Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΟρθοδοξία και Ορθοπραξία

Στὸν ἀπόστολο τῆς 1ης Ἱανουαρίου (Κολ. β΄8-12) (Διονύσιος Ψαριανός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

31 Δεκεμβρίου 2022

Στὸν ἀπόστολο τῆς 1ης Ἱανουαρίου (Κολ. β΄8-12) (Διονύσιος Ψαριανός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

α\’. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν περιτομὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Εἶναι ἀκόμα σήμερα καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς πρώτης τοῦ ἔτους, ἀλλ’ αὐτὴ δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικὴ ἑορτή, ἀλλὰ πολιτική. Ἐκκλησιαστικὰ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔτους ἑορτάζεται στὴν πρώτη Σεπτεμβρίου, τότε ποὺ ἀρχίζει τὸ φυσικὸ ἔτος. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ποὺ πάντα εὐλογεῖ τὸ βίο τῶν ἀνθρώπων, εὐλογεῖ καὶ τὴ σημερινὴ πολιτικὴ ἑορτὴ καὶ κάνει ἐπίσημη τελετὴ μαζὶ μὲ τὶς Ἀρχὲς τοῦ κάθε τόπου, ζητώντας τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν καινούργιο χρόνο. Οἱ πολλοὶ βέβαια ρίχνουν τὸ βάρος στὴν πολιτικὴ ἑορτὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς καὶ ἑορτάζουν τὴ σημερινὴ ἡμέρα περισσότερο κοσμικὰ καὶ πολὺ λιγότερο ἐκκλησιαστικά. Ἀλλά, καθὼς τὸ εἴπαμε, σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν περιτομὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιλείου.

β\’. Ἀπόστολος, καθὼς ἀκούσαμε, στὴ θεία Λειτουργία διαβάζεται περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς περικοπῆς ἀνταποκρίνεται καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ στὸ γεγονὸς τῆς περιτομῆς τοῦ Κυρίου. Γιατί αὐτὸ κάνει πάντα ἡ Ἐκκλησία, σχετικὰ μὲ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα· διαλέγει τὶς περικοπές, εἴτε τὶς προφητικὲς στὸν Ἑσπερινὸ εἴτε τὶς ἀποστολικὲς καὶ εὐαγγελικὲς στὴ θεία Λειτουργία, ἔτσι ποὺ τὸ περιεχόμενό τους νὰ ἔχη σχέση μὲ τὸ ἱερὸ πρόσωπο ἤ μὲ τὸ θεῖο γεγονός, ποὺ κάθε φορὰ ἑορτάζεται. Ἔτσι δίνεται ἡ εὐκαιρία στοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀκοῦνε μᾶλλον τὴ θεία Γραφὴ στὴν Ἐκκλησία παρὰ νὰ τὴ διαβάζουν τάχα στὸ σπίτι, σὰν ἕνα κοινὸ ἀνάγνωσμα καὶ βιβλίο. Οἱ ὀρθόδοξοι μιλᾶμε γιὰ ἀκρόαση κι ὄχι γιὰ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, καθὼς τὸ φωνάζει ὁ διάκονος· «Καὶ ὑπὲρ τοῦ καταξιωθῆναι ἡμᾶς τῆς ἀκροάσεως τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου…» Θεία Λειτουργία πάει νὰ πῆ πώς, κάθε φορὰ ποὺ διαβάζεται στὴν Ἐκκλησία τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Θεὸς μιλάει κι ἐμεῖς ἀκοῦμε. Στὸ τέλος κάνομε τὸ σταυρό μας καὶ λέμε· «Δόξα σοι, Κύριε· δόξα σοι».

γ\’. Μὰ ἂς ἔρθωμε τώρα νὰ ἐξηγήσουμε τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Ἀκούσαμε λοιπὸν νὰ λέη ὁ Ἀπόστολος, ὄχι μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ ἔγραφε τότε, ἀλλὰ καὶ σέ μᾶς καὶ στοὺς χριστιανοὺς κάθε καιροῦ· «Ἀδελφοί, προσέχετε μήπως καὶ σᾶς παρασύρη κανεὶς μὲ τὴ φιλοσοφία καὶ μὲ κούφια λόγια ποὺ ξεγελοῦν καὶ λέγονται σύμφωνα μὲ τὶς συνήθειες καὶ τὶς ἀντιλήψεις τοῦ κόσμου κι ὄχι καθὼς λέει ὁ Χριστὸς» (1).

