Αὐτοκτονία, τὸ ἀσυγχώρητο Ἁμάρτημα (Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)
30 Αυγούστου 2021
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956), ὁ μεγάλος αὐτὸς Σέρβος Ἐπίσκοπός της Ἀχρίδος, ἔστειλε κάποτε δύο ἐπιστολὲς σὲ συνανθρώπους μας ποὺ βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μὲ τὸ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα τῆς αὐτοκτονίας.
Σὲ αὐτὲς ὁ Ἅγιος, περιγράφει μὲ Ἁγιοπνευματικὴ Χάρη καὶ ἐξαιρετικὴ σαφήνεια, τὸ βάρος, τὸ μέγεθος καὶ τὶς ἐπιπτώσεις τῆς Ὀλέθριας (γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου) αὐτῆς πράξης, ἐπιπτώσεις οἱ ὁποῖες εἶναι μὴ ἀντιμετωπίσιμες γιὰ ἐκεῖνον ποὺ αὐτοκτονεῖ (ἔχοντας σώας τὰς φρένας), ἀφοῦ ὁδηγεῖται ἀμετανόητος στὰ νύχια τοῦ διαβόλου, στὴν αἰώνια Κόλαση.
Ἐπιστολὴ πρώτη:
Στὴ μοναχικὴ καὶ ἄρρωστη γυναίκα γιὰ τὴν αὐτοκτονία
Ξέρω ὅτι εἶναι δύσκολο. Πρὶν μερικὰ χρόνια πέθανε o ἄνδρας σου. Στενοχωριόσουν· τὸ ξεπέρασες.
Πάντρεψες τὸν μοναχογιό σου· ἡ χαρὰ ἐπέστρεψε. Ἔπειτα σὲ χαροποιοῦσε πάρα πολὺ τὸ ἐγγόνι. Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ ἀγαποῦσες ἐσύ, ἀγαποῦσε καὶ ὁ Θεὸς καὶ τὸ πῆρε. Μόλις τὸ ἐγγόνι σου πέταξε στὸν ἀόρατο κόσμο, ἀρρώστησε καὶ ἡ νύφη σου. Τὴ στέγνωσε ἡ στενοχώρια καὶ ἡ λύπη κι ἐκείνη ἀκολούθησε τὸν γιό της. Τελικὰ πίσω τους ἔφυγε κι ὁ μοναχογιός σου. Κι ἐσὺ ἔμεινες μόνη κι ἔρημη.
Προσπάθησες μία φορὰ νὰ δηλητηριαστεῖς. Ἔμεινες ζωντανή. Ἑτοίμασες ἔπειτα τὸ σχοινὶ γιὰ νὰ κρεμαστεῖς. Ὅμως σὲ ξαφνίασε ἡ κοπέλα ἀπὸ τὴ γειτονιά. Βλέποντας σὲ κάτω ἀπὸ τὸ ἑτοιμασμένο σχοινὶ ἐκείνη σου εἶπε, πὼς ἄκουσε ἀπὸ τοὺς γέρους, ὄτι η αὐτοκτονία εἶναι ἁμαρτία χωρὶς συγχώρεση καὶ στοὺς δύο κόσμους.
Καλά σοῦ εἶπε. Τούτη ἡ κοπέλα σοῦ ἔσωσε τὴν ψυχή. Ὄντως, ἐκείνη εἶναι ἡ μέγιστη εὐεργέτριά σου στὸν κόσμο. Μόνο χάρη σ’ ἐκείνη μπορεῖς νὰ ἐλπίζεις νὰ ἰδωθεῖς στὸν ἄλλο κόσμο μὲ τὸν γιό, τὴ νύφη, τὸ ἐγγόνι καὶ τὸν ἄνδρα σου.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀντιστάθηκε ἀποφασιστικὰ ἐνάντια στὴν αὐτοκτονία, ὡς ὑπέρβαρο ἁμάρτημα. Ὁ δυτικὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Αὐγουστίνος, εἶπε: «Ὅποιος αὐτοκτονήσει, τοῦτος σκότωσε ἕναν ἄνθρωπο». Ὁ αὐτόχειρας μ’αὐτό, λοιπόν, τοποθετεῖται ἴσα μὲ τὸν δολοφόνο.
Ἀλλὰ στὴ δική μας ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ἡ αὐτοκτονία κρίνεται ἀκόμα πιὸ αὐστηρά. Κατὰ τὸν δέκατο τέταρτο κανόνα τοῦ πατριάρχη Τιμοθέου, ὁ αὐτόχειρας στερεῖται τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνταφιασμοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅρισε αὐστηρὴ τιμωρία ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν προσπάθεια αὐτοκτονίας.
Σ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος προσπαθήσει νὰ αὐτοκτονήσει, ἡ Ἐκκλησία ἐπιβάλλει κανόνα (νὰ μὴν Κοινωνήσει) δώδεκα χρόνια.
Ξέρω πὼς ἐσὺ θὰ σκεφθεῖς ὅτι αὐτὸ εἶναι ὑπερβολικὰ αὐστηρό. Ὅμως αὐτὴ ἡ αὐστηρότητα κατάγεται ἀπὸ τὸ ἔλεος. Σοὺ λέω τὴν ἀλήθεια: ἡ Ἐκκλησία εἶναι τόσο αὐστηρὴ στὸ θέμα τῆς αὐτοκτονίας ἀπὸ καθαρὸ ἔλεος ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους. Ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἔχει στὸ πνευματικό της θησαυροφυλάκιο τὴν προορατικὴ ἐμπειρία, ὅτι οἱ αὐτόχειρες δὲν μπαίνουν στὸ βασίλειο τῆς ἀθάνατης ζωῆς καὶ τοῦ αἰώνιου ἐλέους.
Καὶ μὲ τὴν αὐστηρότητά της ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ προλάβει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν αἰώνια καταστροφή. Στὴν Ἁγία Γραφή, μόνο δύο ἄνθρωποι ἀναφέρονται ποὺ πῆραν τὴ ζωή τους ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Ἀχιτόφελ, ὁ προδότης τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ, καὶ ὁ δεύτερος εἶναι ὁ Ἰούδας, ὁ προδότης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἂς εἶναι μακριὰ ἀπὸ σένα καὶ μόνο ἡ σκέψη νὰ βρεθεῖς σ’ αὐτὴν τὴν παρέα, σ’ ἐκείνη τὴν πλευρὰ τοῦ τάφου.
«Ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (ὅποιος ἀντέξει ὡς τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθεῖ, κατὰ Ματθαῖον 10, 22), εἶπε ὁ Κύριος. Εἶναι πολυάριθμες καὶ διαφορετικὲς δυσκολίες ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὁ σκοπὸς ὅλων αὐτῶν εἶναι ὁ ἑξῆς: μὲ τὴν πίκρα νὰ θεραπεύσει τὶς ἀνθρώπινες ψυχὲς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ τὶς προετοιμάσει ἔτσι γιὰ τὴν αἰώνια σωτηρία. Ὅσο καὶ νὰ εἶναι καμιὰ φορᾶ δύσκολο γιὰ σένα, θυμήσου δύο πράγματα, πρῶτο ὅτι ὁ ἴδιος ὁ οὐράνιος Πατέρας σου ὁρίζει τὸ μέτρο τῶν παθῶν, καὶ τὸ δεύτερο ὅτι Αὐτὸς γνωρίζει τὴ δύναμή σου. Ἐὰν ποτέ σοῦ ἔρθει ἡ σκέψη γιὰ αὐτοκτονία, διῶξε τὴν σὰν ψιθύρισμα τοῦ σατανᾶ.
Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ δυναμώσει.
Ἐπιστολὴ δεύτερη:
Στὸν καφετζὴ Σ.Μ., ποῦ ἔπρεπε νὰ ἐπιλέξει ἀνάμεσα στὴν αὐτοκτονία καὶ τὴν ἐπαιτεία
“…Μοῦ γράφεις ὅτι ὅλη σου ἡ περιουσία πωλήθηκε σὲ τρίτους. Ὅταν βρέθηκες στὸν δρόμο χωρὶς τίποτα καὶ κανέναν, κατευθύνθηκες πρὸς τὸ νεκροταφεῖο ἀποφασισμένος νὰ αὐτοκτονήσεις. Δὲν εἶχες ἀμφιβολία οὔτε δεύτερη σκέψη ἐπ’ αὐτοῦ….
Ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία ξάπλωσες πάνω στὸν τάφο τῶν γονιῶν σου καὶ ἀποκοιμήθηκες. Στὸν ὕπνο σου ἐμφανίστηκε ἡ μητέρα σου ποὺ σὲ ἀπείλησε, λέγοντάς σου ὄτι στο Βασίλειο τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐπαιτοῦσαν στὴ γῆ, ἀλλὰ οὔτε ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀφαίρεσαν μόνοι τους τὴ ζωή τους.
Αὐτὸ τὸ ὄνειρο σ’ ἔσωσε ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία.
Ὄντως ἡ ἀγαπημένη σου μητέρα σὲ ἔσωσε κατὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἄρχισες νὰ ἐπαιτεῖς καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαιτεία νὰ ζεῖς. Καὶ ρωτᾶς ἂν μ’ αὐτὸ καταπατᾶς τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ;
Θάρρος ἄνθρωπε!
Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολή: οὐ κλέψεις! Ἀλλὰ δὲν ἔδωσε ἐντολή: μὴν ἐπαιτεῖς!
Ἡ ἐπαιτεία χωρὶς πραγματικὴ ἀνάγκη εἶναι κλοπή, ἀλλὰ στὴ δική σου περίπτωση δὲν εἶναι κλοπή.
Ὁ ατρατηγὸς καὶ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός, στὰ γεράματα ἔμεινε χωρὶς περιουσία, χωρὶς φίλους καὶ τυφλός. Καθόταν τυφλὸς ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ θρόνου καὶ ἐπαιτοῦσε γιὰ λίγο ψωμί. Σὰν χριστιανὸς δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτό του οὔτε καν νὰ σκεφτεῖ τὴν αὐτοκτονία.
Γιατί ὅπως ἡ ζωὴ εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὸν θάνατο, ἔτσι καὶ εἶναι καλύτερα ζητιάνος παρὰ αὐτόχειρας.
Λὲς πὼς σὲ κυριεύει ντροπὴ καὶ πὼς ἡ θλίψη σου εἶναι βαθειά. Στέκεις τὰ βράδια ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο ποὺ κάποτε ἦταν δικό σου καὶ ζητᾶς ἐλεημοσύνη ἀπὸ ὅσους μπαίνουν καὶ βγαίνουν. Θυμᾶσαι πὼς πρὶν λίγο καιρὸ ἤσουν τὸ ἀφεντικὸ τοