Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία (Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης)
2 Νοεμβρίου 2022
Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἀναζητεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προτιμᾶ νὰ κατευθύνει ὁ ἴδιος τὴ ζωή του. Καὶ δὲν καταλαβαίνει πώς, χωρὶς τὸν Θεό, δὲν ἐπαρκεῖ τὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ τὸν καθοδηγεῖ. Κι ἐγώ, ὅταν ἐζοῦσα στὸν κόσμο, προτοῦ νὰ γνωρίσω τὸν Κύριο καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐστηριζόμουν στὸ λογικό μου. Ὅταν, ὅμως, ἐγνώρισα μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τότε παραδόθηκε ἡ ψυχή μου στὸν Θεὸ καὶ δέχομαι ὁτιδήποτε θλιβερό μοῦ συμβεῖ καὶ λέω: «Ὁ Κύριος μὲ βλέπει … Τί νὰ φοβηθῶ;» Προηγουμένως, ὅμως, δὲν μποροῦσα νὰ ζῶ κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο.
Γιὰ ὅποιον παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ζωὴ γίνεται πολὺ εὐκολότερη, γιατί στὶς ἀρρώστιες, στὴ φτώχεια καὶ στὸ διωγμὸ σκέφτεται: «Ἔτσι εὐδόκησε ὁ Θεὸς καὶ πρέπει νὰ ὑπομείνω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου».
Νά, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια πάσχω ἀπὸ πονοκέφαλο καὶ δύσκολα τὸν ὑποφέρω, ἀλλὰ μὲ ὠφελεῖ, γιατί μὲ τὴν ἀσθένεια ταπεινώνεται ἡ ψυχὴ. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ διακαῶς νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἀγρυπνεῖ ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια μὲ ἐμποδίζει, διότι τὸ ἄρρωστο σῶμα ἀπαιτεῖ ἀνάπαυση. Καὶ παρακάλεσα πολὺ τὸν Κύριο νὰ μὲ θεραπεύσει, ἀλλὰ δὲν μὲ ἄκουσε. Κι αὐτὸ σημαίνει, πὼς αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν πρὸς ὄφελός μου.
Νὰ, ὅμως, καὶ μία ἄλλη περίπτωση, ποὺ ὁ Κύριος μὲ ἄκουσε καὶ μὲ ἔσωσε. Σὲ μία γιορτὴ πρόσφεραν στὴν τράπεζα ψάρι. Ἐνῶ λοιπὸν ἔτρωγα, ἕνα κόκαλο μπῆκε πολὺ βαθιὰ στὸ λαιμό μου. Ἐπικαλέστηκα τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, παρακαλώντας νὰ μὲ θεραπεύσει, γιατί ὁ γιατρὸς τοῦ Μοναστηριοῦ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ βγάλει τὸ κόκαλο ἀπὸ τὸ φάρυγγα. Καὶ μόλις εἶπα : «γιάτρεψέ με», ἡ ψυχή μου πῆρε ἀπάντηση: «Βγὲς , ἔξω ἀπὸ τὴν τράπεζα, κάνε μία βαθιὰ εἰσπνοὴ καὶ μία ἀπότομη ἐκπνοὴ καὶ τὸ κόκαλο θὰ βγεῖ μὲ αἷμα». Ἔτσι κι ἔκαμα καὶ βγῆκε ἕνα μεγάλο κόκαλο μὲ αἷμα. Καὶ κατάλαβα πὼς, ἂν ὁ Κύριος δὲν μὲ θεραπεύει ἀπὸ τὸν κεφαλόπονο, αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι ὠφέλιμο γιὰ τὴν ψυχή μου νὰ ὑποφέρω τὸν πόνο.
