Ἡ ἀπώλεια τῆς ντροπῆς (Μπελπολίτι Μάρκο)
25 Φεβρουαρίου 2022
Ἡ ντροπὴ δὲν ὑπάρχει πλέον. Αὐτὸ τὸ συναίσθημα ποὺ μᾶς ὑπαγορεύει νὰ νιώθουμε μία ταραχὴ ἢ ἕνα αἴσθημα ἀναξιοπρέπειας μπροστὰ στὶς συνέπειες μίας φράσης μας ἢ μίας ἐνέργειάς μας, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ σκύβουμε τὸ κεφάλι, νὰ χαμηλώνουμε τὰ μάτια, νὰ ἀποφεύγουμε τὸ βλέμμα τοῦ ἄλλου, νὰ εἴμαστε ταπεινωμένοι καὶ φοβισμένοι, φαίνεται ὅτι ἔχει χαθεῖ. Σήμερα ἡ ντροπή, ἀλλὰ καὶ ἡ δίδυμη ἀδελφή της ἡ σεμνότητα, δὲν ἀποτελεῖ πλέον ἕνα φρένο στὸ θρίαμβο τῆς ἐπιδειξιομανίας, στὴν ἡδονοβλεψία, τόσο μεταξὺ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ὅσο καὶ μεταξὺ τῶν ἡγετικῶν τάξεων. Ἡ ἀπώλεια ἀξίας τῆς ντροπῆς σχετίζεται καὶ μὲ ἕνα ἄλλο μοναδικὸ φαινόμενο: τὴν ἐξιδανίκευση τοῦ κοινότοπου καὶ τοῦ ἀσήμαντου.
Τὸ ἐντυπωσιασμένο βλέμμα τῶν πολλῶν δὲν στρέφεται πλέον πρὸς πρόσωπα ἠθικὰ ἢ διανοητικὰ σπουδαῖα ἀλλὰ σὲ ἀνθρώπους μέτριους, ἀνώνυμους, ἀπολύτως ὅμοιους μὲ τὸν ἄνθρωπο τοῦ δρόμου ἢ μὲ τὴ γυναίκα τῆς διπλανῆς πόρτας. Πρόκειται γιὰ ἕνα φαινόμενο ποὺ παράγεται ἀπὸ τὴν τηλεόραση, ἀπὸ ὁρισμένα προγράμματα μὲ μεγάλη ἀκροαματικότητα, ὅπως ὁ «Μεγάλος Ἀδελφός». Ὁ Γκίντερ Ἀντερς, ὁ γερμανὸς φιλόσοφος ποὺ μετανάστευσε στὴν Ἀμερικὴ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ναζισμοῦ, ἔγραψε ὅτι θὰ μᾶς ὑποκλαπεῖ δόλια «ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ ἱκανότητα νὰ παίρνουμε θέση». Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ αὐτό; Ἐξαιτίας τῆς τηλεοπτικῆς εἰκόνας ἔχουμε μπροστὰ μας ἕναν πολὺ εὐρὺ ὁρίζοντα «σὲ ἄμεση αἰσθητὴ θέα, ἀλλὰ μόνον μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες του». Συναντᾶμε τὴν πραγματικότητα «ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς φαινομενικότητας καὶ τῆς φαντασίωσης», ὄχι τὸν «κόσμο» ἀλλὰ «ἕνα καταναλωτικὸ ἀντικείμενο ποὺ μᾶς τὸ προμηθεύουν κατ’ οἶκον».
Ὁ Ἀντερς ἐξηγεῖ: «Ὅποιος ἔχει καταναλώσει μέσα στὸ καλὰ θερμαινόμενο δωμάτιό του μίαν ἔκρηξη ἀτομικῆς βόμβας μὲ τὴ μορφὴ μίας εἰκόνας ποὺ τοῦ τὴν προσφέρουν κατ’ οἶκον, αὐτὸς ἤδη θὰ συνδέσει ὅλα ὅσα θὰ τύχει νὰ ἀκούσει γιὰ τὴν ἀτομικὴ βόμβα μὲ αὐτὸ τὸ μικροσκοπικῶν διαστάσεων οἰκιακὸ γεγονὸς καὶ ἔτσι θὰ χάσει τὴν ἱκανότητα νὰ κατανοήσει τὸ ἴδιο πράγμα καὶ νὰ πάρει σωστὴ θέση ἀπέναντί του». Σὲ αὐτὸ τὸ χωρίο ὁ Ἀντερς ἑστιάζει σὲ ἕνα πρόβλημα ποὺ μᾶς ἀγγίζει ἄμεσα καὶ ποὺ ἐπηρεάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο διαμορφώνονται καὶ ἐκδηλώνονται τὰ συναισθήματά μας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ ντροπή. Ἡ ἐμπειρία ποὺ ἀποκτᾶμε εἶναι ἐκείνη τῆς ἔγκρισης ποὺ ὑποκαθιστᾶ τὴ συναίνεση, δηλαδὴ τοῦ ἀνεπιφύλακτου ναί, ποὺ ἀποσυνδέεται ἀπὸ κάθε περιεχόμενο. Βρίσκεται σὲ ἐξέλιξη μία ἀσυγκράτητη διαδικασία ὁμογενοποίησης ποὺ βασίζεται στὴ δημοκρατία τῆς κατανάλωσης, τῆς ὁποίας ἡ ἀκροαματικότητα εἶναι τὸ σύστημα ἀξιολόγησης ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπώτερος σκοπός: θέαμα εἶναι ὅλα αὐτὰ ποὺ χειροκροτοῦμε, ὅσο καὶ ἂν εἶναι ἀκόμα ἀληθινὸ ὅτι δὲν εἶναι ὅλα θέαμα στὸν σύγχρονο κόσμο. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἡ ντροπὴ τείνει νὰ χαθεῖ, ὡς ἕνα συναίσθημα ποὺ χαρακτήριζε ἄλλες ἐποχὲς τῆς ἀνθρωπότητας, στὶς ὁποῖες ἡ ἀνάγκη νὰ μᾶς βλέπουν καὶ νὰ βλέπουμε τὰ πάντα, παντοῦ καὶ πάντοτε, δὲν ἦταν τόσο σημαντικὴ ὅσο εἶναι σήμερα.
