Κωνσταντῖνος Μικρός, ὁ εὐλαβὴς νεωκόρος
13 Νοεμβρίου 2021
Ὁ Κωνσταντῖνος Μικρὸς γεννήθηκε τὸ 1895 στὸ χωριὸ Ἀθίκια Κορινθίας. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Κατερίνα, ἂν καὶ πάμφτωχοι ξεχώριζαν στὸ χωριὸ γιὰ τὴν καλωσύνη καὶ τὴν φιλοξενία τους. Ἀπέκτησαν τέσσερα παιδιά, τὸν Κώστα καὶ ἄλλα τρία κορίτσια. Στὸ σπίτι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοὺς μάζευαν συχνὰ καὶ τὰ ἀνήψια τούς καὶ πολλὲς φορὲς δύο ὀρφανὲς ἀπὸ πατέρα γειτονοποῦλες, τῶν ὁποίων ἡ μάννα ἔπρεπε νὰ φεύγη δύο μῆνες τὸν χρόνο ἀπὸ τὸ σπίτι, γιὰ νὰ δουλεύη τὰ κτήματα ποῦ εἶχε σὲ ἄλλο χωριό. Τὰ ὀρφανὰ κοριτσάκια δὲν ξέχασαν ποτέ, ὅταν μεγάλωσαν, τὴν ζεστὴ πατρικὴ ἀγκαλιὰ τοῦ κυρ–Γιώργη, τὸ βραδινὸ λιτὸ φαγητὸ πού μοιράζονταν μὲ τὰ παιδιά τοῦ, τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἀγάπη πού ἀκτινοβολοῦσε μέσα σὲ κεῖνο τὸ φτωχόσπιτο. Μάλιστα, τὸ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ὅταν ἔγινε μάννα, ἄφησε ὡς παρακαταθήκη στὰ παιδιά τῆς νὰ μὴν ξεχνᾶνε ποτὲ νὰ προσθέτουν στὸ ψυχοχάρτι τὰ ὀνόματα Γεώργιος καὶ Αἰκατερίνη. Τόση ἀγάπη τοὺς εἶχε!
Σ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο περιβάλλον ἔζησε κι ἀνατράφηκε ὁ Κώστας. Ὅταν ἔφτασε σὲ στρατεύσιμη ἡλικία, τὸν ἔστειλαν στὸ Μικρασιατικὸ μέτωπο, γιὰ νὰ ὑπηρετήση ὡς ἱπποκόμος στὸ πλευρὸ κάποιου ἀξιωματικοῦ. Τὸ 1922, ἔτος τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, μὲ τὴν ἄτακτη ὑποχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ βρέθηκε κάποια στιγμὴ πάνω στὸ μουλάρι μόνος, ἀποκομμένος ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο σύνταγμα. Πολλοὶ ἀξιωματικοὶ –μαζὶ κι αὐτὸς πού ὑπηρετοῦσε ὁ Κώστας– πῆραν τ ἄλογά τους κι ἔτρεξαν νὰ σωθοῦν ἀφήνοντας τὸν στρατὸ πίσω. Κάποια στιγμὴ ὁ Κώστας ἀποκαμωμένος ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες, ἔδεσε τὸ μουλάρι σ’ ἕνα δέντρο καὶ ξαπλώνοντας ἀπὸ κάτω ἀποκοιμήθηκε. Τὸν ξύπνησαν ὅμως ἀπότομα οἱ φωνὲς ἑνὸς ἄγνωστου νεαροῦ στρατιώτη πού σκυμμένος πάνω ἀπὸ τὸ πλευρὸ του τὸν τράνταζε δυνατὰ ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ τοῦ μιλοῦσε, λέγοντάς του ἐπιτακτικά:
Σήκω ἐπάνω, γρήγορα! Ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι! Ἀνέβα στὸ μουλάρι καὶ πήγαινε στὴν Σμύρνη! Μπὲς στὸ πρῶτο πλοῖο πού θὰ βρῆς καὶ γύρνα πίσω, στὸ σπίτι σου!
Καλά… θὰ φύγω σὲ λίγο…, εἶπε ὁ Κώστας νυσταγμένος καὶ γύρισε τὸ πλευρό.