Ὅταν ἡ χάρη εἶναι μαζί μας, εἴμαστε δυνατοὶ στὸ πνεῦμα . Ὅταν ὅμως τὴν χάσομε, βλέπομε τὴν ἀδυναμία μας, βλέπομε πὼς χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ σκεφτοῦμε τὸ καλὸ. Πῶς μπορεῖς νὰ ξέρεις ἂν ζεῖς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Νὰ ἡ ἔνδειξη: Ἂν στενοχωριέσαι γιὰ κάτι, αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν παραδόθηκες τελείως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν σοῦ φαίνεται πὼς ζεῖς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς δὲν μεριμνᾶ γιὰ τίποτε. Κι ἂν κάτι τοῦ χρειάζεται, παραδίνει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ἀνάγκη του στὸν Θεὸ. Κι ἂν πάρει ὅ,τι θέλει, μένει ἤρεμος, σὰν νὰ τὸ εἶχε. Ψυχὴ ποὺ παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν φοβᾶται τίποτε: οὔτε θύελλες οὔτε ληστὲς οὔτε τίποτα ἄλλο. Ὅτι κι ἂν ἔλθει, λέγει: «Ἔτσι εὐδοκεῖ ὁ Θεός», κι ἔτσι διατηρεῖται ἡ εἰρήνη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Τὸ καλύτερο ἔργο εἶναι νὰ παραδοθοῦμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ βαστάζομε τὶς θλίψεις μὲ ἐλπίδα . Ὁ Κύριος βλέποντας τὶς θλίψεις μας δὲν θὰ ἐπιτρέψει ποτὲ κάτι, ποὺ νὰ ξεπερνᾶ τὶς δυνάμεις μας. Ἂν οἱ θλίψεις μας φαίνονται ὑπερβολικὲς, αὐτὸ σημαίνει, πὼς δὲν ἔχομε παραδοθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ …
… Ὅποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι εὐχαριστημένος μὲ ὅλα, ἔστω κι ἂν εἶναι φτωχὸς καὶ ἴσως ἀσθενὴς καὶ πάσχει, γιατί τὸν εὐφραίνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος, ὅμως, δὲν εἶναι ἱκανοποιημένος μὲ τὴν μοίρα του καὶ γογγύζει γιὰ τὴν ἀρρώστια του ἢ ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὸν προσέβαλε, αὐτὸς νὰ ξέρει, πὼς κατέχεται ἀπὸ ὑπερήφανο πνεῦμα καὶ ἔχασε τὴν εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸν Θεὸ. Ἀλλ’ ἀκόμα καὶ σὲ μία τέτοια περίπτωση μὴ στενοχωριέσαι, ἀλλὰ ζήτησε μ’ ἐπιμονὴ ἀπὸ τὸν Κύριο πνεῦμα ταπεινὸ. Κι ὅταν ἔλθει σ’ ἐσὲ τὸ ταπεινὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀναζητᾶς, τότε θὰ Τὸν ἀγαπήσεις καὶ θὰ ἔχεις βρεῖ ἀνάπαυση, παρ’ ὅλες τὶς θλίψεις σου. Ψυχὴ ποὺ ἀπέκτησε τὴν ταπείνωση, θυμᾶται πάντα τὸν Θεὸ καὶ ἀναλογίζεται: «Ὁ Θεὸς μὲ ἔκτισε· ἔπαθε γιὰ μένα· συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μὲ παρηγορεῖ· μὲ τρέφει καὶ φροντίζει γιὰ μένα. Γιατί, λοιπὸν, νὰ μεριμνῶ ἐγὼ γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἢ τί ἔχω νὰ φοβηθῶ, ἔστω κι ἂν μὲ ἀπειλῆ ὁ θάνατος» …
… Κάθε ψυχὴ ποὺ ταράζεται ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἰτία πρέπει νὰ καταφεύγει στὸν Κύριο καὶ ὁ Κύριος θὰ τὴν καθοδηγήσει. Αὐτὸ, ὅμως, γίνεται κυρίως σὲ καιρὸ συμφορᾶς καὶ ἀπροσδοκήτου συγχύσεως – κανονικὰ πρέπει νὰ ρωτᾶμε τὸν πνευματικὸ, γιατί αὐτὸ εἶναι ταπεινότερο …
Καὶ ὅλα, ὅλα δίνουν τότε ἀγάπη στὴν καρδιὰ, διότι ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος νουθετεῖ μὲ τὸ ἔλεός Του τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ δέχεται μ’ εὐγνωμοσύνη τὶς θλίψεις. Ποτὲ σ’ ὅλη μου τὴ ζωὴ, οὔτε μία φορᾶ, δὲν ἐγόγγυσα γιὰ τὶς θλίψεις, ἀλλὰ τὰ δεχόμουν ὅλα σὰν φάρμακο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ πάντα Τὸν εὐχαριστοῦσα καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε νὰ ὑπομένω ἐλαφρὰ τὸν ἀγαθὸ ζυγό Του. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς ὑφίστανται ἀναπόφευκτα θλίψεις. Καὶ παρόλο ποὺ δὲν εἶναι μεγάλες οἱ θλίψεις ποὺ παραχωρεῖ ὁ Κύριος, ὅμως φαίνονται στοὺς ἀνθρώπους ἀφόρητες καὶ συντριπτικὲς. Κι αὐτὸ γίνεται, διότι οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν νὰ ταπεινωθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὸ θέλημά Του . Ὅσοι, ὅμως, ἄφησαν τὸν ἑαυτὸ τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτοὺς τοὺς καθοδηγεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴ χάρη Του καὶ ὑπομένουν μὲ ἀνδρεία τὰ πάντα γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο ἀγάπησαν καὶ μὲ τὸν Ὁποῖο θὰ δοξάζονται αἰώνια.