δ\’. Αὐτὸ τὸ κομμάτι ταιριάζει νὰ τὸ ποῦμε γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Βασιλείου. Ἦταν σὲ θέση περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον νὰ κάμη λόγο γιὰ τὴ φιλοσοφία καὶ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη γνώση, καὶ γιὰ τὶς ἀνεύθυνες θεωρίες, ποὺ ξεσηκώνουν τὰ μυαλὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ γιὰ ὅλα, ποὺ ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος σ’ αὐτὰ ποὺ γράφει. Ὁ ἅγιος Βασίλειος, ποὺ ὑπῆρξε ὁ σπουδαιότερος ἄνθρωπος τοῦ καιροῦ του κι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους, ἦταν γεμάτος ἀπὸ κάθε σοφία καὶ γνώση τῶν ἀνθρώπων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὥστε νὰ μπορῆ νὰ ξέρη καὶ συγκρίνη τὴν ἔξω φιλοσοφία καὶ γνώση πρὸς τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἕνα μεγάλο ὄνομα, ἀλλὰ καὶ μία παγίδα, γιατί πολλὲς φορὲς καταντάει «κενὴ ἀπάτη», κούφια λόγια, ποὺ τόσο περισσότερο ξεγελοῦν, ὅσο περισσότερο εἶναι κούφια καὶ κάνουν περισσότερο θόρυβο. Καὶ ξέρομε ἀπὸ τὴ ζωὴ ὅτι θόρυβο κάνουν ἀκριβῶς τὰ ἀδειανὰ δοχεῖα, τὰ κύμβαλα, καθὼς γράφει ἀλλοῦ ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἀλαλάζουν.

ε\’. Ἀπὸ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν κενὴ ἀπάτη ταλαιπωρεῖται πάντα ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἴσως στὸν καιρὸ μας ταλαιπωρεῖται περισσότερο. Λογιῶν λογιῶν θεωρίες μὲ τὸ ὄνομα τῆς φιλοσοφίας καὶ μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἐλεύθερης σκέψης, ξεσηκώνονται γιὰ νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ σαλέψουν τὴν πίστη καὶ τὸ φρόνημα τῶν χριστιανῶν. Ὁ ἀγώνας τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος, δὲν ἦταν ἄλλος παρὰ μὲ συγγραφὲς καὶ μὲ Συνόδους νὰ φυλάξουν τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ νὰ δείξουν τὴν πλάνη καὶ τὴν ἀπάτη τῶν αἱρέσεων. Ὅλες οἱ αἱρέσεις ἀποτελοῦν παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ὑγιὰ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ μὲ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ μὲ τὴ συλλογιστικὴ μέθοδο τῆς φιλοσοφίας πλησιάζουν τὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀλήθειας, ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἡ φιλοσοφία χάνεται μέσα σὲ ἀτέλειωτες συζητήσεις, στὶς ὁποῖες τελικὰ διαλύεται ὁ ἀνθρώπινος λόγος· ἡ Ἐκκλησία δὲν συζητεῖ, ἀλλὰ κηρύττει τὸν ἐνυπόστατο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν καταργεῖ τὴ σκέψη καὶ τὸ λόγο τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἕνα σημεῖο συμπορεύεται μὲ τὴ φιλοσοφία, μὰ ὅταν ἐκείνη ξεστρατίζη, ἡ Ἐκκλησία γυρίζει καὶ στηρίζεται στὸ θεῖο λόγο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιφρονεῖ τὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ φυλάγεται ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, ποὺ πολλὲς φορὲς ἐκφυλίζεται καὶ καταντᾶ κενὴ ἀπάτη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι δεμένη πάντα στὴν πίστη καὶ στὰ γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας, ποὺ εἶναι ἡ στερεὴ καὶ ἀσάλευτη βάση τοῦ κηρύγματος τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς χάριτος.

ς\’. Ἡ Ἐκκλησία, καθὼς διδάσκει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, εἶναι αὐτάρκης· δὲν τῆς λείπει τίποτα ἀπ’ ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτὸ εἶναι πάντα τὸ μέλημα καὶ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἄξια, γιὰ νὰ τὰ προσέξουμε πολύ, ὅσα στὴ συνέχεια λέει ὁ Ἀπόστολος. «Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας σὲ μορφὴ σωματική, καὶ ὅταν εἴσαστε μὲ τὸ Χριστό, τὰ ἔχετε ὅλα. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ κάθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ στὸ ὄνομά του περιτμηθήκατε, ὄχι μὲ περιτομὴ γενάμενη μὲ ἀνθρώπινα χέρια, σὰν ἐκείνη τῶν Ἑβραίων, ἀλλὰ μὲ τὴν περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι νὰ γδυθῆ κανεὶς ἀπὸ πάνω του τὸ σαρκικὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας» (2).

ζ\’. Πρέπει νὰ ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ποιὸς εἶναι καὶ τί εἶναι ὁ Χριστός, γιατί ἐδῶ ὑπάρχει πολλὴ ἄγνοια καὶ σύγχυση καὶ πλάνη. Ὁ Ἀπόστολος λέει ὅτι μέσα στὸ Χριστὸ κατοικεῖ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας, ὅλος δηλαδὴ ὁ Θεὸς σὲ σωματικὴ μορφὴ· καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἀκολουθώντας καὶ ἐδῶ τὸ λόγο τῆς ἀποκαλύψεως, δογματίζει πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος. Ἐδῶ διχάστηκαν ὅλες οἱ αἱρέσεις καὶ πῆραν ἤ τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο ἄκρο· ἤ πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι μόνο Θεὸς ἤ πὼς εἶναι μόνο ἄνθρωπος. Εἶναι ἀκριβῶς ἐδῶ ὁ κίνδυνος τῆς φιλοσοφίας, τοῦ ἀνεύθυνου καὶ δῆθεν ἐλεύθερου στοχασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ γυμνὸς καὶ χωρὶς τὸ φῶς τῆς ἀποκαλύψεως φιλοσοφεῖ ἀπάνω στὸ μυστήριο τῆς εὐσέβειας. Οἱ ἱεροὶ Πατέρες τὴν ξέρουν καλὰ αὐτὴ τὴν κακοτοπιὰ καὶ φιλοσοφοῦν, μᾶλλον δὲ θεολογοῦν, καθὼς λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «εἴσω τῶν οἰκείων ὅρων», μέσα δηλαδὴ στὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου λογισμοῦ, ποὺ πάντα φωτίζεται καὶ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀποκαλύψεως. Πολλοὶ ἄνθρωποι, καθὼς σὲ μιά του ἐπιστολὴ γράφει ὁ Μ. Βασίλειος, ἀπάνω στὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐσέβειας δὲν θεολογοῦν, ἀλλὰ τεχνολογοῦν.

η\’. Στὰ παραπάνω λόγια του Ἀποστόλου πρέπει ἐπίσης πολὺ νὰ προσέξουμε στὴ φράση· «καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι», ποὺ τὸ ἐξηγήσαμε πὼς θὰ πῆ· ὅταν εἴσαστε μὲ τὸ Χριστό, τὰ ἔχετε ὅλα. Ὅποιος εἶναι μὲ τὸ Χριστό, ὄχι μόνο δὲν αἰσθάνεται ἔλλειψη, ἀλλὰ καὶ πὼς εἶναι γεμάτος ἀπ’ ὅλα, ὅσα βέβαια εἶναι γιὰ τὴ σωτηρία. Γιατί, ἂν μᾶς κυριὲψη ἡ ἐπιθυμία νὰ ἔχωμε ὅλα τὰ ἄλλα, ποὺ μπορεῖ νὰ δώση ὁ κόσμος, τότε θὰ εἴμαστε πολὺ δυστυχεῖς, γιατί δὲν εἶναι αὐτὰ μὲ τὰ ὀποῖα μᾶς γεμίζει ὁ Χριστός. Ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι πλανιῶνται καὶ χάνουν τὴν πίστη τους, ἐπειδὴ δὲν ξέρουν τί ζητοῦν ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ θὰ ἤθελαν νὰ τοὺς ἔδινε ἡ Ἐκκλησία ἐκεῖνα ποὺ δίνει ὁ κόσμος, ποὺ ὅμως αὐτὰ δὲν γεμίζουν καὶ δὲν ἀναπαύουν τὸν ἄνθρωπο, γιατί ὅλα αὐτὰ δὲν δίνουν σωτηρία. Πρέπει λοιπὸν νὰ καταλάβουμε τί θέλει νὰ πῆ ὁ Ἀπόστολος μὲ τὸ «ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι», γιατί ἀλλιῶς κινδυνεύομε νὰ ποῦμε πὼς ὁ Ἀπόστολος πάει νὰ μᾶς ξεγελάση μὲ κούφια λόγια, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ εἶπε παραπάνω.

θ\’. Κι ἔρχεται ἀμέσως στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος νὰ μιλήση γιὰ τὴν περιτομή, ποὺ εἶναι τὸ ζήτημα ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ πάντα, ἀλλὰ καὶ ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο στὴ σημερινὴ ἑορτὴ ἡ Ἐκκλησία διαβάζει αὐτὴ τὴν ἀποστολικὴ περικοπή. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν περιτομὴ τοῦ νόμου, ποὺ εἶναι μία πράξη ποὺ γίνεται μὲ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων, ὑπάρχει ἡ περιτομὴ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μία πράξη πνευματικὴ καὶ ἀχειροποίητη μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ἡ περιτομὴ αὐτὴ συνίσταται στὸ νὰ κόψουμε καὶ νὰ βγάλωμε ἀπὸ πάνω μας τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ σαρκικὸ καὶ κοσμικὸ φρόνημα, ποὺ ζῆ κάνοντας τὸ θέλημα τῶν αἰσθήσεών του, ποὺ εἶναι «ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (3), καθὼς γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.

ι\’. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀχειροποίητη καὶ πνευματικὴ περιτομὴ δὲν εἶναι ἕνας ἀόριστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ἀλλὰ μία πράξη, ποὺ συντελέστηκε ἤδη στὸν κάθε πιστὸ μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔρχεται τώρα νὰ μιλήση. «Ἐνταφιαστήκατε μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ κατὰ τὸ βάπτισμα καὶ ἀναστηθήκατε τότε μαζί του, πιστεύοντας στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν ἀνάστησε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς» (4). Ἡ πνευματικὴ περιτομὴ τῶν χριστιανῶν, ποὺ γίνεται μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, εἶναι ἡ θύρα ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν στὴν Ἐκκλησία, στὴ μεγάλη οἰκογένεια τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν μεταξύ τους ἀδελφῶν. Μὰ τὸ βάπτισμα, ποὺ εἶναι ἀντὶ γιὰ τὴν περιτομή, μία περιτομὴ κι αὐτό, μὰ πνευματικὴ καὶ ἀχειροποίητη, εἶναι τὸ θεῖο Μυστήριο, ποὺ καθὼς τὸ τελεῖ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις στὸ νερὸ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιὰ τὸν πιστὸ ποὺ βαπτίζεται εἶναι ἡ τριήμερη ταφὴ καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ πιστὸς ὅταν βαπτίζεται πεθαίνει καὶ ἀνασταίνεται καινούργιος ἄνθρωπος. Πρέπει νὰ τὸ ποῦμε καθαρὰ· ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα συμβολισμό, μὰ γιὰ μιὰ ἀληθινὴ πράξη καὶ ἀλλαγή, ποὺ γίνεται μέσα στὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴν ἀόρατη δύναμη καὶ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

ια\’. Θὰ περιμένατε ἴσως σήμερα μιὰ ἄλλη ὁμιλία· κάτι σὰν μήνυμα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε αὐτὲς τὶς ἡμέρες στὴν Τηλεόραση ἤ διαβάζουμε στὶς Ἐφημερίδες. Μὰ αὐτὰ πιὰ κατάντησαν πολὺ γνωστὰ καὶ τετριμμένα· τὰ ἴδια λόγια, οἱ ἴδιες εὐχές, μιὰ τεχνητὴ αἰσιοδοξία, τάχα πὼς ὅλα πᾶνε καλὰ καὶ πὼς θὰ πᾶνε καλύτερα. Δὲν ἦταν δύσκολο νὰ κάνωμε κι ἐμεῖς μιὰ τέτοια ὁμιλία· νὰ ψευτοφιλοσοφήσουμε περὶ χρόνου, νὰ τὰ δοῦμε στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὅλα καλά, νὰ εὐχηθοῦμε πὼς αὔριο ὁπωσδήποτε θὰ εἶναι καλύτερα καὶ πὼς ὁ νέος χρόνος θὰ φέρη τὴν εὐτυχία σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Φοβηθήκαμε νὰ τὰ ποῦμε ἔτσι, γιατί ὁ Ἀπόστολος θὰ ’λεγε καὶ σὲ μᾶς ὅτι πᾶμε νὰ ξεγελάσουμε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν κενὴ ἀπάτη. Προτιμήσαμε λοιπὸν καὶ σήμερα νὰ ἐξηγήσουμε τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς διπλῆς ἑορτῆς, καθὼς ἀπὸ πολὺν καιρὸ τώρα συστηματικὰ κάνομε.

Ἀλλά, γιὰ νὰ μὴν πῆ κανένας πὼς δὲν εἴχαμε κι ἐμεῖς μία εὐχὴ γιὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα, εὐχόμαστε λοιπὸν τὸ νέο ἔτος, ὄχι κατὰ μαγικὸ τρόπο, νὰ εἶναι αἴσιο καὶ εὐτυχές, ἀλλὰ ἐμεῖς ἀπὸ σήμερα νὰ ἀρχίσουμε νὰ εἴμαστε καλύτεροι ἀπὸ χθές. Γιατί δὲν εἶναι τὰ πράγματα ποὺ μᾶς κάνουν εὐτυχεῖς, μὰ εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ φτιάχνομε τὰ πράγματα καὶ βρίσκομε τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας μας μέσα στὴν ἐκτέλεση κάθε φορὰ τοῦ χρέους μας καὶ στὴ βελτίωση τοῦ ἑαυτοῦ μας Ἀμήν.

† ὁ Σ.Κ.Δ.

* Ἐλέχθη εἰς τὸν [Μητροπολιτικὸν] Ἱ. Ν. ἁγίου Νικολάου [Κοζάνης] τὴ 1η Ἰανουαρίου 1980

Ὑποσημειώσεις

1. Κολ. 2,8.

2. Κολ. 2, 9-11.

3. Ἰω. 2,16.

4. Κολ. 2,12.

 

Πηγή: agiazoni.gr