Κι ἄν ἡ ὀρθογραφία ἦταν ἡ ταυτότητά μας; (Baron Christine Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Σορβόννης)
17 Οκτωβρίου 2022
Ἡ γλώσσα καί μάλιστα ἡ γραπτή, τό πῶς τή φροντίζουμε (ἤ τήν κακομεταχειριζόμαστε), ἦταν δίχως ἄλλο ὁ μέγας ἀπὼν τοῦ διαλόγου γιά τήν ἐθνική ταυτότητα. Ἀλλά πῶς νά μιλήσει κανείς σήμερα ὑπέρ τῆς ὀρθογραφίας; Καί μόνο ἡ ἀναφορά σέ αὐτό τό θέμα ἔχει ἕναν ἀέρα ὀπισθοδρομικότητας, πού ἀποθαρρύνει τόν ἀναγνώστη. «Ὀρθόν», «γραφεῖν»: νά γράφεις «ὀρθά», σύμφωνα μέ τούς κανόνες. Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης ἀποκαλύπτει ἐξ ἀρχῆς τήν κανονιστική της οὐσία.
Ἕνα ἀνέκδοτο μπορεῖ νά εἰκονογραφήσει τά στερεότυπα ἀπό τά ὁποῖα ὑποφέρει ἡ ὀρθογραφία: ἤμουν νεαρή ἐκπαιδευτικός ὅταν, ἐν ἔτει 1990, μοῦ ἀνέθεσαν νά διοργανώσω ἕναν ὀρθογραφικό διαγωνισμό. Βρέθηκα ἀμέσως ἀντιμέτωπη μέ ἕνα συνάδερφο, πού χαρακτήριζε τήν ἰδέα τῆς ὀρθογραφίας «ὀπισθοδρομική», «παλιομοδίτικη», καί, τό κερασάκι στήν τούρτα, ὑπογράμμισε ὁλοκληρώνοντας πώς «ἀλλά ἐσεῖς οἱ γκόμενες μόνο γιά τέτοια εἶστε». Νά λοιπόν πού ἡ δῆθεν ἐλεύθερη καί παραβατική ἀρρενωπότητα βρέθηκε ἀντιμέτωπη μέ τήν ἐπιδέξια, συμβατική καί ὑποταγμένη -ἀκόμα καί στήν πιό ἠλίθια ἐξουσία- θηλυκότητα. Ἐξάλλου, εἶναι γνωστό πώς ἡ ὀρθογραφία εἶναι «ἡ ἐπιστήμη τῶν ἠλιθίων» ἤ κατ\’ ἄλλους ἕνα «σχολικό» πράγμα, φτιαγμένο γιά νά ξεχωρίζει τούς «καλούς» μαθητές (διάβαζε: τούς κοινωνικά προνομιούχους), τούς ἐπιμελεῖς, πού ὑπονοεῖται πώς τούς λείπει ἡ φαντασία.
Μία ἄλλη ἀφήγηση ἀπό τήν ὁποία, μποροῦμε νά ἀντλήσουμε ἕνα ἀνάλογο δίδαγμα, τή βρῆκα σέ ἕνα ἐγχειρίδιο καλῆς συμπεριφορᾶς τῆς δεκαετίας τοῦ \’60: ἕνας νεαρός ἐξομολογεῖται τόν ἔρωτά του σέ μιὰ κοπέλα, γράφοντάς της «σᾶς ἀγαπὸ πόλι», πράγμα πού γεμίζει ἱλαρότητα τήν παραλήπτρια τοῦ μηνύματος. Τό δίδαγμα εἶναι πώς πρέπει νά εἴμαστε ὀρθογράφοι «ἄν δέ θέλομε νά γελοῦν μαζί μας». Ὁπότε καταλήγουμε σέ ἀδιέξοδο: ἡ γνώση τῆς ὀρθογραφίας εἶναι ὀπισθοδρομική, ἡ ἄγνοιά της ὁδηγεῖ στή γελοιότητα.
Ὁ Ρεϊμόν Κουενό (Raymond Queneau) ὑπῆρξε ἀρχικά πολέμιος τῆς ὀρθογραφίας. Πεπεισμένος, τή δεκαετία τοῦ \’50 πώς ἡ ὀρθογραφία ἀποτύπωνε τό ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξύ «ἀκαδημαϊκῆς» καί «λαϊκῆς» γλώσσας, ἐπιχειρηματολογεῖ ὑπέρ μιᾶς «φωνητικῆς» ὀρθογραφίας, θεωρώντας πώς ἡ προσκόλληση στήν ὀρθογραφία δέν εἶναι παρά μιὰ συνωμοσία μυημένων, πού ἐπιχειροῦν νά ὑπερασπιστοῦν μιὰ γνώση πού ἔχουν ὑπεξαιρέσει αὐθαίρετα. Λίγα χρόνια ἀργότερα διαπίστωσε τό λάθος του. Ὅσον ἀφορᾶ τή «λαϊκή ὁμιλία», αὐτή ἐξαφανίστηκε, ἰσοπεδωμένη ἀπό τήν τηλεοπτική καί ραδιοφωνική γλώσσα, πού ἀντιγράφει τό γραπτό λόγο καί ἐπέβαλε μιὰ τυποποιημένη μορφή τῆς γαλλικῆς γλώσσας. Ἐξάλλου, τί νόημα θά εἶχε ἡ παρέμβαση στούς ὀρθογραφικούς κανόνες, ἀπό τή στιγμή πού αὐτοί προσαρμόζονται ἀπό μόνοι τους στή χρήση, ὅπως ὑπογράμμιζε ἐδῶ καί λίγα χρόνια ὁ Φερνάντ Γκρεβίς (Fernand Grevisse), στήν προσπάθειά του νά δείξει πὼς ἡ ὀρθογραφία συμβαδίζει μέ τήν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας;
Αὐτή ἡ παρατήρηση μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ἐπανεξετάσουμε ὁρισμένα ἀπό τά στερεότυπα κατά τῆς ὀρθογραφίας:
– Μέ τήν κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας θά κερδίζαμε σέ χρόνο καί σαφήνεια.
– Ἡ ὀρθογραφία εἶναι ἀμελητέα σέ καιρούς ὅπου ἡ προφορική ἐπικοινωνία ἐπιβάλλεται τῆς γραπτῆς.
– Τό περιεχόμενο εἶναι τό μόνο πού μετράει, καί ὡς πρός αὐτό ἡ κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας δέν ἀλλάζει τίποτα.
Κέρδος χρόνου; Ἴσως γιά αὐτόν πού γράφει (π.χ. ἕνα SMS), ἀλλά ποιός ὑπολογίζει τό χρόνο πού χάνει ὁ ἀναγνώστης στήν προσπάθειά του νά ἀποκρυπτογραφήσει τό ἀνορθόγραφο κείμενο, νά ἀποκλείσει τίς λανθασμένες ἑρμηνεῖες, νά ἀποκαταστήσει τίς ἐτυμολογικές καί νοηματικές συνδέσεις;. Οἱ λέξεις δέν εἶναι μόνο φωνήματα, ἀλλά καί διαφοροποιημένες γραμματικές δομές, πού συνδέονται μέ τά νοήματα. Οἱ λέξεις ἐξαρτοῦν τό εἶναι τους ἀπό τό πῶς γράφονται.
Εἶναι ἡ ὀρθογραφία κοινωνικά προσδιορισμένη; Ὄχι, ἄν καί ἡ ὀρθογραφία εἶναι ἀναμφισβήτητα καλύτερα ἐμπεδωμένη στό ἀριστοκρατικό Πασί σέ σχέση μέ τά ἐργατικά προάστια. Ἡ ὀρθογραφική δεξιότητα ὅμως διαπερνᾶ κοινωνικές τάξεις καί οἰκονομικά κριτήρια. Ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό τήν ποιότητα τῆς ἀρχικῆς ἐκπαίδευσης, ἐξ οὗ καί ἡ ἀνάγκη γιά ὁμοιομορφία τῶν προγραμμάτων διδασκαλίας.
Ὅσο γιά τήν ἐξαφάνιση τῆς γραπτῆς ἐπικοινωνίας, τήν προφητεύουν ἀπό τή δεκαετία τοῦ \’60. Εἰς μάτην: βιογραφικά, ἐκθέσεις καί ἀναφορές, ἠλεκτρονικά μηνύματα, σημειώματα… Ἕνα σωρό μορφές ἐπικοινωνίας ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ἀποκλειστικά γραπτές.
Τέλος, τό νόημα ἐξαρτᾶται ἀναγκαστικά ἀπό τήν ὀρθογραφία, ὅπως ἀποκαλύπτουν ἀρκετά ἀνέκδοτα: ἡ ὀρθογραφία εἶναι ὁ τελικός κριτής τοῦ νοήματος, καί τοῦ ὕφους τῆς γλώσσας.
Ἡ ἀπαξίωση τῆς ὀρθογραφίας βασίζεται σέ μία σοφιστεία. Δέν πρόκειται περί ἄρνησης τῆς ἐξουσίας τῶν κανόνων, ἀλλά περί μιᾶς ἀκόμα ἐκδήλωσης μιᾶς γενικευμένης ἀδιαφορίας. Ἀπό τόν «ἥρωα» μέ ὄμικρον, ἕως τίς ἀπιθανότητες τῶν διαφημίσεων, αὐτή ἡ ἀδιαφορία εἶναι πανταχοῦ παροῦσα.
Κι ὅμως ἡ ὀρθογραφία καλλιεργεῖ τήν προσήλωση στό κείμενο καί ὡς τέτοια ἐνισχύει τή σκέψη. Δέ λείπουν οἱ φιλοσοφικές παραδόσεις πού τόνισαν τήν ἀναπόσπαστη σχέση μεταξύ τῆς ὀρθογραφίας καί τῆς ἀπαιτητικῆς καί βαθυστόχαστης σκέψης. Ὄχι: ἄν καταργήσουμε τήν ὀρθογραφία δέν θά ξεφορτωθοῦμε μιὰ ἐνοχλητική παλιατζούρα ἤ μία ἄχρηστη τυπολατρεία, ἀλλά τήν ἴδια τή σκέψη.
Καί μιᾶς πού στό δημόσιο λόγο γίνεται λόγος περί «ταυτότητας», μέ ἕναν τρόπο πού ἡ συλλογική ὑστερία ἀνταγωνίζεται τήν προχειρολογία, ἄς ἀκούσουμε τή ἔχει νά μᾶς πεῖ ὁ Καλβίνο (Calvino) γιά τή σχέση μας μέ τή γλώσσα καί τήν ταυτότητά μας, ἐθνική ἤ μή: «ὅλα μπορεῖ νά ἀλλάξουν, ἀλλά ὄχι ἡ γλώσσα τῆς ὁποίας εἴμαστε φορεῖς, ἤ πού -καλύτερα- εἶναι ἐκείνη φορέας μας, καί μάλιστα μέ πολύ πιό ἀποκλειστικό καί τελεσίδικο τρόπο ἀπό ὅτι ὑπῆρξε ποτέ ἀκόμα κι αὐτή ἡ κοιλιά τῆς μάνας μας».
Πηγή: agiazoni.gr