Ἦθος καί ἠθική (Μαυρόπουλος Δημήτριος)
18 Ιουλίου 2022
Τρεῖς γέροντες παρέβαλον τῷ Ἁββᾷ Σισώῃ, ἀκούσαντες τὰ περὶ αὐτοῦ. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ πρῶτος· πάτερ, πῶς δύναμαι σωθῆναι ἀπὸ τοῦ πυρίνου ποταμοῦ; Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ. Λέγει αὐτῷ ὁ δεύτερος· πάτερ, πῶς δύναμαι σωθῆναι ἀπὸ τοῦ βρυγμοῦ τῶν ὀδόντων καὶ ἐκ τοῦ σκώληκος τοῦ ἀκοιμήτου; Λέγει αὐτῷ ὁ τρίτος· πάτερ, τί ποιήσω, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ ἐξωτέρου σκότους φονεύει με;
Ἁποκριθεὶς δὲ ὁ γέρων εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ οὐδενὸς τούτων μέμνημαι· φιλεύσπλαγχνος γὰρ ὢν ὁ Θεός, ἐλπίζω ὅτι ποιεῖ μετ ̓ ἐμοῦ ἔλεος. Ἁκούσαντες δὲ τὸν λόγον τοῦτον οἱ γέροντες ἀπῆλθον λυπούμενοι. Μὴ θέλων δὲ ὁ γέρων ἐᾶσαι αὐτοὺς λυπουμένους ἀπελθεῖν, ὑποστρέψας αὐτοῖς εἶπε· μακάριοί ἐστε ἀδελφοί· ἐζήλωσα γὰρ ὑμᾶς· ὁ πρῶτος γὰρ ὑμῶν εἶπε περὶ τοῦ πυρίνου ποταμοῦ, καὶ ὁ δεύτερος περὶ τοῦ ταρτάρου καὶ ὁ τρίτος περὶ τοῦ σκότους· εἰ οὖν τοιαύτης μνήμης κυριεύει ὁ νοῦς ὑμῶν, ἀδύνατον ὑμᾶς ἁμαρτῆσαι· τί δὲ ποιήσω ἐγὼ ὁ σκληροκάρδιος, μὴ συγχωρούμενος εἰδέναι ὅτι κἄν ἐστι κόλασις τοῖς ἀνθρώποις; καὶ ἐκ τούτου πάσῃ ὥρᾳ ἁμαρτάνω· καὶ μετανοήσαντες αὐτῷ εἶπον· καθάπερ ἠκούσαμεν οὕτως καὶ εἴδομεν» (Γεροντικόν, «Τοῦ Ἁββᾶ Σισώη τοῦ μεγάλου» ιθ ́, ἐκδ. «Ἁστήρ», Ἁθῆναι 31981, σελ. 112).
Ὁ ἀββᾶς Σισώης ἐκφράζει τὸ ἦθος. Οἱ τρεῖς μοναχοὶ κινοῦνται στὸν χῶρο τῆς ἠθικῆς. Ὁ πρῶτος εἶναι παραδομένος στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄλλοι εἶναι παραδομένοι στὸν φόβο. Ἡ διαφορὰ δὲν εἶναι ἀξιολογική, δὲν ἀφορᾶ στὴν ἐκτίμηση τοῦ δρόμου τῶν ἀρετῶν. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὑπαρξιακή. Φανερώνει δύο διαφοροποιημένους τρόπους ὑπάρξεως.
Τὸ ἐρώτημα εἶναι παλαιό. Ἔχει μὲν τεθεῖ ἤδη ἀπὸ τοὺς προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ τέθηκε μὲ δραματικὸ τρόπο κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους καὶ ἔκτοτε δὲν ἔπαψε νὰ ἀπασχολεῖ –νὰ ταλαιπωρεῖ, θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ– τὰ δρώμενα στὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο.
Ἄς ἀφήσομε προσώρας τὶς ἐνστάσεις τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς παραδίδουν τὰ εὐαγγέλια, μὲ τὶς ἀντιδράσεις του στὴν κατεστημένη ἠθικὴ τάξη τῶν θρησκευόμενων Ἰουδαίων καὶ τὴ μανία τῶν τελευταίων ἀπέναντί του, καὶ ἂς δοῦμε τὰ προβλήματα ποὺ ἐμφανίζει ἕνας τέτοιος διάλογος ἀνάμεσα στὸ ἦθος καὶ τὴν ἠθικὴ στὴ χριστιανικὴ κοινότητα τῶν ἀποστολικῶν χρόνων.
Ἡ ἴδια ἡ Ἁποστολικὴ Σύνοδος (τὸ 48 μ.Χ.) φανερώνει αὐτὸν τὸν δραματικὸ διάλογο ἀνάμεσα στὸν νόμο καὶ στὴ χάρη. Τὰ κείμενα μᾶς λένε ὅτι οἱ Ἁπόστολοι παραδίδονται σὲ ὅ,τι ἐντέλλεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. 15,28). Τὸ ἐρώτημα ὅμως γιὰ τὴ σχέση ἤθους καὶ ἠθικῆς συνεχίζει νὰ ἀπασχολεῖ τὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως φαίνεται ὄχι μόνον ἀπὸ ὅσα μᾶς μαρτυρεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις, ἀλλά, κυρίως, ἀπὸ ὅσα διαπραγματεύεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολές του. Ἡ σύγχυση, ποὺ καλεῖται ὁ Ἁπόστολος νὰ θεραπεύσει, δὲν προέρχεται τώρα ἀπὸ τοὺς ἀρνητὲς τοῦ Χριστοῦ Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἀπὸ μέλη τῆς χριστιανικῆς κοινότητας – τὶς περισσότερες μάλιστα φορὲς ἀπὸ ἐπιφανῆ μέλη. Τὸ δραματικὸ στοιχεῖο αὐτοῦ τοῦ διαλόγου διατρέχει ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του, ὅπου ὁ Ἁπόστολος θὰ καταθέσει τὴν ὁριστική του θέση, ποὺ παρέμεινε κυριαρχούσα θέση στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις ἢ τὶς παρερμηνεῖες ποὺ μέχρι σήμερα ἐπιχειροῦνται. Εἴπαμε, ἀπὸ τὴ μιὰ τὸ ἦθος τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἠθικὴ τῶν τριῶν ἐπισκεπτῶν του.
Γιὰ νὰ γίνει κατανοητὴ ἡ σημασία τῆς θεολογίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὸ θέμα αὐτό, ἐπικαλοῦμαι μερικὲς ἀπὸ τὶς «δυνατὲς» φράσεις στὶς ἐπιστολές του.
Ὅπως γνωρίζομε, τὸ θέμα τῆς σχέσης νόμου καὶ χάρης τὸ διαπραγματεύεται στὶς ἐπιστολὲς Πρὸς Ρωμαίους καὶ Α ́ πρὸς Κορινθίους, χωρὶς νὰ λείπει καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπιστολές. Ἡ θέση του μοιάζει νὰ εἶναι ἀπόλυτη: πρῶτα πίστη στὸν Χριστό, τὸν ἀναστημένο βέβαια Χριστό, καὶ ἔπειτα ἀποδοχὴ τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ ποὺ κάθε πιστὸς καλεῖται νὰ τὴν κάνει δύναμη ζωῆς. Ὁ ἴδιος τὸ ἔχει ζήσει ὡς πραγματικότητα καὶ τὸ ζεῖ ὡς διαρκὴ παρουσία τῆς θείας δυνάμεως: «χάριτι Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι» (Α ́ Κορ. 15,10) θὰ ἐπισημάνει μὲ ἔνταση. Εἶναι πεπεισμένος ὅτι ὁ μόνος τρόπος νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, νὰ γίνει δηλαδὴ σῶος καὶ ὡς πρὸς τὴ φύση του καὶ ὡς πρὸς τὸ γίγνεσθαι στὴν παρούσα ἢ στὴ μέλλουσα ζωή, εἶναι νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν υἱότητα, νὰ γίνει υἱὸς τοῦ οὐρανίου Πατρός. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ πιστὸς γρηγορεῖ νὰ εἶναι δοχεῖον τῶν δυνάμεων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ. Οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ ̓ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ Πατήρ» (Ρωμ. 8,14-15).
