Ἡ σωτήρια ὕψωση (Λαμπρόπουλος Βαρνάβας Ἀρχιμανδρίτης)
11 Σεπτεμβρίου 2022
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι συνέχεια τῆς συνομιλίας τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Νικόδημο. Ὁ Χριστὸς τοῦ ἔχει μιλήσει γιὰ τὴ μέγιστη εὐεργεσία τοῦ βαπτίσματος καὶ ὅτι χωρὶς αὐτὴν δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ δεῖ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τώρα «ἐπάγει τὴν ταύτην αἰτίαν καὶ ἐκείνης οὐκ ἐλάττονα» (ἱερὸς Χρυσόστομος).
Ὁ συνθρόνος μὲ τὸν Πατέρα Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
Ὅμως, πρὶν τοῦ μιλήσει γιὰ τὴν αἰτία τοῦ βαπτίσματος, τὸν Σταυρό του, ἐπειδὴ ὁ Νικόδημος φάνηκε στὴν ἀρχὴ νὰ τὸν θεωρεῖ ἁπλῶς «ἀπὸ Θεοῦ διδάσκαλο», ὁ Χριστὸς τοῦ φανερώνει καλύτερα τὴν ταυτότητά του. Ὀνομάζει βέβαια Αὐτὸν ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, δηλαδὴ τὸν Ἑαυτό του, «υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου», ἀλλὰ δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν ἀνθρώπινη φύση του, ἀλλὰ σὲ ὅλη του τὴν ὑποσταση· «ἀπὸ τῆς ἑλλάττοvος οὐσίας ὅλον ἑαυτὸν ὠνόμασε». Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Χριστός, ἀπὸ ὅλα τὰ ὀνόματα τοῦ Μεσσία στὴν Παλαιὰ Διαθήκη προτιμοῦσε συχνὰ νὰ χρησιμοποιεῖ αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι κατεξοχὴν ἐξέφραζε τὴν ταπείνωσή του.
Λέει, λοιπόν, στὸν Νικόδημο (κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Χρυσορρήμοvος): «Μὴ νομίσεις ὅτι εἶμαι ἕνας διδάσκαλος ὅπως οἱ πολλοὶ τῶν προφητῶν, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὴ γῆ. Ἐγὼ κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἐκεῖ μένω». «Καὶ ἀκούγοντας ὅτι κατέβηκα», συμπληρώνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «μὴ νομίσεις ὅτι δὲν εἶμαι καὶ ἐκεῖ. Διότι, καὶ ἐδῶ βρίσκομαι σωματικά, καὶ ἐκεῖ συγκάθημαι θεϊκῶς μὲ τὸν Πατέρα μου». Αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη ἀναδεικνύει καὶ ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς κένωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατρός, ποὺ τὸν ἔστειλε νὰ σταυρωθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Χάλκινος ὄφις καὶ Σταυρὸς
Καὶ στὴ σημερινὴ περικοπὴ εἶναι συγκλονιστικὸ ὅτι τὸ ἀτιμωτικὸ κρέμασμα στὸν Σταυρό, ὁ Χριστὸς τὸ ὀνομάζει «ὕψωση», παραβάλλοντάς την μὲ τὴν ὕψωση τοῦ χάλκινου ὄφεως ἀπὸ τὸν Μωυσῆ στὴν ἔρημο. Ἀνάμεσα ὅμως στὴν προτύπωση καὶ στὸ πραγματικὸ γεγονὸς ὑπάρχουν σημαντικὲς διαφορές, ποὺ τονίζουν ἀκόμη περισσότερο τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ -κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα Ἰωάννη- εἶναι οἱ ἑξῆς:
«Ἐκεῖ οἱ Ἑβραῖοι διέφυγαν τὸν πρόσκαιρο θάνατο, ἐνῶ ἐδῶ οἱ πιστεύοντες σώζονται ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο τοῦ ὁριστικοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐκεῖ, ὅποιος κοιτοῦσε μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ κρεμασμένο χάλκινο φίδι θεραπευόταν ἀπὸ δήγματα ὄφεων, ἐνῶ ἐδῶ κοιτώντας μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης τὸν σταυρωμένο Χριστὸ θεραπεύουμε τὶς πληγὲς ἀπὸ τὸν νοητὸ δράκοντα διάβολο, λαμβάνοντας συγχώρηση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ μιὰ ὁμοιότητα: Ὅπως ἐκεῖ, τὸ φίδι ποὺ δάγκωνε εἶχε δηλητήριο, ἐνῶ τὸ φίδι ποὺ θεράπευε δὲν εἶχε, ἔτσι κι ἐδῶ, ὁ ψυχικός μας Θάνατος προκαλεῖται ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ τὸ ἀντίδοτό του, ὁ Σταυρὸς εἶναι Θάνατος τοῦ μόνου ἀναμάρτητου Χριστοῦ».
Αὐτὴ ἡ ἑκούσια ὕψωση τοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρὸ εἶναι ἡ αἰτία τῆς διὰ τοῦ Βαπτίσματος σωτηρίας μας. Χωρὶς τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ ἐπουράνιου Πατρός, ὁ Ὁποῖος τόσο μᾶς ἀγάπησε, ὥστε «ἔδωκεν» τὸν Μονογενῆ Υἱό του νὰ θυσιαστεῖ γιὰ ἐμᾶς. Ἡ φράση «οὕτω ἠγάπησεν» δείχνει «πολλήν τῆς ἀγάπης τὴν ἐπίτασιν». Γιατί ποιὸς μπορεῖ νὰ συγκρίνει τὸν Ἀγαπώντα μὲ τὸν ἀγαπώμενο; Ἡ διαφορὰ εἶναι ἄπειρη. Ἐκεῖνος εἶναι ἄναρχος, ἀθάνατος καὶ ἡ μεγαλωσύνη του εἶναι ἀπέραντη, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «γῆ καὶ σποδὸς» καὶ γεμάτος ἀπὸ μύρια ἁμαρτήματα. Καὶ γιὰ νὰ σώσει ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴ στάχτη, στέλνει ὄχι ἕναν δοῦλο, οὔτε ἄγγελο, οὔτε ἀρχάγγελο, ἀλλὰ τὸν ὁμοούσιο Υἱό του καὶ Θεὸ ἀληθινό, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
«Πάντας ἑλκύσω» στὸν σταυρὸ
Τὸ γεμάτο ἐλπίδα εὐαγγελικὸ ἀπόσπασμα καταλήγει μὲ τὴν ἐπίσης γεμάτη ἀγάπη φράση ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔστειλε τὸν Υἱό του γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ἡ πρώτη του αὐτὴ Παρουσία ἀποτελεῖ κάλεσμα σὲ σωτηρία. Ὅποιος ἐλεύθερα ἀνταποκριθεῖ σ’ αὐτὴ τὴν κλήση, ὄχι ἁπλῶς θὰ γλιτώσει ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δήγματα τοῦ ἰοβόλου δράκοντος διαβόλου, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀποκτήσει τὴ δυνατότητα νὰ ὑψωθεῖ κι αὐτὸς ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου κατέβηκε ὁ Χριστός: στὸν θρόνο τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα. Τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του: «Κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτὸν» (Ἰω. 12,32). Αὐτὴ ἡ ἀνυψωτικὴ ἕλξη μας «περνάει» πρῶτα ἀπὸ τὸν προσωπικό μας σωτήριο σταυρό, τὸν σταυρὸ τῆς δικῆς μας ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας μας ἀνέβηκε στὸν Πατέρα του, ἀφοῦ πρῶτα ἑκούσια «ὑψώθηκε ἐκ τῆς γῆς», πάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία.
Δὲν ὑπάρχει… ἄλλος δρόμος ποὺ νὰ ὁδηγεῖ στὴ δόξα τοῦ Πατρός. Τὰ «εὐαγγέλια» τῆς ἄνεσης καὶ τῆς κατὰ κόσμον εὐημερίας ἀποδείχθηκαν δαιμονικὲς παγίδες καὶ παραχαράξεις τοῦ γνήσιου εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Ὁ χριστιανισμὸς «τῆς πολυθρόνας» εἶναι ἕνα κακέκτυπο τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ ὑποχώρηση καὶ στοὺς τρεῖς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου, τοὺς ὁποίους «ὡς σκεύη κεραμέως» συνέτριψε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο. Τελικά, μόνο ἀτενίζοντας μὲ πίστη στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν «φιδιῶν» τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιλοκτημοσύvης, καὶ ἐλεύθερα νὰ σταυρώσουμε τὸν ἑαυτό μας «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», ὥστε νὰ ἀναστηθοῦμε καὶ νὰ ζοῦμε αἰώνια «ἐν Χριστῷ».
Πηγή: agiazoni.gr