Όσο πιο μακριά από τη ζωή, τόσο πιο κοντά στο θάνατο! – Πώς ξεκλειδώθηκα!
18 Νοεμβρίου 2022
Ένας σύγχρονος νέος διηγείται πώς γνώρισε το Χριστό και πώς οδηγήθηκε στην αληθινή επίγνωση και έγινε φίλος του μέσα από απλές καθημερινές συνήθειες που αποτελούσαν τη χαρά, τη διασκέδαση, την απόλαυσή, την ανάπαυσή του!
Για το Χριστό δεν υπάρχει τίποτε κρυφό. Βλέπει. Βλέπει παντού. Τα μάτια του βλέπουν και μέσα στο σκοτάδι. Και μέσα στα βάθη της καρδιάς μας. Όσο και αν εμείς την διπλοκλειδώνουμε!
-Τί γίνεται εκεί μέσα;
Προσπαθώ να αποκριθώ την αθώα περιστερά.
-Πού, Κύριε;
-Να, εκεί μέσα!
-Α, μπα!… Τίποτε!…
Άνοιξε, να δούμε. Κάτι ψόφιο πρέπει να υπάρχει εκεί μέσα. Σε κατάσταση αποσύνθεσης. Δεν το «ακούς», πόσο «μυρίζει»;
Προσπάθησα να κρυφτώ με τη συνηθισμένη μέθοδο. Επιστράτευσα όλη μου την υποκριτή διάθεση και ικανότητα. Όλα μου τα αποσμητικά: Χαμόγελο, τάχα έκπληξη, αστεία. Μα δεν «πέρασαν»!
-Άνοιξε, σου λέω! (είπε ο Χριστός επιτακτικά). Κάτι βρωμάει πολύ!
Με κοίταζε αυστηρά! Αλλά εγώ δεν είχα διάθεση να χαμηλώσω το βλέμμα. Είχα πεισμώσει. Είχα αγριέψει. Είχα γίνει θηρίο, εναντίον του Χριστού! Ναι,εναντίον του Χριστού. Μέσα μου είχαν επαναστατήσει οι λογισμοί: -Είπα να ζήσω και εγώ «λίγο» με το Χριστό. Να του δώσω και εγώ κάτι. Αλλά όχι και να μη μείνει τίποτε δικό μου! Τί; Θα χάσω τον εαυτό μου; Δούλος θα γίνω; «Δούλος Χριστού»; Αυτά είναι πια ξεπερασμένα!
Και ξέσπασα με οργή.
-Α, μα πια! Δεν υποφέρεσαι με τίποτε! Α, μα δεν φταις εσύ. Εγώ φταίω, που είπα να έρθω και εγώ λίγο κοντά σου. Που φαντάστηκα, ότι κάτι θα κέρδιζα κοντά σου.
Μου απάντησε ξερά: -Εντάξει. Εγώ φεύγω. Ακολούθησε το δρόμο σου. Με το ζόρι δεν σε θέλω κοντά μου. Τί να σε κάνω δα; Τί να σε κάνω, μόνο σωματικά κοντά μου, αν η καρδιά σου είναι αλλού;
Και… γύρισε να φύγει.
Στα αυτιά της ψυχής μου ήχησαν τότε εκκωφαντικά τα λόγια του τροπαρίου της Μεγάλης Πέμπτης: «Δύο και πονηρά εποίησεν ο λαός μου Ισραήλ: Εμέ εγκατέλιπε, πηγήν ύδατος ζωής και ώρυξεν εαυτώ φρέαρ συντετριμμένον»…Θυμήθηκα, ότι ο Χριστός είναι η ζωή, και κατάλαβα, ότι όποιος απομακρύνεται από τη ζωή, πεθαίνει. Όσο πιο μακριά από τη ζωή, τόσο πιο κοντά στο θάνατο.
Έσκυψα ταπεινωμένος και είπα: -Χριστέ μου, μη με αφήνεις. Μη φεύγεις! Μη με αφήνεις να πεθάνω! Το βλέπεις, δεν έχω τη δύναμη να τα αρνηθώ, τα πάθη μου. Έχω δεθεί μαζί τους. Μου αρέσουν! Μου αρέσουν τόσο, που όταν κανείς απειλεί να μου τα στερήσει, δεν τον αισθάνομαι ελευθερωτή, αλλά δήμιο! Ναι, δήμιο βασανιστή! Σαν να με γδέρνει ζωντανό!
Τα δάκρυα έτρεξαν ζεστά από τα μάτια μου. Και έγιναν αυλάκια στα μάγουλα μου. Ψιθύρισα ταπεινά:-Λυπήσου με Κύριε. Καθάρισέ με. Διόρθωσέ με! Ντράπηκα για τον εαυτό μου. Νέος με μπράτσα ατσάλι να κλαίω!
Αλλά τότε είδα το Χριστό να μου χαμογελάει. Σαν να ήθελε να μου πει: – Μπράβο, παιδί μου. Τώρα αρχίζεις να έχεις ελπίδα· ελπίδα σωτηρίας. Και θα την αποκτήσεις, αν μου ξεκλειδώσεις τη ψυχή σου. Κάμε το. Και τότε θα το δεις, ότι… «δεν θα σε γδάρουν ζωντανό»! Τότε, θα το καταλάβεις, ότι η απαλλαγή του ανθρώπου από τα πάθη του δεν είναι γδάρσιμο, αλλά απελευθέρωση.
πηγή: Μητροπολίτου Μελετίου, Έλα Χριστέ