Πῶς νὰ λέμε τὴν Εὐχή; (Ἀναγνωστόπουλος Στέφανος Πρεσβύτερος)
12 Μαΐου 2022
Ὁ πλέον συνηθισμένος τρόπος εἶναι νὰ λέμε τὴν Εὐχή, εἶτε προφορικὰ εἶτε ψιθυριστὰ εἶτε ἀπὸ μέσα μας μὲ τὸν ἐνδιάθετο λόγο, παντοῦ καὶ πάντοτε. Έτσι, στὴ δουλειά, στὸ σπίτι, στὸ δρόμο λέμε: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Ὅταν τρῶμε, ὅταν περπατᾶμε καί, εἰδικότερα, ὅταν βρισκόμαστε μέσα στὸ ναό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”.
Τὸν πρῶτο καιρὸ, πρέπει νὰ λέμε τὴν Εὐχὴ προφορικά, μὲ τὸ στόμα ψιθυριστά, σεμνὰ καὶ ταπεινὰ καὶ μάλιστα, ὅσο μποροῦμε συχνότερα:
“Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Γιατί ἡ φωνὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα, συγκεντρώνει τὸ νοῦ πάνω στὶς λέξεις καὶ ἔτσι, ὁ νοῦς μὲ τὴ σειρὰ του ἀρχίζει σιγά-σιγὰ νὰ τὶς προσέχει. Ὅπως, λοιπὸν, δὲν εἴμαστε ἀφηρημένοι μπροστὰ στὸν Πνευματικὸ ἢ σ’ ἕνα ἐπίσημο πρόσωπο, ἔτσι καὶ πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε ἀφηρημένοι, ὅταν κάνουμε Εὐχή, γιὰ ν’ ἀρχίσει ὁ τρόπος αὐτὸς ν’ ἀποδίδει καρπούς. Γιατί, ὅσο πιὸ θερμὴ καὶ πιὸ δυνατὴ εἶναι ἡ Εὐχή, τόσο καὶ τὰ ἀποτελέσματά της εἶναι πιὸ θεάρεστα καὶ πιὸ ὠφέλιμα γιὰ τὴν ψυχή μας.
Ὅταν ἐπιμείνουμε πολὺ στὴν προφορικὴ Εὐχὴ καθ’ ὅλη τὴν ἡμέρα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ δουλειὰ ποὺ κάνουμε, ὅσο θὰ περνάει ὁ καιρός, τόσο καὶ πιὸ ἀπαραίτητη θὰ τὴν αἰσθανόμαστε, καθὼς δημιουργεῖται μέσα μας ἕνα παράδοξο κλίμα γλυκύτητος καὶ εἰρήνης, τόσο ποὺ ἀκόμα καὶ τὸ στόμα γλυκαίνεται, σὰν νὰ ἔχει μέσα του μία γλυκιὰ καραμέλα, ποὺ τὴν πιπιλίζει διαρκῶς: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με…”.
Ἔτσι, αὐθόρμητα πλέον, ἐπιθυμοῦμε καὶ ζητοῦμε νὰ λέμε τὴν Εὐχή, γιατί ἔχουμε γλύκα στὸ στόμα καὶ στὰ χείλη γεύση μελιοῦ. Καὶ τότε, βέβαια, γιὰ κανένα λόγο δὲ θέλουμε νὰ σταματήσουμε τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν μᾶς διακόπτουν γιὰ τὸν ἄλφα ἢ βῆτα λόγο, αἰσθανόμαστε σὰν νὰ μᾶς λείπει κάτι τὸ πολύτιμο, γιατί ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται τὴν ἔλλειψη τῆς Εὐχῆς καὶ τὴν ἀναζητεῖ. Μόλις ὅμως ξαναβρεῖ τὴν εὐκαιρία, ἀμέσως ἀρχίζει καὶ πάλι: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με…”
Ἡ προφορικὴ Εὐχὴ εἶναι μὲν στάδιο ἀρχαρίων -ὧν πρῶτος εἰμὶ ἐγώ- ἀλλὰ εἶναι καὶ στάδιο εἰσαγωγικὸ γιὰ ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἐπιθυμοῦν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ νὰ ἐργάζονται τὴν Εὐχή, ὅσο μποροῦν, ὥστε νὰ δοῦν καλύτερες ἡμέρες στὴ ζωή τους, στὴν οἰκογένειά τους καὶ στὸ περιβάλλον τους γενικότερα. Εἶναι δὲ ἐπίμονος καὶ ἀπαραίτητη ἀρχή, γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ τελικοῦ σκοποῦ, δηλαδὴ τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανοῦ, ποὺ πετυχαίνεται μὲ τὴν κατάκτηση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὸ παντοδύναμο Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ χριστιανός, ποὺ λέει τὴν Εὐχή, πλουτίζει πνευματικά! Πλουτίζει, ὄντως, ἀπὸ τὶς θεῖες Τριαδικὲς δωρεές ἀλλ’ ὄχι χωρὶς κόπους, πειρασμοὺς καὶ σκληροὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ χρειάζονται, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ μύρια πάθη, ποὺ ἔχει μέσα του καὶ κυρίως τὴν ψωρο-ὑπερηφάνεια.
