Ὁ λόφος μὲ τὶς παπαροῦνες (Μυριβήλης Στράτης)
1 Ιουνίου 2022
Εἶναι καὶ μία μέρα χαρούμενη μέσα στὶς ἄσκημες μέρες τῆς πορείας. Μία μέρα γαλάζια καὶ κόκκινη, μὲ ἀνοιξιάτικον οὐρανό, γεμάτη μαβιὰ μάτια, κόκκινα ἀγριολούλουδα καὶ ἀργὰ μελαγχολικὰ τραγούδια.
Ἦταν ἕνας λόφος ἄλικος ἀπὸ τὶς παπαροῦνες. Ξεκουραζόταν ἕνα Ρούσικο Σύνταγμα, ποὺ τραβοῦσε κι αὐτὸ γιὰ τὸ μέτωπο. Ἐκεῖ μας σταματήσανε κ’ ἐμᾶς. Εἶχε νερὸ μπόλικο καὶ πρασινάδα ἐκεῖ δίπλα. Στήσαμε πυραμίδες τὰ ὄπλα καὶ φάγαμε κοντά τους. Μᾶς σίμωσαν κάτι μεγαλόσωμα παλικάρια μὲ τριανταφυλλιὰ μάγουλα, μὲ χοντρὲς μπότες καὶ μπλοῦζες παιδιάτικες δίχως κουμπιά. Τὰ πηλίκιά τους εἶχαν κεραμίδι στενούτσικο.
— Γκίρτς;
— Γκίρτς.
— Κριστιάν;
— Κριστιάν.
— Ὀρτοντόξ;
— Ὀρτοντόξ.
Μᾶς δεχτήκανε μὲ χαρὲς σχεδὸν παιδιάτικες. Γελούσανε, καὶ μεῖς γελούσαμε, μᾶς χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Μὲ τὰ μεγάλα τους χέρια μᾶς χτυπούσανε στὴν πλάτη. Τραβούσανε καὶ μᾶς δείχναν ἀπὸ τὴν τραχηλιὰ τοὺς χρυσά, σιντεφένια σταυρουδάκια καὶ φυλαχτάρια κρεμασμένα μὲ ἁλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε μὲ τὸν ὀρθόδοξο τρόπο.
— Κριστιάν! Κριστιάν!
Φάγαμε μαζί, κουβεντιάσαμε ὧρες δίχως νὰ καταλαβαίνει γρὶ ὁ ἕνας ἀπ’ τὴ γλώσσα τ’ ἀλλουνοῦ. Ὅμως συνεννοηθήκαμε περίφημα. Ἡ ἀγάπη κ’ ἡ ὄχτρα ἔχουνε διεθνῆ γλώσσα.
Βρῆκα κ’ ἕνα νεώτατον ἀξιωματικό, λεπτοκαμωμένο σὰν κορίτσι, μὲ μεγάλα γυαλιὰ καὶ γελαζούμενα χείλη, ποὺ θυμόταν ἀπ’ τὸ σκολειὸ του μερικὰ ἀρχαῖα, τσάτρα-πάτρα. Τὰ μαλλιὰ του ἦταν ξανθὰ σὰν τοῦ καλαμποκιοῦ, εἶχε κ’ ἕνα χρυσὸ μουστακάκι.
— Ἠμεῖς ρούσιαν λίαν Ἕλληνες ἀγαπώμεθαν! Ὀδησσὸν λίαν Ἕλληνες! Λίαν!
Πῆρε ὕφος καὶ μοῦ ἀπάγγειλε κάτι ἀλαμπουρνέζικα, πού, ὅπως μὲ βεβαίωσε ἦταν Ὅμηρος ἀπὸ τὸ πρωτότυπο. Κατόπι κάμανε μία μεγάλη χορωδία καὶ μᾶς τραγούδησαν λαϊκὰ τραγούδια. Καμπόσοι τὰ κομπανιάριζαν μὲ κάτι μακριὲς μπαλαλάικες ποὺ τὶς σήκωναν στὴ ράχη σταυρωτὰ μὲ τὸ ντουφέκι τους. Δὲν κατάλαβα τὰ λόγια τῶν τραγουδιῶν, μὰ σίγουρα θὰ μιλοῦσαν γιὰ ἕνα δάσος χιονισμένο, γιὰ ἕνα χωριὸ χιονισμένο, ποὺ οἱ μπουχαρίδες τῶν καλυβιῶν του θυμιάζουνε γαλάζιον καπνὸ μέσα στὸν παγωμένον ἀγέρα. Ξανθιὲς γυναῖκες μὲ χοντρὲς πλεξοῦδες κάθουνται πίσω ἀπ’ τὰ κλειστά τους τζάμια, μὲ τὸ λευκὸ κούτελο ἀκουμπισμένο στὸ γυαλί. Σκουπίζουν ἀργὰ μὲ τὸ δάχτυλο τ’ ἀχνισμένο τζάμι καὶ βλέπουνε στὰ χαμένα, μακριά, μακριά, τὸ ρούσικο κάμπο ποὺ δὲν τελειώνει παρὰ στὰ οὐρανοθέμελα. Μέσα στὴν ἀπέραντη πλατωσιά, ἕνα μονοπάτι χαραγμένο στὸ χιόνι ἀπὸ τὰ ἕλκηθρα. Ἕνα μονοπάτι ποὺ πῆρε τὰ παλικάρια τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ πῆγε μακριά, μακριά, πέρα ἀπὸ τὰ σταχτιὰ οὐρανοθέμελα. Ἴσως καὶ πέρα ἀπ’ τὴ ζωή.
Οἱ μορφὲς τῶν τραγουδιστάδων ἦταν σοβαρές, τὰ παιδιάτικά τους τὰ σλάβικα μάτια βούρκωναν. Σὰν τελείωσαν τὸ τραγούδι μείναμε πολλὴν ὥρα ἀκίνητοι μαζί τους, ταξιδεύοντας πάνω στὰ φτερὰ τῆς μουσικῆς, ποὺ ἑνώνει τὶς καρδιές, γιατ’ εἶναι ἡ γλώσσα τους ἡ πανανθρώπινη.
Σὰν κάμαμε τὶς τετράδες γιὰ νὰ φύγουμε, οἱ Ροῦσοι βάλανε παπαροῦνες μέσα στὶς μποῦκες τῶν τουφεκιῶν μας. Ἤτανε σὰ μία παράξενη λιτανεία μὲ ἀτσαλένιες λαμπάδες, ποὺ στὴν κορφὴ τοὺς ἄναβε ἡ πιὸ χαρούμενη φλόγα.
— Ἀντίο! Ἀντίο!
Ὁ πολὺ νέος ἀξιωματικὸς πετᾶ τὸ καπέλο του, λυγερός, σχεδὸν διάφανος μέσα στὸ φῶς.
— Χαῖρε, λίαν, Ἕλληνες! Χαῖρε!
Πόση ἀγάπη ὑπάρχει στὸν κόσμο! Ἄφθονη σὰν ποτάμι ποὺ χύνεται μέσα σ’ ἕναν κάμπο. Ἀνθισμένη σὰν ἕνας λόφος κόκκινος ἀπὸ τὶς παπαροῦνες, ποὺ σὲ φωνάζουνε νὰ τὶς κόψεις. Δὲν ἔχεις παρὰ νὰ σκύψεις νὰ τὶς κόψεις.
Πηγή: agiazoni.gr