Ὅταν ἡ Παναγία βρισκόταν κοντὰ στὸν Σταυρὸ, ἡ θλίψη Της ἦταν ἀκατάληπτα μεγάλη, ἐπειδὴ Αὐτὴ ἀγαποῦσε τὸν Υἱὸ της περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι μπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθεῖ. Κι ἐμεῖς ξέρομε, πὼς ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καὶ ἡ λύπη . Κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ Θεοτόκος δὲν θὰ μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ μὴν ὑποκύψει στὶς θλίψεις Της· παραδόθηκε, ὅμως, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Τὴν ἐνίσχυσε ν’ ἀντέξει στὸν πόνο της. Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡ Παναγία ἔγινε ἡ μεγάλη παρηγοριὰ στὶς θλίψεις γιὰ ὅλο τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ἔδωσε ἐπὶ γῆς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὅσοι Τὸ ἔλαβαν αἰσθάνονται τὸν παράδεισο μέσα τους. Ἴσως πεῖς: Γιατί, λοιπὸν, δὲν ἔχω κι ἐγὼ μία τέτοια χάρη; Διότι σὺ δὲν παραδόθηκες στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ζεῖς κατὰ δικό σου θέλημα. Παρατηρῆστε ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὸ θέλημά του. Αὐτὸς δὲν ἔχει ποτὲ εἰρήνη στὴν ψυχὴ καὶ δὲν εὐχαριστιέται μὲ τίποτε· γι’ αὐτὸν ὅλα γίνονται, ὅπως δὲν ἔπρεπε. Ὅποιος, ὅμως, δόθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει τὴν καθαρὴ προσευχὴ καὶ ἡ ψυχὴ του ἀγαπᾶ τὸν Κύριο .
Ἔτσι δόθηκε στὸν Θεὸ ἡ Ὑπεραγία Παρθένος: «Ἰδοῦ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» . Ἂν λέμε κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο : «Ἰδοῦ ὁ δοῦλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου», τότε τὰ Εὐαγγελικὰ λόγια του Κυρίου, ποὺ ἐγράφτηκαν μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ ζοῦσαν μέσα στὶς ψυχές μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θὰ βασίλευε σ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἡ ζωὴ στὴ γῆ θὰ ἦταν ἀπερίγραπτα ὡραῖα. Ἀλλὰ, παρόλο ποὺ τὰ λόγια του Κυρίου ἀκούγονται τόσους αἰῶνες σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη, οἱ ἄνθρωποι ὅμως δὲν τὰ καταλαβαίνουν καὶ δὲν θέλουν νὰ τὰ παραδεχθοῦν. Ὅποιος, ὅμως, ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς θὰ δοξασθεῖ καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ .
Ὅποιος παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπασχολεῖται μόνο μὲ τὸν Θεὸ. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν βοηθᾶ νὰ παραμένει στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ. Κι ὅταν ἀκόμα ἐργάζεται ἢ μιλάει, ἡ ψυχὴ τοῦυ εἶναι ἀπορροφημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος τὴν πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία Του. Ἡ Παράδοση λέει, πὼς κατὰ τὴ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο ἡ Ἁγία Οἰκογένεια συνάντησε στὸ δρόμο ἕνα ληστὴ, ἀλλὰ δὲν Τοὺς ἔκαμε κανένα κακὸ. Ὅταν, μάλιστα, ὁ ληστὴς εἶδε τὸ Νήπιο, εἶπε πὼς, ἂν γινόταν ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, δὲν θὰ ἦταν ὡραιότερος ἀπὸ αὐτὸ τὸ Νήπιο, καὶ τοὺς ἄφησε νὰ φύγουν ἀνενόχλητοι. Ἀξιοθαύμαστο πράγμα: ληστὴς ποὺ δὲν σπλαχνίζεται κανέναν σὰν θηρίο, οὔτε προσέλαβε οὔτε λύπησε τὴν Ἁγία Οἰκογένεια . Ἡ ψυχὴ τοῦ ληστῆ σὰν εἶδε τὸ Νήπιο καὶ τὴν ταπεινὴ Μητέρα Του συγκινήθηκε καὶ τὴν ἄγγιξε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ στὰ ἄγρια θηρία, ποὺ μόλις ἀντίκριζαν τοὺς ἅγιους μάρτυρες ἢ τοὺς ὅσιους καταπραύνονταν καὶ δὲν τοὺς ἔκαναν κακὸ .
Ἀλλὰ κι οἱ δαίμονες ἀκόμα φοβοῦνται τὴν πράη καὶ ταπεινὴ ψυχὴ, ποὺ τοὺς νικᾶ μὲ τὴν ὑπακοὴ, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν προσευχὴ. Καὶ πάλι πράγμα παράδοξο: ὁ ληστὴς λυπήθηκε τὸ Νήπιο – Κύριο, ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι Τὸν παρέδωσαν στὸν Πιλάτο γιὰ νὰ σταυρωθεῖ. Κι αὐτὸ, γιατί δὲν προσεύχονταν καὶ δὲν ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ σύνεση, πῶς καὶ τί νὰ κάνουν. Ἔτσι, πολλὲς φορὲς οἱ κυβερνῆτες καὶ γενικὰ οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν μὲν τὸ ἀγαθὸ, ἀλλὰ δὲν ξέρουν ποῦ εἶναι αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ. Δὲν ξέρουν, πὼς τὸ ἀγαθὸ βρίσκεται στὸν Θεὸ καὶ μᾶς δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ. Εἶναι ἀνάγκη νὰ προσευχόμαστε πάντοτε, γιὰ νὰ μᾶς νουθετεῖ ὁ Κύριος τί καὶ πῶς πρέπει νὰ κάνομε, καὶ ὁ Κύριος δὲν θὰ ἐπιτρέψει νὰ παραπλανηθοῦμε. Ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε τὴ σύνεση νὰ ρωτήσει τὸν Κύριο γιὰ τὸν καρπὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ Εὕα, καὶ γι’ αὐτὸ ἔχασε τὸν Παράδεισο. Ὁ Δαβὶδ δὲν ἐρώτησε τὸν Κύριο : «Θὰ ἦταν, ἄραγε, καλὸ γιὰ μένα νὰ πάρω τὴ γυναίκα τοῦ Οὐρία;» κι ἔπεσε στὰ ἁμαρτήματα τοῦ φόνου καὶ τῆς μοιχείας. Ἔτσι κι ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ ἁμάρτησαν, ἁμάρτησαν γιατί δὲν ἐπεκαλοῦντο τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τοὺς φωτίσει. Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ εἶπε: «Ὅταν μιλοῦσα ἀπὸ τὸ νοῦ μου, συνέβαιναν λάθη» .
Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ ἀναμάρτητα λάθη ποὺ ὀφείλονται στὴν ἀτέλεια τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια βλέπομε ἀκόμη καὶ στὴν Παναγία. Λέγεται στὸ Εὐαγγέλιο πὼς, ὅταν ἐπέστρεφε ἡ Παναγία μὲ τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ, ἐνόμισε πὼς ὁ Υἱὸς της βάδιζε μαζὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς ἢ τοὺς γνωστοὺς … Καὶ μόνο μετὰ τριῶν ἡμερῶν ἀναζήτηση Τὸν βρῆκαν στὸ Ἱερὸ τῶν Ἱεροσολύμων νὰ συνομιλεῖ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους. Συνεπῶς, μόνον ὁ Κύριος εἶναι παντογνώστης, ἐνῶ ὅλοι ἐμεῖς, ὅποιοι κι ἂν εἴμαστε, πρέπει νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ ζητώντας σύνεση καὶ νὰ ρωτᾶμε τὸν πνευματικό μας, γιὰ ν’ ἀποφύγομε τὰ λάθη …
… Πόσο φανερὸ εἶναι γιὰ μένα, πὼς ὁ Κύριος μᾶς κατευθύνει. Χωρὶς Αὐτὸν δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ σκεφθοῦμε τὸ ἀγαθὸ …
…Ὅπου ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καὶ ἡ ἀγάπη, ἔστω καὶ λίγη . …
…Στενοχωροῦμαι καὶ θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Πολλοὶ σκέφτονται μὲ ἀπόγνωση: «Ἁμάρτησα πολὺ: σκότωσα, λήστεψα, ἐβίασα, ἐσυκοφάντησα, ἤμουν ἄσωτος κι ἔκανα κι ἄλλα πολλά». Κι ἀπὸ τὴν ντροπή τους δὲν ἔρχονται στὴ μετάνοια. Λησμονοῦν, ὅμως, ὅτι ὅλες οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι σὰν σταγόνα μπροστὰ στὸ πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὦ ἀδελφοί μου, ὅλη ἡ γῆ, μετανοεῖτε, ὅσο ἀκόμα εἶναι καιρὸς. Ὁ Κύριος γεμάτος ἔλεος περιμένει τὴ μετάνοιά μας. Καὶ ὅλος ὁ οὐρανὸς καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι περιμένουν ἐπίσης τὴν ἐπιστροφή μας …
… Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ ν’ ἀγαποῦμε ἀλλήλους. Σ’ αὐτὸ ἔγκειται ἡ ἐλευθερία: στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν πλησίον. Ἐδῶ βρίσκεται καὶ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἰσότητα. Στὴν κοσμικὴ τάξη εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξει ἰσότητα – αὐτὸ, ὅμως, δὲν ἔχει σημασία γιὰ τὴν ψυχή. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ καθένας βασιλιὰς ἢ ἄρχοντας, πατριάρχης ἢ ἡγούμενος ἢ διοικητὴς. Μπορεῖς, ὅμως, σὲ κάθε τάξη ν’ ἀγαπᾶς τὸν Θεὸ καὶ νὰ εἶσαι εὐάρεστος σ’ Αὐτὸν – κι αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο. Κι ὅσοι ἀγαποῦν περισσότερο τὸν Θεὸ ἐπὶ γῆς, θὰ ἔχουν μεγαλύτερη δόξα στὴ Βασιλεία καὶ θὰ εἶναι πιὸ κοντὰ στὸν Κύριο. Ὁ καθένας θὰ δοξασθεῖ κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀγάπης του.
Ἔμαθα πὼς ἡ ἀγάπη ποικίλλει, ὡς πρὸς τὴν ἔντασή της. Ὅποιος φοβᾶται τὸν Θεὸ, φοβᾶται νὰ Τὸν λυπήσει μὲ κάτι· αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος βαθμὸς . Ὅποιος ἔχει τὸ νοῦ καθαρὸ ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμοὺς, αὐτὸ εἶναι ὁ δεύτερος βαθμὸς, μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πρῶτο. Ὅποιος αἰσθητὰ ἔχει τὴ χάρη στὴν ψυχὴ του, αὐτὸς εἶναι ὁ τρίτος βαθμὸς τῆς ἀγάπης, ὁ ἀκόμα μεγαλύτερος. Ἡ τέταρτη βαθμίδα, ἡ τέλεια ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ, εἶναι ὅταν ἔχει κανεὶς τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἁγιάζουν τὰ σώματα καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους γίνονται ἅγια λείψανα. Ἔτσι γίνεται μὲ τὰ σώματα τῶν ἁγίων μαρτύρων, τῶν προφητῶν, τῶν ὁσίων ἀνδρῶν …
Πηγή: agiazoni.gr