Πῶς ἔγραψα τὸ Ἄξιον Ἐστί (Ἐλύτης Ὀδυσσέας)
13 Φεβρουαρίου 2023
«Ὅσο κι ἂν μπορεῖ νὰ φανεῖ παράξενο, τὴν ἀρχικὴ ἀφορμὴ νὰ γράψω τὸ ποίημα μοῦ τὴν ἔδωσε ἡ διαμονή μου στὴν Εὐρώπη τὰ χρόνια τοῦ ’48 μὲ ’51. Ἦταν τὰ φοβερὰ χρόνια ὅπου ὅλα τὰ δεινὰ μαζὶ – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, ἐμφύλιος – δὲν εἴχανε ἀφήσει πέτρα πάνω στὴ πέτρα. Θυμᾶμαι τὴν μέρα ποὺ κατέβαινα νὰ μπῶ στὸ ἀεροπλάνο, ἕνα τσοῦρμο παιδιὰ ποὺ παίζανε σὲ ἕνα ἀνοιχτὸ οἰκόπεδο.
Τὸ αὐτοκίνητό μας ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει γιὰ μία στιγμὴ καὶ βάλθηκα νὰ τὰ παρατηρῶ. Ἤτανε κυριολεκτικὰ μὲς τὰ κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα μὲ γόνατα παραμορφωμένα, μὲ ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στὶς τσουκνίδες τοῦ οἰκοπέδου ἀνάμεσα σὲ τρύπιες λεκάνες καὶ σωροὺς σκουπιδιῶν. Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία εἰκόνα ποὺ ἔπαιρνα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Καὶ αὐτή, σκεπτόμουνα, ἦταν ἡ μοίρα τοῦ Γένους ποὺ ἀκολούθησε τὸν δρόμο τῆς Ἀρετῆς καὶ πάλεψε αἰῶνες γιὰ νὰ ὑπάρξει. Πρὶν περάσουν 24 ὦρες περιδιάβαζα στὸ Οὐσὶ τῆς Λωζάννης, στὸ μικρὸ δάσος πλάι στὴ λίμνη. Καὶ ξαφνικὰ ἄκουσα καλπασμοὺς καὶ χαρούμενες φωνές. Ἦταν τὰ Ἐλβετόπαιδα ποὺ ἔβγαιναν νὰ κάνουν τὴν καθημερινή τους ἱππασία. Αὐτὰ ποὺ ἀπὸ πέντε γενεὲς καὶ πλέον, δὲν ἤξεραν τί θὰ πεῖ ἀγῶνας, πεῖνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σὰν πριγκιπόπουλα, μὲ συνοδοὺς ποὺ φοροῦσαν στολὲς μὲ χρυσὰ κουμπιά, περάσανε ἀπὸ μπροστά μου καὶ μ’ ἄφησαν σὲ μία κατάσταση ποὺ ξεπερνοῦσε τὴν ἀγανάκτηση.
Ἤτανε δέος μπροστὰ στὴν τρομακτικὴ ἀντίθεση, συντριβὴ μπροστὰ στὴν τόση ἀδικία, μία διάθεση νὰ κλάψεις καὶ νὰ προσευχηθεῖς περισσότερο, παρὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖς καὶ νὰ φωνάξεις. Ἤτανε ἡ δεύτερη φορᾶ στὴ ζωή μου – ἡ πρώτη ἤτανε στὴν Ἀλβανία – ποὺ ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ἄτομό μου, καὶ αἰσθανόμουν ὄχι ἁπλὰ καὶ μόνο ἀλληλέγγυος, ἀλλὰ ταυτισμένος κυριολεκτικὰ μὲ τὴ φυλή μου. Καὶ τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας ποὺ ἔνιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στὸ Παρίσι. Δὲν εἶχε περάσει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ πολέμου καὶ τὰ πράγματα ἦταν ἀκόμη μουδιασμένα. Ὅμως τί πλοῦτος καὶ τί καλοπέραση μπροστὰ σέ μᾶς! Καὶ τί μετρημένα δεινὰ ἐπιτέλους μπροστὰ στὰ ἀτελείωτα τὰ δικά μας! Δυσαρεστημένοι ἀκόμα οἱ Γάλλοι ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ‘χουν κάθε μέρα τὸ μπιφτέκι καὶ τὸ φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Ὑπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, μὲ κοιτάζανε βλοσυρὰ καὶ μοῦ λέγανε: ἐμεῖς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι ὅταν καμιὰ φορᾶ τολμοῦσα νὰ ψιθυρίσω ὅτι ἤμουν Ἕλληνας κι ὅτι περάσαμε κι ἐμεῖς πόλεμο μὲ κοιτάζανε παράξενα: ἅ, κι ἐσεῖς ἔ; Καταλάβαινα ὅτι ἤμασταν ἀγνοημένοι ἀπὸ παντοῦ καὶ τοποθετημένοι στὴν ἄκρη-ἄκρη ἑνὸς χάρτη ἀπίθανου. Τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας καὶ ἡ δεητικὴ διάθεση μὲ κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιὲς ἐνστικτώδεις διαθέσεις ἄρχισαν νὰ ἀναδεύονται καὶ νὰ ξεκαθαρίζουν.
Ἡ παραμονή μου στὴν Εὐρώπη μὲ ἔκανε νὰ βλέπω πιὸ καθαρὰ τὸ δράμα τοῦ τόπου μας. Ἐκεῖ ἀναπηδοῦσε πιὸ ἀνάγλυφο τὸ ἄδικο ποὺ κατάτρεχε τὸν ποιητή. Σιγά-σιγὰ αὐτὰ τὰ δυὸ ταυτίστηκαν μέσα μου. Τὸ ἐπαναλαμβάνω, μπορεῖ νὰ φαίνεται παράξενο, ἀλλὰ ἔβλεπα καθαρὰ ὅτι ἡ μοίρα τῆς Ἑλλάδας ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἔθνη ἦταν ὅ,τι καὶ ἡ μοίρα τοῦ ποιητῆ ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους – καὶ βέβαια ἐννοῶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος καὶ τῆς ἐξουσίας. Αὐτὸ ἦταν ὁ πρῶτος σπινθήρας, ἦταν τὸ πρῶτο εὔρημα. Καὶ ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔνιωθα γιὰ μία δέηση, μοῦ ‘δωσε ἕνα δεύτερο εὔρημα. Νὰ δώσω, δηλαδή, σ’ αὐτὴ τὴ διαμαρτυρία μου γιὰ τὸ ἄδικο τὴ μορφὴ μίας ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας. Κι ἔτσι γεννήθηκε τὸ Ἄξιόν Ἐστί».
Πηγή: agiazoni.gr