Καὶ τὰ ἔργα; Ποιὰ εἶναι ἡ δυναμικὴ τῶν «καλῶν» ἔργων, ἡ δυναμικὴ τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν; Ἡ δυναμική τους γεννιέται στὴν ἀπουσία τοῦ φόβου, στὴν παρουσία τῆς ἐλευθερίας, στὴν ἀποδοχὴ τοῦ θείου ἐλέους. «Ἅρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» (Ρωμ. 9,16). Στὴν Πρὸς Ἐφεσίους θὰ γίνει πιὸ συγκεκριμένος: «Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται» (Ἐφ. 2,9-9). Τὸ ἀκοῦμε αὐτό, ἢ δὲν τὸ ἀκοῦμε; Καρπὸς αὐτοῦ τοῦ δώρου, τῆς δωρεᾶς, τῆς χάρης, εἶναι ἡ καλὴ ἀλλοίωση, ὅπως ὀνομάζουν οἱ νηπτικοὶ Πατέρες τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρουσίας τῶν θείων δυνάμεων ἐντὸς τῶν πιστῶν. Αὐτὴ τὴν καλὴ ἀλλοίωση θὰ τὴν ὀνομάσει, στὴν Α ́ πρὸς Κορινθίους, «ὁδὸν καθ ̓ ὑπερβολήν», περιγράφοντάς την ὡς ἀγάπη, καὶ μάλιστα ἐνυπόστατη ἀγάπη, ἀφοῦ ὁ μόνος ποὺ ἀγαπάει μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐκθέτει στὸ 13ο κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς, εἶναι ὁ Χριστός.
Ἄς θυμηθοῦμε τὴ στάση τῶν εὐσεβῶν Ἰουδαίων στὰ εὐαγγέλια, ποὺ ἐλέγχουν τὴν παρουσία καὶ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ μὲ βάση τὰ ἔργα τους ποὺ ὑλοποιοῦν τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ νόμου, ἔστω τοῦ νόμου ὅπως τὸν ἑρμηνεύουν. Μήπως ὅμως μέχρι σήμερα δὲν παγιδευόμαστε σὲ τέτοιες ἀντιλήψεις, ὅταν ἐπενδύομε σὲ ἀξιομισθίες; Μήπως μέχρι σήμερα δὲν εἴμαστε ὅμηροι ἑρμηνειῶν ποὺ παρακάμπτουν τὴ δυνατότητα ἔκπληξης λόγῳ ἀκριβῶς τῆς παρουσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τὸ ἐρώτημα εἶναι γιὰ τὸ «λεῖμμα», τὸ ἐκλεκτὸ ὑπόλοιπο ὅσων ἔχουν κληθεῖ σὲ συνάντηση μὲ τὸν Χριστό. Ποιά προετοιμασία θὰ ἐγγυηθεῖ τὴ συναρίθμηση ἑνὸς πιστοῦ σ ̓ αὐτὴ τὴ νέα οἰκογένεια, ὅπου ὅμαιμοι μὲ τὸν Υἱὸ θὰ εἴμαστε υἱοὶ τοῦ Πατρός του; Ὁ Ἁπόστολος προκαλεῖ μὲ τὴ θέση του: «Οὕτως οὖν καὶ ἐν τῷ νῦν καιρῷ λεῖμμα κατ ̓ ἐκλογὴν χάριτος γέγονεν. Εἰ δὲ χάριτι, οὐκέτι ἐξ ἔργων· ἐπεὶ ἡ χάρις οὐκέτι γίνεται χάρις. Εἰ δὲ ἐξ ἔργων, οὐκέτι ἐστὶ χάρις· ἐπεὶ τὸ ἔργον οὐκέτι ἐστὶν ἔργον» (Ρωμ. 11,5-6).
Ἁρκετοὺς αἰῶνες ἀργότερα, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς θὰ ξαναθυμίσει τὶς θέσεις τοῦ ἀποστόλου Παύλου, διακρίνοντας τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ἀρετή. Μᾶς καλεῖ νὰ ἱεραρχήσουμε ἐκ νέου τὶς προτεραιότητες, ἀσκώντας τὴν ἀρετὴ γιὰ νὰ παραμένομε στὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι ὑποτάσσοντας τὴν ἀλήθεια στὴν ἀρετή: «… ὅτι διὰ τὴν ἀλήθειάν ἐστιν ἡ ἀρετὴ ἀλλ ̓ οὐ διὰ τὴν ἀρετὴν ἡ ἀλήθεια. Ὅθεν ὁ διὰ τὴν ἀλήθειαν πράττων τὴν ἀρετὴν κενοδοξίας οὐ τιτρώσκεται βέλεσιν, ὁ δὲ τὴν ἀλήθειαν ἀρετῆς ἕνεκεν ἐπιτηδεύων σύνοικον ἔχει τῆς κενοδοξίας τὴν οἴησιν» (Πρὸς Θαλάσσιον, Λ ́, 19).
