Μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε τὴν ὧρα τῆς δουλειᾶς; (Γέρων Εὐστράτιος Γκολοβάνσκι)
17 Νοεμβρίου 2022
«Δὲν ξέρετε πὼς εἶστε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ πὼς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας;» μᾶς ρωτάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κόρ. 3:16). Ἀφοῦ, λοιπόν, ὅλοι οἱ χριστιανοὶ εἴμαστε ζωντανοὶ ναοὶ τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ γίνουμε οἶκοι ἀδιάλειπτης προσευχῆς καὶ δοξολογίας Ἐκείνου;
Ὑπάρχει, ὅμως, κι ἄλλος ἕνας λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα: Ὁ σατανάς μὲ τὰ ὄργανά του καὶ τοὺς ὑπηρέτες του μᾶς πολεμάει συνέχεια. Ὅμοια μᾶς πολεμάει καὶ ἡ σάρκα, ποὺ ἐναντιώνεται στὸ πνεῦμα. Μ’ αὐτοὺς τοὺς ἰσχυροὺς ἐχθρούς δεν μποροῦμε νὰ τὰ βάλουμε μόνοι μας. Γι’ αὐτὸ, πρέπει νὰ ὁπλιστοῦμε μὲ τὴν προσευχή.
Παντοῦ καὶ πάντοτε, μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε μὲ τὸ νοῦ καὶ τὸ πνεῦμα. Καὶ στὸ δρόμο καὶ στὴ δουλειὰ καὶ στὸ τραπέζι καὶ στὸ κρεβάτι καὶ στὴν πολυκοσμία καὶ στὴ μόνωση μπορεῖ νὰ θυμᾶται κανεὶς τὸν Θεό, νὰ Τὸν εὐχαριστεῖ, νὰ Τὸν δοξάζει καὶ νὰ ζητάει τὴ βοήθειά Του. Κι Ἐκεῖνος, ὡς φιλάνθρωπος καὶ πολυέλεος, εἶναι πάντα ἕτοιμος νὰ μᾶς ἀκούσει καὶ νὰ μᾶς συντρέξει.
Μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε τὴν ὧρα τῆς δουλειᾶς;
Καὶ μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ προσευχόμαστε. Τί κάνουμε συνήθως τὴν ὧρα τῆς δουλειᾶς; Λέμε μάταια λόγια, κουτσομπολεύουμε καὶ κατακρίνουμε τοὺς συνανθρώπους μας, τραγουδᾶμε, καμιὰ φορᾶ καὶ τσακωνόμαστε μὲ τοὺς συνεργάτες ἢ συναδέλφους μας. Στοὺς ἐργασιακοὺς χώρους γίνεται συχνὰ τόση φασαρία, ποὺ θαρρεῖς ὅτι μιλάει ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη.
Ὅλη αὐτὴ ἡ φασαρία, κι ἂν ἀκόμα δὲν ἐμποδίζει τὴν ἐργασία, ἀναμφίβολα δὲν ὠφελεῖ τὴν ψυχή. Ποιὸς δὲν θὰ παραδεχθεῖ πώς, ἀντὶ νὰ λέμε κούφια ἢ καὶ ἐφάμαρτα λόγια, εἶναι καλύτερα νὰ προσευχόμαστε;
Ἀρχίζοντας, γιὰ παράδειγμα, τὴ δουλειά σου, πὲς μυστικὰ ἢ καὶ δυνατά: «Κύριε, εὐλόγησε τὸν κόπο μου. Δῶσε μου δύναμη καὶ βοήθησέ με νὰ τελειώσω αἴσια».
Ὅσο ἐργάζεσαι, ἐπαναλάμβανε μία σύντομη προσευχή, ὅπως τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Βλέποντας τὴ δουλειά σου νὰ πηγαίνει καλά, λέγε: «Δόξα σοι, Κύριε». Βλέποντάς την νὰ μὴν πηγαίνει καλά, ἱκέτευε: «Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, δεηθεῖτε στὸν Κύριο γιὰ μένα».
Ἂν σὲ πολεμήσουν κακοὶ λογισμοί, κάνε τὸ σταυρό σου καὶ πές: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλόν». «Φύλακα ἄγγελέ μου, φύλαξέ με». Ἂν ἁμάρτησες μὲ τὸ λογισμὸ ἢ τὰ λόγια, ἀναστέναξε μὲ μετάνοια καὶ πὲς μὲ καρδιὰ συντριμμένη: «Θεέ μου, σπλαχνίσου μέ, τὸν ἁμαρτωλό».
Ἂν ἀπὸ λάθος σου χάλασε κάποιο μηχάνημα ἢ ἔσπασε κάποιο ἐργαλεῖο, μὴν ἀγανακτήσεις. Ἤρεμα καὶ μακρόθυμα πές: «Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε, ποὺ παραχώρησες νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ζημιά, γιὰ νὰ διαπιστώσω τὴν ἀδυναμία μου καὶ νὰ ταπεινωθῶ».
Ἂν σὲ πλησιάσει κάποιος, πές του: «Ὁ Θεὸς βοηθός σου, ἀδερφέ». Κι ὅταν φεύγει, εὐχήσου του: «Ὁ Θεὸς μαζί σου».
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ὅταν δουλεύουμε, μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ μιλᾶμε θεάρεστα.
Γιατί, ἂν καὶ συχνὰ ἐπαναλαμβάνω τὴν προσευχὴ τοῦ τελώνη «Θεέ μου, σπλαχνίσου μέ, τὸν ἁμαρτωλό», δὲν βλέπω καμιὰν ἀλλαγὴ στὴ ζωή μου;
Ἀπάντηση: Γιατί, ἁπλούστατα, προσεύχεσαι μὲ τὰ τελωνικὰ λόγια, ὄχι ὅμως καὶ μὲ τὸ τελωνικὸ φρόνημα. Ὁ τελώνης προσευχόταν, με συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του (Λουκ. 18:13), μὲ «πνεῦμα συντριμμένο, καρδιὰ συντριμμένη καὶ ταπεινωμένη» (Ψάλμ. 50:19). Ὁ Θεὸς βλέπει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν αὐτὴ πονάει γιὰ τὶς ἁμαρτίες της καὶ μετανοεῖ εἰλικρινά, Ἐκεῖνος δέχεται τὴν προσευχή της· διαφορετικά, τὴν ἀπορρίπτει.
Ἡ δική μας μετάνοια δὲν ἔχει συνήθως καρπούς, γιατί κατὰ βάθος ζοῦμε μὲ τὴν ψευδαίσθηση, ὅτι εἴμαστε εὐσεβεῖς, ἐνάρετοι καί, ὁπωσδήποτε, ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀδερφούς μας. Τέτοιους ἀνθρώπους θέλοντας νὰ συνετίσει ὁ Κύριος, εἶπε τὴ διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου: «Σὲ μερικοὺς ποὺ ἦταν σίγουροι γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καὶ περιφρονοῦσαν τοὺς ἄλλους, εἶπε τούτη τὴν παραβολή… Γιατί, ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό του, θὰ ταπεινωθεῖ καὶ, ὅποιος τὸν ταπεινώνει, θὰ ὑψωθεῖ» (Λούκ. 18:9,14).
Πηγή: agiazoni.gr