Ἂν μείνης ἐδῶ θὰ σὲ προλάβουν οἱ Τοῦρκοι καὶ θὰ σὲ σκοτώσουν!, τὸν σκούντησε καὶ πάλι ὁ στρατιώτης.
Προχωρᾶτε ἐσεῖς καὶ θὰ σας φτάσω ἐγὼ μὲ τὸ μουλάρι…, ξαναεῖπε ὁ Κώστας ἀποκαμωμένος. Τότε ὁ νεαρὸς στρατιώτης τὸν ἅρπαξε μὲ δύναμη καὶ τὸν σήκωσε ὄρθιο ἐπάνω.
Ἀκοῦς τί σου λέω; Νὰ φύγης τώρα ἀμέσως! Κι ὅταν φτάσης ἀπέναντι, στὸ νησί, τότε θὰ γίνη κι ἡ συνθηκολόγηση. Τράβα μπροστὰ καὶ μὴ φοβᾶσαι!
Καὶ ποιὸς εἶσαι ἐσὺ πού μοῦ τὰ λὲς ὅλα αὐτά;, ρώτησε ἀπορημένος ὁ Κώστας.
Εἶμαι ὁ Ἅγιος Δημήτριος!, ἀπάντησε ὁ νεαρὸς στρατιώτης καὶ ἀμέσως ἐξαφανίστηκε ἀπὸ μπροστά του.
Συγκλονισμένος ὁ Κώστας ἀνέβηκε πάνω στὸ μουλάρι καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Σμύρνη. Μέχρι νὰ ἐπιβιβαστῆ ὅμως στὸ πλοῖο πού θὰ τὸν ἔφερνε στὴν Ἑλλάδα τὰ μάτια του εἶδαν στὸν δρόμο πολλὰ ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα πού εἶχαν διαπράξει οἱ Τοῦρκοι. Κομματιασμένα σώματα Ἑλλήνων ἦταν σπαρμένα σὲ ὅλη τὴν διαδρομή. Ἀνάμεσά τους γυναῖκες καὶ ἀθώα μικρὰ παιδιά. Ἡ εὐαίσθητη ψυχὴ τοῦ Κώστα ταράχτηκε ἀπὸ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο θέαμα. Ὑπέστη νευρικὸ κλονισμό. Ὅταν ἔφτασε πίσω στὴν Ἑλλάδα, δὲν ἦταν πιὰ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Ἔδειχνε βαθιὰ πληγωμένος καὶ γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του ἦταν σοβαρὸς καὶ λιγομίλητος.
Παντρεύτηκε ὡστόσο, ὅπως οἱ περισσότεροι νέοι του χωριοῦ του μὲ τὴν Παναγιώτα Τζώρτζη, ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀγγελόκαστρο Κορινθίας καὶ ἔμεινε στὸ πατρικό του σπίτι ποῦ ἦταν κτισμένο κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καὶ ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Ἔκανε τρία ἀγόρια: τὸν Γιάννη, τὸν Γιῶργο καὶ τὸν Ἀναστάσιο. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀπὸ τὶς φτωχότερες τοῦ χωριοῦ. Γιὰ νὰ χορτάσουν τὴν πείνα τοὺς τὰ παιδιὰ ἔτρωγαν ἀκόμη καὶ βελανίδια (!) ἀπὸ μία μεγάλη βελανιδιὰ ποῦ ἦταν πάνω στὸ βουνὸ δίπλα στὸ ξωκκλήσι τῆς Παναγιᾶς κι ἔκανε κάτι βελανίδια μεγάλα σὰν κάστανα.
Τὸ σπιτάκι τους, μικρὸ κι ἀπέριττο, χτισμένο ὡς τὴν μέση μὲ πέτρες καὶ ἀπὸ πάνω μὲ πλίνθους, δὲν εἶχε οὔτε πάτωμα! Ἡ κυρα–Παναγιώτα ὅμως ἔρριχνε πάνω ἀπὸ τὸ χῶμα: ἄχυρα ἢ ξερὰ χόρτα κι ἀπὸ πάνω ἔστρωνε τὶς κουρελοῦδες της. Ὅλα στὸ νοικοκυριὸ της ἔλαμπαν ἀπὸ τάξη καὶ καθαριότητα!
Ἡ οἰκογένεια ἐξασφάλιζε τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀπὸ τὶς λιγοστὲς ἐλιές της, τὰ κηπευτικὰ ἀπὸ τὸν κῆπο τους καὶ τὰ λιγοστὰ οἰκόσιτα ζωντανὰ πού εἶχε. Ἀπὸ τὰ γύρω πεῦκα τῆς περιοχῆς ὁ Κώστας ἔφτειαχνε καὶ ξυλοκάρβουνα σὲ ἕνα μικρὸ καμίνι ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του, τὰ ὁποία ἔπειτα ἐμπορευόταν. Ταυτόχρονα ὑπηρετοῦσε ὡς νεωκόρος στὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ ἀφιλοκερδῶς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Στὸ ἔργο αὐτὸ συμμετεῖχαν ὅλα τὰ μέλη ἀνεξαιρέτως.
Ὁ Κώστας ἦταν πάντα συνεπέστατος στὰ καθήκοντά του. Τὶς ἡμέρες ποῦ εἶχε θεία Λειτουργία ξυπνοῦσε πρὶν ἀκόμη χαράξη, γιὰ νὰ ἑτοιμάση τὸν ναό. Τὸ ἄναμμα τῶν καντηλιῶν καὶ τῶν κεριῶν τοῦ πολυελαίου ἦταν τότε ὁλόκληρη ἱεροτελεστία. Τὸν βοηθοῦσε σ‘ αὐτὸ κι ὁ γυιὸς του ὁ Γιῶργος, ἀλλὰ καὶ ἄλλα παιδόπουλα πού διακονοῦσαν στὸ ἱερό. Τὸ γενικὸ ὅμως πρόσταγμα τὸ ἔδινε ἐκεῖνος. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ὁ Κώστας ἔστεκε σιωπηλὸς καὶ προσευχόμενος πίσω ἀπὸ τὸ παγκάρι. Ἀπέφευγε νὰ μπαίνη στὸ Ἱερὸ κι ἔστελνε στὴν θέση του τὸν δευτερότοκο γυιὸ του Γιῶργο.
Μὲ τὴν ὑπόδειξη καὶ τὴν βοήθεια ἑνὸς φιλεύσπλαχνου καὶ προοδευτικοῦ συγχωριανοῦ του ἔμαθε νὰ φτειάχνη καὶ νέα κεριὰ ἀπὸ τὰ ἀποκέρια, ἐξοικονομώντας ἔτσι κάτι γιὰ τὴν οἰκογένεια.
Μετὰ τὸ μεσημέρι, ἀφοῦ ὁλοκλήρωνε τὰ καθήκοντά του στὸν ναό, κινοῦσε μὲ τὸ γαϊδουράκι τοῦ ν’ ἀνάψη τὰ καντήλια σὲ ὅλα τὰ γύρω ξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ. Τὰ κοντινὰ τὰ ἀναλάμβανε ἡ γυναίκα του, ἡ κυρα–Παναγιώτα, στὰ μακρινὰ πήγαινε ὁ ἴδιος. Ἕνας εὔπορος συγχωριανός του, ὁ μπαρμπα–Μῆτσος, πού γνώριζε τὴν δυστυχία του, συμφώνησε νὰ τοῦ δίνη 50 δραχμὲς τὸν μήνα, γιὰ νὰ ἀνάβη καθημερινὰ τὰ καντηλάκια στὸ ἀπὸ αἰῶνες χτισμένο ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πάνω στὸ βουνό, 7 χιλιόμετρα ἀπόσταση ἀπὸ τὰ Ἀθίκια. Ἤθελε νὰ ἐκπληρώση μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο κι ἕνα τάμα πού εἶχε κάνει στὸν Ἅγιο, ὅταν ἀρρώστησε ἀπὸ φυματίωση. Ἔτσι, ὁ Κώστας χειμώνα – καλοκαίρι διήνυε μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες κι αὐτὴ τὴν δύσκολη ἀνηφορικὴ διαδρομή, ὥστε ὁ Ἅγιος νὰ μὴν μένη ποτὲ σβηστός. Ὅταν κάποιες φορὲς δὲν προλάβαινε ν ἀνέβη στὸ βουνό, ἔστελνε στὴν θέση του τὸν μικρό του γυιό, τὸν Τάσο.
Κάποια φορά πού εἶχε ρίξει πολὺ χιόνι, δὲν μπόρεσε νὰ ἀνέβη στὸ ἐξωκκλήσι κι ἔτσι τὰ καντήλια ἔμειναν σβηστά. Πρὶν ξαπλώση ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὸν Ἅγιο κι ἔπεσε γιὰ ὕπνο. Ὁ ἴδιος διηγήθηκε στὰ ἐγγόνια πού ζοῦσαν μαζί του, πῶς εἶδε τότε σὲ ὅραμα τὸν ἅγιο Δημήτριο, ὁ ὁποῖος τὸν ξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε:
Κώστα, σήμερα μὲ ξέχασες, δὲν ἦρθες νὰ μὲ ἀνάψης.
Ἅγιέ μου Δημήτρη, δὲν σὲ ξέχασα ἀλλὰ τὸ χιόνι ἦταν πολὺ καὶ ἡ ὁμίχλη δὲν μὲ ἄφηνε νὰ δῶ τὸ μονοπάτι.
Σήκω, φόρεσε τὴν κάπα σου καὶ θὰ σὲ πάω ἐγὼ μὲ τὸ ἄλογό μου νὰ ἀνάψης τὰ καντήλια μου.
Ὅπως κι ἔγινε. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔζησε ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Τὸ πρωΐ πού ξημέρωσε καὶ ὁ ἴδιος καὶ ἡ οἰκογένειά του εἶδαν πώς ἡ κρεμασμένη κάπα του ἦταν γεμάτη χιόνι. Πράγμα πού ἐπιβεβαίωνε πώς ὅσα ἔζησε ἦταν ἀληθινὰ γεγονότα καὶ ὄχι ἁπλὰ ἕνα ὄνειρο!
Οἱ παλαιοὶ διηγοῦνται πώς κάποτε ὁ Κώστας κατέβηκε στὴν Κόρινθο καὶ ἐπισκέφτηκε τὸν τότε Δεσπότη κ. Προκόπιο, γιὰ νὰ διαμαρτυρηθῆ ἔντονα γιὰ τὰ «ἐγκλήματα» πού διέπραττε ὁ παπὰς τοῦ χωριοῦ μέσα στὸ Ἱερό.
«Δεσπότη μου», εἶπε στὸν Ἱεράρχη, «τὸν παπὰ νὰ τὸν πάρετε ἀπὸ τὸ χωριό! Ἔχει τρελλαθῆ! Κάθε Κυριακὴ πιάνει ἕνα μικρὸ παιδάκι καὶ τὸ σφάζει μὲ τὴν λόγχη! Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου! Ρίχνει πρῶτα τὸ αἷμα τού μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο κι ἀπὸ πάνω ἔνα–ενα τὰ κομματάκια ἀπὸ τὸ σῶμα του! Τί σόϊ ἄνθρωπος εἶναι αὐτός;».
Ὁ ἔμπειρος Ἱεράρχης κατάλαβε πολὺ καλὰ πώς ὁ ταπεινὸς κι ὀλιγογράμματος νεωκόρος εἶχε ἀξιωθῆ νὰ γίνη ἐπανειλημμένως μάρτυρας μίας θαυμαστῆς θεοπτίας. Γιὰ νὰ τὸν προστατέψη ὅμως ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἔπαρσης τὸν ἀντιμετώπισε σχεδὸν μὲ σκληρότητα καὶ τὸν ἀπέπεμψε μὲ φωνές: «Φύγε ἀμέσως ἀπὸ δῶ καὶ πήγαινε στὴν ρημαΐλα (=ρημαδιό) σου! Δὲν θὰ σαι στὰ καλά σου! Ὄνειρα βλέπεις! Πού ἦρθες ἐσὺ ἐδῶ νὰ μοῦ κατηγορήσης τὸν παπά!».
Ἀργότερα, ὡστόσο, σὲ σύναξη ἱερέων ὁ Σεβασμιώτατος κ. Προκόπιος διηγήθηκε τὸ περιστατικὸ γιὰ νὰ νουθετήση καὶ νὰ προβληματίση τοὺς λευΐτες του, λέγοντας: «Αὐτὰ πού ἐμεῖς τελοῦμε καὶ δὲν τὰ βλέπουμε, τὰ εἶδε ἕνας κοσμικός! Βίωσε ὁλοζώντανη τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ μας!».