Τελικά, οἱ ἔννοιες ἦθος καὶ ἠθικὴ εἶναι ὁμόλογες ἢ ἀσύμπτωτες; Νομίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση φωτίζεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο ποὺ θὰ δώσομε ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν ἀντιλαμβανόμαστε τὴ σωτηρία ὡς ἐπιβράβευση ἀρετῶν, ἀκόμα καὶ τῆς ἀγάπης ὡς ἀρετῆς, τότε οἱ δύο ἔννοιες εἶναι ἀσύμπτωτες. Ἄν τὴν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς ἀποκατάσταση τῆς φύσης, δηλαδὴ ὡς ἐγχρίστωση (ἢ θέωση, ἂν θέλετε), τότε οἱ δύο ἔννοιες εἶναι ὁμόλογες. Μὲ ἄλλα λόγια, ἂν τὸ ἦθος προσδιορίζει τὸ περιεχόμενο τοῦ τρόπου βιωτῆς (ποὺ συμφωνοῦμε νὰ τὴν λέμε ἠθικὴ ζωή), ὁ δρόμος γιὰ τὴ σωτηρία ἀναγνωρίζεται καὶ προβάλλεται ὡς συνέπεια τῆς πίστης. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ἂν ἡ ἠθική, ἕνα σύνολο δηλαδὴ ἔκφρασης τοῦ βίου διὰ ἀρετῶν ποὺ ἐμπεριέχουν, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ἀπαίτηση ἀξιομισθίας, προσδιορίζει τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, τότε ἀναδεικνύεται μὲ δραματικὸ τρόπο ἡ ἐπισήμανση τοῦ Χριστοῦ ὅτι οἱ ἐκλεκτοὶ θὰ εἶναι λίγοι, παρὰ τὴν κλήση σὲ πολλούς. Τὰ ἁγιολογικὰ καὶ λειτουργικὰ κείμενα εἶναι γεμάτα ἀπὸ τέτοιες ἐπισημάνσεις.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει ὅτι ἦρθε γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνει («οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ ̓ ἵνα σώσω τὸν κόσμον», Ἰωάν. 12,47). Ἐπὶ δύο χιλιάδες χρόνια οἱ περισσότεροι χριστιανοί, ἐπιφανῶν δασκάλων μὴ ἐξαιρουμένων, ἔχουμε ἀποδυθεῖ σὲ ἕναν ἀγώνα κριτικῆς ἀξιολόγησης τῶν ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα ὄχι ἀπὸ ἀγάπη καὶ μέριμνα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀλλὰ γιὰ διασφάλιση τῆς δικῆς μας ἀλάθητης ἐπιλογῆς. Θὰ δώσω ἕνα παράδειγμα γιὰ τὸν λαθεμένο τρόπο ποὺ διαβάζομε τὰ ἴδια τὰ κείμενα τῆς παράδοσής μας. Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν ἐξέδωσε δογματικοὺς ὅρους ἀλλὰ κανόνες, καὶ μάλιστα τοὺς περισσότερους κανόνες ποὺ ἐκδόθηκαν ποτὲ ἀπὸ Σύνοδο, τοπικὴ ἢ οἰκουμενική. Αὐτοὺς τοὺς κανόνες, ποὺ τοὺς ἐξέδωσε γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν λαὸ τῆς Ἐκκλησίας στὴν ὁδοιπορία του γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἐμπιστεύτηκε στὸν ἑκασταχοῦ ἐπίσκοπο καὶ στὴ διάκρισή του, δηλαδὴ τοὺς ἐμπιστεύθηκε στὸ πρόσωπο ποὺ προεδρεύει τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Μὲ τὸ ἀκροτελεύτιο μάλιστα ἄρθρο της, τὸν κανόνα 102, ἔθεσε καὶ τὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπό: παιδαγωγία πρὸς σωτηρία. Τὸ ζητούμενο δηλαδὴ δὲν ἦταν, καὶ δὲν πρέπει νὰ εἶναι, ἡ καταδίκη τοῦ ἀσθενοῦς μέλους τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας, ἀλλὰ ἡ σωτηρία του. Πρέπει, μᾶς λέει αὐτὸς ὁ κανόνας, νὰ προσέχουν ὅσοι ἔχουν τὸ λειτούργημα νὰ ἐπιτρέπουν ἢ νὰ ἐμποδίζουν τὴν προσέλευση στὴ θεία Κοινωνία, «κατάλληλον τὴν θεραπείαν προσάγειν τῷ ἀρρωστήματι», νὰ προσφέρουν τὴν κατάλληλη θεραπεία, ὥστε «μή, τῇ ἀμετρίᾳ καθ ̓ ἑκάτερον χρώμενος, ἀποσφαλείη πρὸς τὴν σωτηρίαν τοῦ κάμνοντος», νὰ μὴν διακινδυνεύουν τὴ σωτηρία τοῦ πιστοῦ μὲ ἄμετρες ἀπαιτήσεις καὶ ἐφαρμογές. Εἶναι ἀκραῖο ἴσως αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ μοιάζει νὰ ὑπονομεύει ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος τοὺς κανόνες της, ἐπισημαίνοντας ὅτι ἂν λειτουργήσουν αὐτόνομα ἢ ἀπόλυτα θὰ ὁδηγήσουν σὲ ἕνα ἀνθρωποκτόνο ἀποτέλεσμα.
Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναλαμβάνει τὸ τιτάνιο, γιὰ τὴν ἐποχή του, ἔργο νὰ σχετικοποιήσει τὴ δύναμη τοῦ νόμου ποὺ ἐξουθένωνε τοὺς πιστούς, καὶ νὰ τὸν ἐπαναξιολογήσει σὲ ἄλλη προοπτική, τὴν προοπτικὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, τὴ χάρη ὅπως συχνὰ τὴν ὀνομάζει, πίστευε ὅτι προτείνει τὸν μόνο δρόμο πρὸς τὴ σωτηρία, ποὺ εἶναι ἡ παράδοση ἑκάστου πιστοῦ (πίστη ὀνομάζει αὐτὴ τὴν παράδοση) στὸν Χριστό. Ὁνόμασα τὸ ἔργο του τιτάνιο, γιατὶ εἶχε νὰ ἀντιπαλαίψει μὲ τὶς ἴδιες τὶς φυσικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, δυνάμεις ποὺ καὶ τὸν ἴδιο τὸν συνέθλιβαν. Εἶναι πρὸς εὐκολία μας, νομίζω, νὰ ὀνομάζομε «ἰουδαΐζοντες» τοὺς πιστοὺς ποὺ τοῦ ἀντιτάσσονταν. Κατ ̓ οὐσίαν ἐπρόκειτο γιὰ ἄρνηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο, μετὰ τὴν ἐπιδημία του «τὴν ἡμέραν τὴν μεγάλην τῆς Πεντηκοστῆς», παραμένει καὶ οἰκονομεῖ τὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ – τὸ ξέρομε ἢ δὲν τὸ ξέρομε, τὸ δεχόμαστε ἢ δὲν τὸ δεχόμαστε. Αὐτὴ ἡ παρουσία δίνει στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, καὶ τῆς Ἐκκλησίας εἰδικότερα, ἕναν χαοτικὸ χαρακτήρα, ποὺ κάνει τὶς ἐνέργειές μας καὶ τὶς ἀποφάνσεις μας νὰ μοιάζουν ἀφελεῖς. Ἁλλοῦ παίζεται τὸ παιχνίδι. Καὶ αὐτὸ τὸ «ἀλλοῦ» ἀναπαύεται πάνω σὲ ἕνα τραπέζι, τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὅπου καλούμαστε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν υἱοθεσία ποὺ μᾶς χαρίζεται «τρώγοντας» καὶ «πίνοντας» τὸν Χριστό.
Ὁ ἀββᾶς Σισώης, μὲ τὸν ὁποῖο ξεκινήσαμε, εἶναι παραδομένος στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι στὸν φόβο. Στὰ κείμενα ὁ ἀββᾶς περιγράφεται νὰ εἶναι ἐπίσης παραδομένος στὴν ἀγάπη – ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Καὶ ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ ̓ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει» (Α ́ Ἰωάν. 4,18). Οἱ τρεῖς ἐπισκέπτες μοναχοὶ εἶναι παγιδευμένοι στὸν ἐφιάλτη τῶν ἀξιομισθιῶν. Τυχεροὺς τοὺς ὀνομάζει ὁ ἀββᾶς, γιατὶ ἔτσι δὲν ἁμαρτάνουν. Εὐτυχῶς γι ̓ αὐτούς, ἔγκαιρα καταλαβαίνουν ὅτι ἡ συνείδηση τῆς ἐνδιάθετης «ἁμαρτωλότητας» τοῦ ἀββᾶ Σισώη τὸν προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ἔπαρση καὶ τὸν καθιστᾶ ἀνοιχτὸ στὸ ἔλεος καὶ τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: agiazoni.gr