Οσιοπαρθενομάρτυς Ευγενία – 24 Δεκεμβρίου
24 Δεκεμβρίου 2022
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Η αγία Ευγενία έζησε τόν 3ο αιώνα μ. Χ. Καταγόταν από ευγενή οικογένεια τής Ρώμης, αλλά μεγάλωσε στήν Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου, όπου ο πατέρας της διορίσθηκε ως Έπαρχος. Οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος καί Ευγενία καί ήσαν ειδωλολάτρες. Η αγία Ευγενία, όμως, βαπτίσθηκε κρυφά από τούς γονείς της καί όταν μεγάλωσε, επειδή τήν πίεζαν νά παντρευτή κάποιον ειδωλολάτρη, έφυγε καί πήγε σέ ανδρικό Μοναστήρι όπου τήν δέχθηκαν, επειδή μεταμφιέσθηκε σέ άνδρα μέ τό όνομα Ευγένιος. Καί τό έκανε αυτό, γιά νά μή τήν ανακαλύψουν οι γονείς της καί τήν αναγκάσουν νά επιστρέψη κοντά τους.
Η αγία Ευγενία επέδειξε μεγάλο ζήλο καί υπερέβη τούς ανδρες μοναχούς στήν άσκηση, τίς αρετές καί τά πνευματικά κατορθώματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα νά προταθή γιά τήν θέση τού ηγουμένου, όταν ο ηγούμενος τής Μονής έφυγε από τόν μάταιο αυτόν κόσμο. Ο μοναχός Ευγένιος στήν αρχή αρνήθηκε, αλλά βλέποντας τήν μεγάλη αγάπη καί τήν επιμονή τών μοναχών υπεχώρησε.
Τήν περίοδο εκείνη ο ηγούμενος Ευγένιος αντιμετώπισε πολύ μεγάλο πειρασμό. Μιά μοναχή, όταν τόν είδε, καθώς εκείνος ήταν νέος καί όμορφος, κυριεύθηκε από σατανικό έρωτα καί θέλησε μέ δόλιο τρόπο νά τόν παρασύρη στήν αμαρτία. Ο Ευγένιος, όπως ήταν φυσικό, δέν συγκατατέθηκε στίς άνομες ορέξεις της, καί τότε εκείνη τόν συκοφάντησε ότι τήν διέφθειρε καί μάλιστα υποστήριζε ότι διέφθειρε καί άλλες γυναίκες, μέ αποτέλεσμα ο ηγούμενος, δηλαδή η αγία Ευγενία, νά συρθή μπροστά στόν Έπαρχο τής Αλεξάνδρειας γιά νά δικασθή. Επειδή ο Έπαρχος καί οι συνεργάτες του βλασφημούσαν τόν Χριστό, ήβριζαν τούς Χριστιανούς καί διέβαλλαν τό αγγελικό τάγμα τών μοναχών, η αγία Ευγενία, παρά τήν αρχική της απόφαση νά υπομείνη τά πάντα μέ σιωπή, αναγκάσθηκε νά ομιλήση καί νά αποκαλύψη τήν αλήθεια. Τό αποτέλεσμα ήταν νά καταισχυνθή η συκοφάντις καί νά τιμωρηθή παραδειγματικά, αλλά καί ο Έπαρχος, δηλαδή ο πατέρας της, νά πιστέψη στόν αληθινό Θεό, νά βαπτισθή καί στήν συνέχεια νά γίνη ομολογητής καί μάρτυρας τού Χριστού.
Η αγία Ευγενία, μετά τό μαρτύριο τού πατέρα της, μετακόμισε στήν Ρώμη μαζί μέ τήν μητέρα της. Εκεί συνελήφθη καί μετά από φρικτά βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε καί έτσι σφράγισε τήν μαρτυρία της γιά τόν Χριστό μέ τό αίμα τού μαρτυρίου της.
Ο βίος καί η πολιτεία τής αγίας Ευγενίας μάς δίνουν τήν αφορμή νά τονίσουμε τά ακόλουθα:
Η συκοφαντία, πού είναι άδικη καί ψευδής κατηγορία εναντίον κάποιου, είναι πολύ μεγάλη αμαρτία γιά τόν συκοφάντη, αλλά καί πολύ μεγάλος πειρασμός γιά τόν συκοφαντούμενο. Ένας ύμνος πού ψάλλεται στήν ακολουθία τής «Πρώτης Ώρας», κατά τήν Αγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, λέγει, μεταξύ τών άλλων, καί τά εξής: «Λύτρωσέ με από συκοφαντίας ανθρώπων καί φυλάξω τάς εντολάς σου». Δηλαδή, ο πιστός παρακαλεί τόν Θεό νά τόν λυτρώση από τίς συκοφαντίες τών ανθρώπων καί υπόσχεται, γι’ αυτό, νά φυλάττη τίς εντολές Του.
Όποιος δέν θέλει νά φθάση στό σημείο νά γίνη συκοφάντης, πρέπει νά μάθη νά μήν είναι φιλοκατήγορος. Δηλαδή, νά μή κατηγορή κανέναν παρά μόνον τόν εαυτό του. Επειδή εκείνος ο οποίος μέμφεται καί κατηγορεί τόν εαυτό του, αποκτά ταπείνωση, από τήν οποία γεννάται η αγάπη καί γι’ αυτό δέν κατηγορεί κανέναν άλλον άνθρωπο. Είναι επιεικής στούς άλλους, προσπαθεί νά δικαιολογή τά σφάλματα καί τίς αδυναμίες τους, καί είναι αυστηρός μόνον στόν εαυτό του. Αντίθετα, εκείνος ο οποίος είναι επιεικής στόν εαυτό του καί, αρνούμενος νά αναλάβη τίς ευθύνες τών πράξεών του, τόν δικαιολογεί συνεχώς, αυτός είναι αυστηρός στούς άλλους καί γιά τό παραμικρό τούς κατηγορεί, τούς κατακρίνει καί τούς καταδικάζει. Ένα από τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τών Αγίων είναι καί τό ότι είναι αυστηροί στόν εαυτό τους καί επεικείς στούς άλλους. Δέν κατακρίνουν καί δέν καταδικάζουν ποτέ κανέναν παρά μόνον τόν εαυτό τους, τόν οποίο θεωρούν κατώτερο όχι μόνον από τούς άλλους ανθρώπους, αλλά καί από αυτήν τήν άλογη κτίση. Καί θεωρούν ότι όλοι οι άλλοι θά σωθούν καί μόνον αυτοί είναι άξιοι τής κολάσεως, αλλά δέν απελπίζονται.
Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος τού υποδηματοποιού τής Αλεξάνδρειας, πρός τόν οποίον απεστάλη από τόν Θεό ο Άγιος Αντώνιος γιά νά διδαχθή από τόν βίο καί τήν πολιτεία εκείνου: «οι πάντες σώζονται, εγώ δέ μόνος απόλλυμαι». Έλεγε, δηλαδή, ο άνθρωπος εκείνος τού Θεού ότι όλοι οι άνθρωποι θά σωθούν καί μόνον εκείνος θά κολασθή, επειδή θεωρούσε ότι είναι ο πιό αμαρτωλός άνθρωπος τού κόσμου καί χειρότερος από όλους καί όλα. Δέν απελπιζόταν όμως, αλλά στήριζε τήν ελπίδα του στόν Θεό, πιστεύοντας ότι ο Θεός μπορεί νά τόν σώση άν θέλη, παρά τήν αμαρτωλότητά του. Καί γι’ αυτό επεκαλείτο συνεχώς καί αδιαλείπτως τό θείον έλεος, λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Επίσης, χρειάζεται μεγάλη προσοχή σέ αυτό πού ονομάζουμε υποψία, επειδή η υποψία μπορεί νά οδηγήση τόν άνθρωπο στήν ψευδολογία καί τήν συκοφαντία. Ο αββάς Δωρόθεος ονομάζει τήν υποψία «κατά διάνοιαν ψεύδος» καί προτρέπει γιά τήν αποφυγή της, γιατί, όπως τονίζει, εκείνοι οι οποίοι στηρίζονται στίς υποψίες τους, οδηγούνται σέ λανθασμένα συμπεράσματα, μέ αποτέλεσμα νά κατηγορούν καί νά αδικούν αθώους ανθρώπους.
Είναι παρατηρημένο ότι αργά ή γρήγορα ο συκοφάντης τιμωρείται ή μάλλον αυτοτιμωρείται, σύμφωνα μέ τόν πνευματικό νόμο. Βεβαίως, υπάρχει καί η μετάνοια. Από τήν άλλη, ο συκοφαντούμενος, όπως είναι φυσικό, πληγώνεται καί πονά, βασανίζεται καί ταλαιπωρείται, όμως ο Θεός δέν τόν εγκαταλείπει ποτέ, αλλά τόν ενδυναμώνει καί τού χορηγεί πλούσια τήν Χάρη καί τήν ευλογία Του. Αρκεί νά κάνη υπομονή καί νά στηρίζη τήν επλπίδα του στόν Θεό.
Η πνευματική πείρα τών Αγίων μαρτυρεί ότι γιά έναν πειρασμό πού επιτρέπει ο Θεός, δίνει στήν συνέχεια αναρίθμητες ευλογίες. Αρκεί ο άνθρωπος νά υπομένη αγόγγυστα, ευχαριστώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό γιά όλα.-