Σήμερα ἡ δυνατότητα νὰ βλέπουμε καὶ νὰ μᾶς βλέπουν ἀναγορεύεται σὲ ἀπώτερο σκοπὸ τῆς ὕπαρξης τῶν ἀτόμων. Ἡ ντροπὴ ἔχει γίνει ταμπού. Ἢ καλύτερα ἔχει μετατραπεῖ σὲ ντροπὴ νὰ μὴν εἴμαστε ἐπιτυχημένοι, νὰ μὴν μᾶς παρατηροῦν, νὰ μὴν μᾶς προσέχουν… ἡ τρομερὴ ντροπὴ νὰ εἴμαστε ὁ «κανένας», νὰ μὴν εἴμαστε ἀξιοπρόσεκτοι. Ἕνας ψυχολόγος ἔγραψε ὅτι ἡ σύγχρονη ντροπὴ μας ἔγκειται στὸ συναίσθημα τῆς ἀποτυχίας τῆς ἐπίδειξής μας. Ντρεπόμαστε νὰ ντραποῦμε ἐπειδὴ αὐτὸ συγκεντρώνει τὴν προσοχὴ ὅλων στὸ μοναδικὸ πράγμα ποὺ θέλουμε νὰ κρύψουμε: στὴν ἀποτυχία μας. Ὁ Ζᾶν Μποντριγιὰρ μᾶς εἶχε προειδοποιήσει μιλώντας γιὰ τὸ «τέλειο ἔγκλημα», ποὺ διαιωνίζεται ἀπὸ τὸ θρίαμβο τῆς τηλεόρασης: ἂν ὅλα εἶναι ἐκτεθειμένα σὲ θέα, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα πλέον γιὰ νὰ δοῦμε. Ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα φαίνεται νὰ χάνεται μέσα στὴν ὁλικὴ διαφάνεια. Σύμφωνα μὲ τὴν ψυχαναλύτρια Ἄννα Μαρία Παντόλφι, εἶναι πιθανὸ ἡ ἐπιδειξιομανία καὶ ἡ ἡδονοβλεψία, ποὺ κυριαρχοῦν ἀκαταμάχητες, νὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ἔνδειξη μίας διαδεδομένης ἔλλειψης ταυτότητας, δηλαδὴ ἑνὸς εὔθραυστου καὶ φτωχικοῦ ναρκισσισμοῦ, «σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο τὸ νὰ μᾶς βλέπουν καὶ νὰ εἴμαστε γνωστοί, ὅποιο καὶ ἂν εἶναι τὸ τίμημα ποὺ πληρώνουμε γι’ αὐτό, φαίνεται νὰ εἶναι τὸ μοναδικὸ φάρμακο ἀπέναντι στὸν κίνδυνο νὰ νιώθουμε ὅτι δὲν ἔχουμε καμιὰν ἀξία».
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ντροπή, δὲν εἶναι πλέον ἀληθινό, ὅπως ἦταν στὸ παρελθόν, ὅτι αὐτὸ τὸ συναίσθημα ἀποτελεῖ σὲ κάθε περίπτωση μίαν ἀξία. Ἡ ντροπὴ ἦταν αὐτὸ ποὺ διέκρινε τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀπὸ τὰ ζῶα. Ἡ ντροπὴ τῆς σύγχρονης κοινωνίας εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, μία «ἐπιδερμικὴ ντροπὴ» (Ἀγκνες Χέλερ) ἤ, ὅπως λένε οἱ ψυχολόγοι, μία «ἀμοραλιστικὴ ντροπή». Δὲν εἶναι μία ἀληθινὴ ντροπὴ ἀλλὰ μία ἐπιφανειακὴ ντροπή, ποὺ συνδέεται ἀκριβῶς μὲ τὴν ἠθική τῆς ἐπιτυχίας, μὲ τὸν πιὸ βαθὺ κομφορμισμὸ ὁ ὁποῖος, παρὰ τὰ τόσα λόγια ποὺ ξοδεύει γιὰ νὰ ἐξυψώσει τὸ ἄτομο, τὸ τυποποιεῖ ὅλο καὶ περισσότερο. Ὅπως μᾶς ἐξηγοῦν οἱ ψυχολόγοι, ἡ «ἠθικὴ ντροπὴ» προϋποθέτει τὴ στενὴ σύνδεση αἰσθήματος ἐνοχῆς καὶ ντροπῆς. Ἡ ἀμοραλιστικὴ ντροπὴ ἀντίθετα δὲν συνδέεται πλέον μὲ κάποιον κανόνα ἀλλὰ μόνο μὲ μοντέλα κατανάλωσης, μὲ κοινωνικὲς ἐτικέτες, μὲ προσωπικὴ ἐξουσία ἢ μὲ τὴν ἔκβαση τοῦ σεξουαλικοῦ ἀνταγωνισμοῦ γιὰ τὴν κατάκτηση μίας γυναίκας ἢ ἑνὸς ἄνδρα.
[Τὸ κείμενο ποὺ παρατέθηκε εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἰταλοῦ δημοσιογράφου καὶ συγγραφέα Μάρκο Μπελπολίτι «Senza vergogna» (Guanda, 2010)]Πηγή: agiazoni.gr