μου, διάταξε και αμέσως σηκώνεται το κρεββάτι βαστώντας.
Αν και μέσα στον τάφο ο Αδάμ καταχώθηκε,
όπως το Λάζαρο απ’ το μνήμα με φωνή έβγαλες έξω, έτσι και τούτον ανάστησε.
Όλα Σε υπηρετούνε, ως Δημιουργό των πάντων.
Τι, λοιπόν, Παιδί μου, τρέχεις; Να σφαγής μην επείγεσαι,
το θάνατο μην αγαπάς, Συ
ο Υιός και Θεός μου.»
θ’ «Δεν κατάλαβες, Μητέρα, δεν κατάλαβες τι λέω.
Άνοιξε, λοιπόν, τον νου και τα λόγια βάλε μέσα, τα οποία συ ακούεις,
και η Ίδια όσα λέγω κάμε τρόπο να νοήσης.
Αυτός που προανέφερα, ο ταλαίπωρος Αδάμ, που έπεσεν άρρωστος
όχι στο σώμα μοναχά αλλά και στην ψυχή, αρρώστησε με τη θέλησι Του, μιας και δεν άκουσεν
Εμένα και βρίσκεται σε κίνδυνο.
Καταλαβαίνεις αυτό που λέω. Μην κλάψης, λοιπόν, Μητέρα,
καλλίτερα έτσι φώναξε: «σπλαχνίσου τον Αδάμ
και λυπήσου την Εύα, Συ
ο Υιός και Θεός μου».
ι’ Από ασωτία, από λαιμαργία
ο Αδάμ αρρώστησε και γκρεμίστηκε ως του Άδη τα κατάβαθα
κι εκεί τον πόνο της ψυχής του κλαίει.
Και η Εύα που τον δίδαξε τότε την αμαρτία
μαζί του στενάζει. Και μαζί του είναι άρρωστη,
για να μάθουνε κι οι δυο του Γιατρού την οδηγία να κρατάνε.
Τώρα τουλάχιστον κατάλαβες; Εγνώρισες πραγματικά
αυτά που είπα;
Πάλι, Μητέρα, φώναξε: «τον Αδάμ αν συγχωράς και την Εύα συγχώρεσε, Συ
ο Υιός και Θεός μου».
ια’ Τούτα τα λόγια καθώς άκουσεν τότε
η αψεγάδιαστη Μητέρα στο Παιδί Της απάντησε: «Κύριε μου,
αν ακόμα μια φορά Σου μιλήσω, μη μου θυμώσης.
Αυτό που νοιώθω θα Σου πω για να μάθω στα σίγουρα αυτό που θέλω από Σένα.
Αν σταυρωθής, αν πεθάνης, θα ξαναρθής σε μένα;
Αν πας για να γιατρέψης τον Αδάμ και την Εύα θα Σε ξαναδώ;
Ένα φοβάμαι στ’ αλήθεια, μήπως, Παιδί μου, από τον Τάφο
για τον ουρανό τραβήξης κι Εγώ που θέλω να Σε δω,
θα κλάψω και θα κράξω: «Πού είναι
ο Υιός και Θεός μου;»
ιβ’ Μόλις άκουσεν ετούτα Εκείνος που γνωρίζει τα πάντα
πριν να γίνουν, απεκρίθη στη Μαρία: «Έχε θάρρος, Μητέρα,
Γιατί Πρώτη θα με δης μετά την Ανάστασι.
Θάρθω να Σου δείξω με τι άμετρους πόνους τον Αδάμ ελευθέρωσα
και πόσους ιδρώτες για χάρι του έχυσα.
Θα φανερώσω στους φίλους τα τεκμήρια στα χέρια μου.
Και θ’ αντικρύσης την Εύα ετότες, Μητέρα, ζωντανή σαν και πρώτα και γεμάτη χαρά θα φωνάξης:
«Τους γονείς μου έσωσεν
ο Υιός και Θεός μου¨.
ιγ’ Λιγάκι για περίμενε, Μητέρα, και θα δης,
πώς σαν Γιατρός τρέχω και φτάνω στον τόπο που ευρίσκονται
και τις πληγές τους θεραπεύω
και με τη Λόγχη κόβω την αναισθησία τους και τη σκληροκαρδία.
Παίρνω και ξύδι και απολυμαίνω την πληγή.
Και με ιατρικό μαχαίρι τα Καρφιά θα πλατύνω την τομή, βάζοντας γάζα τον Χιτώνα.
Κι έχοντας το Σταυρό μου μάλιστα σαν άλλη θήκη για τα φάρμακα
Αυτόν μεταχειρίζομαι, Μητέρα, για να μπορής να ψέλνης ταπεινά:
«Πάσχοντας γιάτρεψε τα πάθη
ο Υιός και Θεός μου».
ιδ’ Απόθεσε πλέον τη λύπη, Μητέρα,
και πορέψου με χαρά, μιας κι Εγώ γι’ αυτό που
κατέβηκα τώρα βιάζομαι
να εκτελέσω του Πατέρα την απόφασι.
Αφού αυτό απ’ την αρχή είχαμε αποφασίσει εγώ και ο
Πατέρας μου
και ποτέ δεν απαρνηθήκε το πνεύμα μου
άνθρωπος να γίνω και να πάθω για τον αποπλανημένο.
Λοιπόν, τρέξε, Μητέρα, και μήνυσε σ’ όλους
πως: «Με το Πάθος χτυπάει τον Άδη, του Αδάμ τον εχθρό και σαν νικήση έρχεται
ο Υιός και Θεός μου».
ιε’ «Νικιέμαι, Παιδί μου, απ’ την αγάπη νικιέμαι
και στ’ αλήθεια δεν αντέχω, εγώ να βρίσκομαι στο σπίτι και Συ απάνω στο Σταυρό,
εγώ μέσα στο οίκημα κι Εσύ μέσα στο Μνήμα.
Άσε με το λοιπόν κοντά Σου. Μου κάνει πράγματι καλό το να Σε βλέπω.
Να δω το τόλμημα αυτών, που τιμούν τον Μωυσή, μιας και με πρόσχημα πως αυτόν υποστηρίζουν έρχονται
οι τυφλοί Εσένα να φονέψουν.
Κι αυτό ο Μωυσής για τους Εβραίους το προφήτεψε πως «κάποτε θα δείτε τη Ζωή πάνω στο Ξύλο».
Και ποιος είναι η Ζωή;
Ο Υιός και Θεός μου.»
ιστ’ Λοιπόν, αν μείνης μαζί μου, μην κλάψης, Μητέρα,
ούτε και να φοβηθής, αν ιδής να σαλεύουν τα στοιχεία του κόσμου,
γιατί τούτο το τόλμημα συγκλονίζει την πλάση.
Χάνει το φως ο ουρανός και δεν ανοίγει μάτι μέχρι να του πω.
Η γη και η θάλασσα τότε θα τρέξουν να φύγουν.
Τότε ο Ναός το καταπέτασμα θα σχίσει για εκείνους που αυτά τολμούν.
Τα όρη τραντάζονται, οι τάφοι αδειάζουν.
Όταν ετούτα αντικρύσης, αν σαν γυναίκα φοβηθής,
κράξε σε μένα: «Γλύτωσέ με, Συ,
ο Υιός και Θεός μου».
ιζ’ Υιέ της Παρθένου, Θεέ της Παρθένου
και Δημιουργέ του κόσμου, δικό Σου το Πάθος και το βάθος της σοφίας.
Εσύ ξέρεις αυτό που ήσουν κι αυτό που έγινες.
Εσύ το θέλησες να πάθης και καταδέχθηκες ναρθής να
σώσης τους ανθρώπους.
Συ τα δικά μας κρίματα ωσάν Αρνί εσήκωσες.
Εσύ αυτά θανάτωσες με τη σφαγή Σου, Λυτρωτή, και όλους ελευθέρωσες.
Είσαι ο ίδιος και όταν πάσχης και όταν δεν πάσχης.
Εσύ ‘σαι που πεθαίνεις και σώζεις. Εσύ έδωκες στη
Σεμνή
Το θάρρος να σου φωνάζει:
«Ω Υιέ και Θεέ μου».
|