Ο Χαρισματούχος υποτακτικός – Η προσευχή
19 Νοεμβρίου 2022
Ο ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ (1912- 1990)
(43ο ) – (44ο )
Η προσευχή πάντως είναι η πιο κουραστική και επίπονη εργασία, και γι’ αυτό ο Παύλος παρακινεί «τη προσευχή προσκαρτερείτε» (Κολ. 4,2). Είναι εργασία του νου. Στον μετέωρο και κακομαθημένο από τον σκορπισμό και την περιέργεια νου δεν αρέσει ο περιορισμός και ο αποκλεισμός στην “φυλακή”. Αυτό συμβαίνει έως ότου η Χάρις ανοίξει την πόρτα της «εν Θεώ αισθήσεως». Όταν γίνει αυτό, δεν θέλει ποτέ να αποσπασθεί από την γλυκύτητα της ενώσεως με το Θεό, στην οποία βρίσκεται η τροφή και η τρυφή των αγγέλων, η δόξα και η χαρά των δικαίων και η γεύση της αιώνιας ζωής.
Όταν η ψυχή αδιαθετεί και νυστάζει, και άρα ο νους δεν κινείται σε προσευχή, τότε επινοούμε τρόπους προς διέγερση, όπως δίνουμε στους ανόρεκτους τα ορεκτικά. Φυσικό είναι, αυτοί που έχουν «εγκειμένην την διάνοιαν επί τα πονηρά» (βλ. Γεν. 8, 21), οι φορείς της ποικίλης επιρροής να απροθυμούν για προσευχή. Τότε με διάφορες σκέψεις και θεωρίες παρακινούμε τους εαυτούς μας. Στρέφομε τον νουν μας στα πάθη του Χριστού μας σχηματίζοντας ενδόμυχα την εικόνα της Σταυρώσεως. Αδολεσχούμε στα ποικίλα μαρτύρια των εκατομμυρίων ηρώων της πίστεως μας, στην έννοια του θείου προορισμού ως θεοειδών όντων και κατ’ εικόνα του Πλάστου μας. Αυτά ξυπνούν τον νυσταλέο νου σε αίσθηση του καθήκοντος, εάν κινήσομε και την αυτομεμψία με την οποία συγκινείται ο αποχαυνωμένος εαυτός μας.
« Εγώ, μας έλεγε ο μακάριος Γέροντας, σε τέτοια κατάσταση νεκρώσεως και αθλιότητος φαντάζομαι τον εαυτό μου, ώστε να παρίσταται μπροστά στο φοβερό δικαστήριο κατά την Δευτέρα Παρουσία. Βλέπω τον Κύριό μας, μετά την απόφασή Του να παίρνει τους δικούς Του και να φεύγει για την αιώνια βασιλεία. Εμένα με απέκοψε και αισθάνομαι ότι δεν έχω πλέον άλλη ελπίδα να τον ξαναδώ ή να τύχω ελέους και αρχίζω φωνές και κλάματα αμέτρητα!».
Όλες όμως οι εικόνες, τα σχήματα ή τα νοήματα, που προβάλαμε στην αρχή για να κινήσουμε τον νου μας στην προσευχή, δεν τα κρατάμε πλέον όταν κινηθεί μέσα μας η προσευχή, γιατί θα μας φέρουν μετεωρισμό. Την ώρα της προσευχής δεν χρειάζεται σχήμα ή εικόνα, ούτε φαντασία, αλλά ο νους άχρωμος και άσχημος (χωρίς σχήμα) μένει με μόνη την ροπή του προς τον Θεό, όπως η Χάρις θα τον ελκύσει. Η πρώτη αίσθηση είναι η χαρά και ακολουθούν όσα ο Παύλος μας περιγράφει (βλ. Γαλ. 5, 22).
Οι αυτοσχέδιες προσευχές είναι καρποφόρες, ιδιαίτερα στους αρχαρίους και εισαγωγικούς. Με ένα εξομολογητικό τρόπο αρχίζουμε την προσευχή μας, όπως θα μιλούσαμε προσωπικά σε κάποιον που θα συναντούσαμε. Ζητούμε στην αρχή συγγνώμη για τα λάθη μας και μετά να μας διδάξει Αυτός πως να κάνομε το θέλημά Του, πως να αποφύγομε τους πειρασμούς, πως να απαλλαγούμε από τα πάθη μας και να μας χαρίσει όσα συντελούν στην πραγματική μετάνοια. Ο Δαβίδ έλεγε «γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η περεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου» (Ψαλ. 142,8).