Τὰ παραδείγματα ποὺ ὑποδεικνύουν, ὅτι ἡ Εὐχὴ εἶναι δυνατὴ καὶ, μέσα στὸν κόσμο, εἶναι πολλὰ καὶ ζωντανὰ ἀνάμεσα στοὺς χριστιανούς, ποὺ ζοῦν καὶ ἀγωνίζονται φιλότιμα, ἐν Χριστῷ.
Ὁ μακαριστὸς πάπα-Χαράλαμπος, μέλος τῆς συνοδείας τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστῆ καὶ προηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, διηγεῖτο ἀπὸ τὴν προσωπική του πεῖρα ὡς Πνευματικοῦ, τὰ ἑξῆς:
“Ἐξομολογῶ κάποιο ἀνδρόγυνο ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἔχουν τέτοια ἀκρίβεια, ποὺ τοὺς θαύμασα. Πρόκειται, πραγματικὰ, γιὰ μία “κατ’ οἶκον ἐκκλησία”.
Ἔχουν τρία παιδιά. Μόλις φύγουν τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο καὶ ὁ ἄνδρας γιὰ τὴ δουλειά, ἡ γυναίκα κάθεται μία-δυὸ ὧρες καὶ λέει τὴν Εὐχή. Κατόπιν σηκώνεται, ἀρχίζει τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Εὐχή, σὰν μηχανή, δουλεύει ἀσταμάτητα, πότε μὲ τὸ στόμα καὶ πότε μὲ τὸ νοῦ. Ὁ ἄνδρας, μόλις γυρίσει ἀπὸ τὴ δουλειά, ἀμέσως θ’ ἀλλάξει καὶ θὰ πάει λίγη ὧρα γιὰ προσευχὴ καὶ μελέτη. Αὐτὴ τὴν τάξη συνήθισαν καὶ τὰ παιδιά τους.
Μοῦ ἔγραφε τὶς προάλλες ἡ μάνα: “Τὰ παιδιά μας ἔμαθαν νὰ λένε τὴν Εὐχὴ καὶ στὸ σχολεῖο. Ὅταν γυρίζουν ἀπὸ τὸ σχολεῖο, ἔχω τελειωμένες τὶς δουλειὲς καὶ τὸ φαγητὸ καὶ κάθομαι ξανὰ στὸ προσευχητάρι. Τὰ παιδιὰ μὲ περιέργεια μὲ ρωτοῦν:
-Τί κάνεις ἐκεῖ, μαμά;
-Προσεύχομαι στὸ Χριστούλη, γιὰ νὰ μᾶς φυλάει.
-Μαμά, μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ προσευχόμαστε μαζί σου;
-Βεβαίως, παιδιά μου. Ὁ Χριστούλης σᾶς ἀγαπᾶ καὶ θέλει νὰ μιλᾶτε μαζί Του.
Ἔτσι λοιπὸν, κάναμε συνήθεια καὶ τὸ μεσημέρι προσευχόμαστε ὅλοι μαζὶ δεκαπέντε-εἴκοσι λεπτὰ καὶ ὕστερα τρῶμε. Ὅταν τὸ βράδυ γυρίσει καὶ ὁ πατέρας τους, καθόμαστε ὅλοι μαζί. Ἄλλοτε διαβάζουμε μαζὶ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλοτε τοὺς διηγοῦμαι ἱστορίες.
Κάποτε μᾶς τυχαίνει κανένας ξένος καὶ μᾶς χαλᾶ λίγο τὴ σειρά. Ὡστόσο, οἱ πιὸ πολλοί μᾶς ἔμαθαν καὶ, εἴτε ἔρχονται γιὰ ν’ ἀκούσουν καμιὰ ὠφέλιμη κουβέντα εἴτε πᾶνε σὲ ἄλλους φίλους τους, ποὺ ταιριάζουν στὰ φρονήματα. Κάποιες φορὲς κανονίζουμε καὶ μικρὲς οἰκογενειακὲς ἀγρυπνίες.
Τὴν Κυριακὴ, ὅλοι οἰκογενειακῶς θὰ ἐκκλησιασθοῦμε καὶ θὰ κοινωνήσουμε. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ παιδιά μας προσαρμόσθηκαν καὶ μᾶς ἀκολουθοῦν χωρὶς προβλήματα. Παρόλο ποὺ οἱ φίλοι τους στὸ σχολεῖο δὲ νηστεύουν, ὅμως εὐτυχῶς δὲν παρασύρονται”.
Τελειώνοντας, γράφει αὐτὴ ἡ χαριτωμένη γυναίκα:
“Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κυλᾶ ἡ ζωή μας. Ἂν καὶ ἔχουμε πολλοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ τὸ φθόνο τοῦ ἐχθροῦ, ὅμως αἰσθανόμαστε ὅτι στὸ σπίτι μας βασιλεύει ὁ Χριστὸς καὶ εἴμαστε πολὺ χαρούμενοι καὶ εὐτυχισμένοι”.
Καὶ καταλήγει ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Χαράλαμπος:
“Να, τέκνον, ἕνα παράδειγμα ἀπὸ μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐννοήσεις ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Δίνει τὴ χάρη Του παντοῦ.
Πηγή: agiazoni.gr