Τῶν θαυμαστῶν αὐτῶν ἀποκαλύψεων ἀξιώθηκε ὁ Κώστας γιὰ τὴν μεγάλη του ταπείνωση, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του. Οἱ συγχωριανοὶ τού μαρτυροῦν πώς τὸ πρόσωπό του ἦταν πάντα ἤρεμο καὶ ἐξέπεμπε μία φωτεινότητα. Ποτὲ κανεὶς δὲν τὸν ἄκουσε νὰ παραπονιέται ἢ νὰ γογγύζη γιὰ τὴν φτώχειά του ἢ γιὰ τὰ ἄλλα τοῦ προβλήματα. Ὅλη του ἡ βιοτὴ ἦταν μία δοξολογία πρὸς τὸν Θεό.
Οὔτε νὰ μαλώνη μὲ κανέναν τὸν εἶχαν δὴ ποτέ. Συνήθως, ὅ,τι τοῦ ἔλεγαν, τὸ‘κανε. Εἶχε μία ἀξιοθαύμαστη ὑπακοή. Ἀκόμη καὶ σὲ συγχωριανό του πού εἶχε σχεδὸν τὰ μισά του χρόνια καὶ τὸν ἔστελνε μὲ κάποια αὐθάδεια γιὰ κάποιο θέλημα, ὁ Κώστας κατέβαζε τὸ κεφάλι καὶ πήγαινε πρόθυμος νὰ τὸ ἐκτελέση. Τὶς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας ἦταν σιωπηλὸς καί, ἂν τοῦ ζητοῦσαν τὴν γνώμη του γιὰ κάτι, ἔλεγε συμβουλευτικὰ λίγα λόγια πνευματικὰ μὲ στόχο νὰ ὠφελήση τὸν ἄλλο. Ποτὲ δὲν ἔκανε ἄσκοπες συζητήσεις. Στὸν ἐλεύθερο χρόνο του πάντα μελετοῦσε γιὰ ὧρες τὸ Προσευχητάριο, τὸ Ψαλτήρι καὶ τὴν Ἁγία Γραφή.
Μία ἑβδομάδα πρὶν πεθάνη, ἡ σύζυγός του Παναγιώτα εἶδε σὲ ὅραμα τὸν ἅγιο Δημήτριο, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε πῶς σὲ λίγες ἡμέρες ὁ Κώστας θὰ ἔρθη μαζί μου, ὅπως καὶ ἔγινε.
Ὁ Κώστας προαισθανόμενος τὸ τέλος του ζήτησε ἀπὸ τὸν γυιὸ του Ἰωάννη, μὲ τὸν ὁποῖο διέμενε στὸ ἴδιο σπίτι, νὰ τοῦ φέρη τὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ γιὰ νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ νὰ κοινωνήση. Μία ἡμέρα πρὶν φύγη γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, ἐπειδὴ εἶχε προαισθανθῆ τὸν θάνατό του, ζήτησε ἀπὸ τὰ παιδιά του, τὴν ἑπομένη νὰ μείνουν στὸ σπίτι καὶ νὰ μὴν πᾶνε σὲ προγραμματισμένη δουλειά τους. Τὰ παιδιὰ του σεβάστηκαν τὴν ἐπιθυμία του, ἔμειναν μαζί του καὶ ἔτσι ἦταν παρόντες τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.
Κοιμήθηκε τὴν 12η Νοεμβρίου 1980 σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν εἰρηνικά, ὅπως καὶ ἔζησε.
Ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ πατὴρ Σπυρίδων Κόρρος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας τὸν ἐγκωμίασε γιὰ τὸν ταπεινὸ καὶ ἐνάρετο βίο του καὶ ὁμολόγησε πώς ὅλα τὰ χρόνια της διακονίας του στὸν Ναὸ τῶν Ἀθικίων δὲν ξαναεῖδε τόσο ὄμορφο καὶ φωτεινὸ πρόσωπο νεκροῦ.
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.
Πηγή: agiazoni.gr