Αυτός ο τρόπος, που λέγεται και εξομολογητικός είναι πολύ ωφέλιμος, γιατί με την αυτομεμψία με την οποίαν συνεχώς ομολογούμε την ποικίλη μας ενοχή, γεννάται η ταπείνωση που είναι η έδρα της θείας Χάριτος. Ο Θεός «ταπεινοίς δίδωσι Χάριν» (Ιακ. 4,6) και «εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος» ( Ψαλ. 114,6). Όταν προκαλέσουμε την ενέργεια της Χάριτος με αυτόν τον τρόπο, τότε Αυτή ενώνεται με το νου. Τότε κάθε ενθύμηση του γλυκυτάτου Σωτήρα μας είναι αφορμή χαράς και ειρήνης και η αίσθηση του κόσμου τούτου και των αισθητών είναι απαίσια και κουραστική. «Εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην» (Ψαλ. 76, 3). Έτσι εφαρμόζεται πρακτικά το λόγιο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου « μνημονευτέον γαρ Θεού μάλλον ή αναπνευστέον».
Τα περί προσευχής δεν περιγράφονται, αλλά μάλλον βιούνται και τότε όσοι τα πάσχουν γνωρίζουν το ανέκφραστο μεγαλείο της.
Η πνευματική προσευχή μεταμορφώνει σε θεοειδή τον προσευχόμενο. Όπως ο Θεός αγαπά τα σύμπαντα, έτσι και αυτός συμπάσχει με τον πανανθρώπινο πόνο. Συνεχώς κλαίει, όχι για τον εαυτό του αλλά για τον κάθε θλιβόμενο και γι’ αυτούς που τον επιβουλεύονται επαναλαμβάνει το ρήμα του Κυρίου μας «άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23, 34).
Σε όσους τον ρωτούσαν για την χρήση της εισπνοής και εκπνοής στην ευχή, που μερικοί Πατέρες αναφέρουν, δεν την συνιστούσε. Τόνιζε μόνο την βία στην μονολόγιστη ευχή. Όταν υπάρχει ξηρασία και σβησμός, τότε όπως αναφέραμε, η αυτοσχέδια προσευχή με βάθος ταπεινώσεως προκαλεί την αρχή. Όταν η θέρμη γίνει αισθητή, τότε σε ό,τι η Χάρις οδηγήσει εκεί ο νους επεκτείνεται. «Εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου και εν τη μελέτη μου εκκαυθήσεται πυρ» ( Ψαλ. 38, 3). Σε όσους με ζήλο τον προκαλούσαν να τους πεί πόσο διαρκεί η θέρμη της προσευχής σε κατάσταση Χάριτος, δεν τους έκρυβε ότι στον εαυτό του κρατούσε έως τρείς ώρες. Μετά μειώνεται και συνεχίζει η επαφή του νου με τον Θεό με άλλους τρόπους ευχαριστίας, δοξολογίας, υμνολογίας ή και με άλλες θεωρίες.
« Με οποιοδήποτε τρόπο προσευχής να προκαλείτε το νού σας στην μνήμη του Θεού. Με επισκέφθηκε ένας μοναχός, την ημέρα του θανάτου του Γέροντός μου και μου είπε: “Μέχρι να έρθω εδώ, είπα τρείς φορές τους Χαιρετισμούς της Παναγίας μας”. Βλέπετε πως αγωνίζονται οι πατέρες; Καθένας βρίσκει τρόπο θείας επικλήσεως, ώστε να μην μένει ο νους του αργός και να αιχμαλωτίζεται στον μετεωρισμό. Από πείρα σας λέω, ότι ο άνθρωπος μπορεί να χαριτωθεί πέντε λεπτά, μπορεί και μία ώρα ή δύο ή τρείς ώρες. Περισσότερο δεν δοκίμασα. Αυτό μας έλεγε ο Γέροντας μας Ιωσήφ από την πείρα του. Όταν λέω να χαριτωθεί, εννοώ ενέργεια Χάριτος. Προσευχή χαριτωμένη, να μην φεύγει ο νους καθόλου από τον Θεό και την αίσθηση της αγάπης Του. Τότε λησμονούνται οι νόμοι της βαρύτητος και η ανάγκη του κόσμου».