Σκέψεις γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας (Εὐθύμιος Στύλιος Μητροπολίτης Ἀχελώου)
14 Αυγούστου 2022
«Γέγονε ἡ κοιλία σου ἁγία Τράπεζα, ἔχουσα τὸν οὐράνιον ἄρτον» (Ω).
Στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου καὶ μέσα στὰ «Ἅγια» ὑπῆρχε ἡ χρυσὴ Τράπεζα «τῶν ἄρτων καὶ προθέσεως» (Ἔξοδ. κὲ’ 22–29). Καὶ ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία διεῖδε τὸν τύπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ Θεομήτωρ ἦταν ἡ πραγματικὴ ἁγία Τράπεζα, διότι ἐπάνω της ἀκούμπησε ὁ Θεὸς τὸν οὐράνιο ἄρτο, «τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντα» (Ἰω. στ’ 41), τὸν Κύριο Ἰησοῦ.
Ἡ χρυσὴ Τράπεζα τῆς Σκηνῆς εἰκόνιζε ἐπὶ αἰῶνες τὴν μορφὴ τῆς Θεοτόκου. Κάθε φορᾶ ποὺ Ἱερεῖς καὶ λαὸς ἀκουμποῦσαν ἐπάνω της τοὺς ἄρτους τῆς Προθέσεως, ἱκέτευαν, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουν, γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ τὴν ἐμφάνισι τῆς μοναδικῆς ἁγίας Τράπεζας ποὺ θὰ δεχόταν τὸν «ἄρτον τῆς ζωῆς». Ἡ χρυσὴ Τράπεζα τῆς Σκηνῆς κατασκευάστηκε σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα· τὴν Ἁγία Τράπεζα, τὴν Θεοτόκο κατασκεύαζε ὁ Θεὸς ἐπὶ αἰῶνες…
Ἡ Ἐκκλησία, στὸ Ναὸ καὶ μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα, ποὺ εἰκονίζει τὰ «Ἅγια» της Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ἔχει τοποθετήσει μόνιμα τὴν Ἁγία Τράπεζα, πάνω στὴν ὁποία τελεῖται τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ Ἄρτου καὶ τοῦ Οἴνου καὶ ὅπου ὑπάρχει διὰ παντὸς τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Κάθε φορᾶ ποὺ οἱ πιστοὶ προσέρχονται στὴν Ἁγία Τράπεζα γιὰ νὰ κοινωνήσουν, ἂς θυμοῦνται εὐγνώμονα τὴν ἔμψυχο Τράπεζα τοῦ Θεοῦ, τὴ Θεοτόκο. Διότι χωρὶς Αὐτὴ δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ ν’ ἀπολαύσουν «ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης» (Τ).
«Τοῦ ἄνθρακος χρυσοῦν θυμιατήριον» (ΜΜ).
Μέσα στὸ δεύτερο τμῆμα τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου ποὺ λεγόταν «Ἅγια τῶν Ἁγίων» ὑπῆρχε ἕνα «χρυσοῦν θυμιατήριον», (Ἑβρ. θ’ 4), μέσα στὸ ὁποῖο, κατὰ τὴν λατρεία, ἔβαζαν ἀναμμένα κάρβουνα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυτωμάτων μαζὶ μὲ θυμίαμα ποὺ συμβόλιζε τὴν προσευχὴ (Λευΐτ. ἰ’ 1. Ἔξοδ. λ΄ 1, 7 –10. Ἀριθ. Ἰζ’ 11).
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ εὐσέβεια καὶ στὸ ἱερὸ αὐτὸ σκεῦος τῆς λατρείας εἶδε μία ἀκόμη προτύπωσι τῆς Θεοτόκου. Ἡ Θεοτόκος ἦτο τὸ χρυσοῦν θυμιατήριον, ὅπου ἐκράτησεν ἀφλέκτως τὸ πῦρ τῆς Θεότητος» (Η. Μηνιάτης. X, 13).
Ἡ Θεοτόκος ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς. Ἀπὸ τὴν πυρακτωμένη ὕπαρξί της ἀνέβαινε συνεχῶς πρὸς τὸν οὐρανὸ τὸ εὐωδιαστὸ θυμίαμα τῆς προσευχῆς της. «Πάντοτε ἡ Παναγία προσηύχετο. Ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια εἰς τὴν προσευχὴν εὕρισκε τροφὴν καὶ ἀγαλλίασιν· ἦταν ἡ προσευχομένη μητέρα» (X, 134). Τὸ ὅτι ἡ Θεοτόκος ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἁγία Μορφὴ της ταυτίστηκε τελικὰ μὲ τὴν μορφὴ τῆς Δεομένης ψυχῆς (πρβλ. Εἰκόνα τῆς «Δεομένης» Θεοτόκου) .
Ἡ λειτουργία τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι ἕνα ξηρὸ μάθημα ποὺ μᾶς διδάχθηκε… Εἶναι μία μυστικὴ ἐμπειρία ποὺ μᾶς παραδόθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, τὴν Θεοτόκο καὶ τοὺς Ἁγίους της Ἐκκλησίας μας. Καὶ ἡ χριστιανικὴ προσευχή, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι «βαττολογία» (Μάτθ. στ’ 7), ἀλλὰ τὸ θυμίαμα μίας ψυχῆς, πυρακτωμένης ἀπ’ τὴ φωτιὰ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ θείου ἔρωτος. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ σχέσις τῆς προσευχῆς μὲ τὴν φωτιά. Μὲ σβησμένα κάρβουνα δὲν καίεται τὸ θυμίαμα. Χωρὶς τὴ φωτιὰ τῆς ἀγάπης, προσευχὴ δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό. Μόνο ὅποιος ἀγαπᾶ προσεύχεται. Καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται δεκτὴ ἀπ’ τὸν Θεὸ εἶναι ἐκείνη ποὺ προέρχεται ἀπὸ μία ὕπαρξι, πυρακτωμένη ἀπ’ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ (πρβλ. «τετρωμένη ἀγάπης εἴμι ἐγώ») .
Πηγή: agiazoni.gr