Η εικόνα της βαπτίσεως του Κυρίου
6 Ιανουαρίου 2023
(ποιητική ιστόρηση της εικόνας της Βαπτίσεως)
«Έν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε,
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις».
Ροδογελάει ευφρόσυνα λαμπαδοφέγγ’ η Κτίσις.
Όλα είναι θάμπος κι έκσταση· κι είν’ όραμα και θάμα.
Κι η Εκκλησία, πάμφωτη, διπλοπανηγυρίζει.
Σήμερον επιφαίνεται στον Κόσμο η Άγια Τριάδα,
και γίνεται Μυστήριο το Βάπτισμα – πεθαίνει,
με των νερών τον αγιασμό, η ανομία της Εύας.
«Γη και θάλασσα, οι βουνοί και τα όρη,
και ανθρώπων, νυν σκιρτήσατε, καρδίαι».
Τον ταπεινό χρωστήρα σου, ευλαβικέ τεχνίτη,
με προσευχή και δέος Θεού κοίταξε να βυθίσεις
στα πιο λαμπρά σου χρώματα, φωτόχαρα, ζωηφόρα.
Πρώτα, ψηλά στο εικόνισμα, σε φωτεινό ημικύκλιο,
τους ανοιγμένους ουρανούς να συμβολίσεις πρέπει.
Χρυσές ακτίνες, θεϊκές, εόρτια να στολίζουν,
να φωντοντύνουν τον Αμνό-Σωτήρα. Και στον κύκλο,
που σαν στεφάνι υφαίνουνε, εν’ άσπρο περιστέρι,
το Άγιο Πνεύμα, την πνοή της αιωνίας Γεννήσεως·
το Άγιο Πνεύμα, τ’ Άχτιστο φως, το Αχειροποίητο.
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, της τρισυπόστατου
και αδιαιρέτου θεότητος το κράτος».
Μετά τα ρείθρα ιστόρησε του αείροου Ιορδάνη.
Βράχοι ψηλοί- πέτρες σχιστές- κι η ακροποταμιά,
απόγκρεμνη κι όλο κοψιές. Θυμάρια, αγκάθια, γύρω.
Και στην κλεισούρ’ ανάμεσα καθάριο το ποτάμι,
να μοιάζει σαν υδάτινος τάφος – μορφή Σπηλαίου,
που αγκαλιάζει, μυστικά, ολόσωμο τον Κύριο –
σύμβολο ότι θάβονται τα Εδεμικά αμαρτήματα,
καθώς ο Κύριος ίσταται, σωματοφόρος, στα νερά,
που ευθύς, ως αναμάρτητος, «ανέβη από του ύδατος».
Και να’ ναι πρέπει τα νερά γαλάζια, ορμητικά,
με ψάρια που να κολυμπούν με ζωηράδα γύρω.
Και ένθεν κι ένθεν, στα νερά πάνω, να ζωγραφίσεις
δυο μικρόσχημες μορφές: τον ασπρογένη γέροντα,
γυμνόν, όπου στο χέρι του βαστάει μιαν υδρία,
-να συμβολίζει, ως πρόσωπο, τον ποταμό Ιορδάνη-
και με ροδόχροο φόρεμα μια νέα μισοντυμένη,
σε ψάρι μεγαλόσωμο επάνω καθισμένη,
πλοιάριο και τρίαινα στα χέρια να κρατάει,
-τη θάλασσα την Ερυθρά πιστά να συμβολίζει-
ως μέλπει στο δεκάχορδο ψαλτήρι ο Ψαλμωδός:
«Η θάλασσα είδε και έφυγεν·
ο Ιορδάνης εις τα οπίσω εστράφη».
Ενώ, στην όχθη, έντρομοι, με ιμάτια πολύπτυχα,
σεμνοπλεγμένα τα μαλλιά και χρυσοφτερουγάτοι,
τρεις Άγγελοι προσμένουνε το σώμα του Κυρίου
να υποδεχθούν. Γι’ αυτό κρατούν στα χέρια τους οθόνες
-σύμβολο δέους και τιμής και σεβασμού μεγάλου.
«Ώσπερ ουρανώ, συν θαύματι και τρόμω,
εν Ιορδάνη παρίσταντο αι δυνάμεις των Αγγέλων».
•
Τώρα, ζωγράφε ανώνυμε, κοίταξε τον Σωτήρα.
Να ιστορηθεί μ’ ένα πανί στη μέση Του, γυμνός.
(Γυμνώθηκε απ’ τη δόξα Του και τη θεότητά Του,
για να ντυθούμε οι άνθρωποι με φως αιώνιας δόξας.)
Κορμί γυμνό, μα υπερφυές. Όχι υλικό. Πνευματοφόρο.
Να μοιάζει, λες, σαν σκαλιστά κεχλιμπαρένιο ξύλο.
Κοίτα να δείχνει σοβαρό το άγιο Πρόσωπό Του,
με στοχασμό βαθύ, πλατύ. Μέγα είν’ το Μυστήριο.
Τα πόδια Του μισάνοιχτα, σάμπως να περπατάει
-σύμβολο πως εκούσια στον Ιορδάνη ήρθε.
Και να πατάει τους δράκοντες, ως η Γραφή το λέει.
«Τας κεφαλάς συνέτριψας δρακόντων επί του ύδατος».
•
Ο Άγγελος, ο Απόστολος, ο Μάρτυς – να, ο Πρόδρομος!
Βροντόφωνος, αντρόκαρδος, καράβι κυματόδαρτο,
θεόφθογγος, τρανόψυχος, γοργόδρομο γεράκι.
(Άγιε μου Γιάννη, κεραυνέ σε ξέφρενες Σαλώμες!)
Ευλαβικέ τεχνίτη μου, και πώς να τον ’στορήσεις;
Μαλλιά φιδοσερνάμενα στους ώμους, θρασεμένα
να πέφτουν πολυπλόκαμα. Γένια ανεμοδαρμένα.
Όρθια τσουλούφια στην κορφή, σαν αγριοπρινάρια.
Ξέσαρκα χεροπόδαρα. Μορφή βαθιά σκαμμένη
απ’ τη νηστεία, την έρημο. Και μύτη γερακίσια.
Ιμάτιο λαδοπράσινο, χιτώνας τριχωτός,
μελανοβαθυγάλαζος κι από γκαμήλας δέρμα…
Με το ‘να χέρι, εξεστηκώς, μόλις που ν’ ακραγγίζει
στο ακήρατο, φωτόζωστο κεφάλι του Δεσπότου.
Ενώ τρεμίζει τ’ άλλο του, σε στάση προσευχής,
το δέος του, έτσι, εκφράζοντας που ’γινε ο Βαπτιστής.
«Πανεύφημε πρόδρομε Χριστού, βαπτιστά θεόληπτε,
σε ευσεβώς μακαρίζοντες, Χριστόν δοξάζομεν».
Και βάλε, πλάι στον Πρόδρομο, σε δέντρο απάνω, αξίνα
-τα λόγια του θυμίζοντας σε Φαρισαίους ανόμους:
«Στου δέντρου, να τη, τα ριζά θεήλατ’ η αξίνα.
Κάθε κακόκαρπο δεντρί, τσεκούρι και φωτιά».
«Ο επιφανείς, Χριστέ ο Θεός,
και τον κόσμον φωτίσας, δόξα σοι».
Ν. Β. Τυπάλδος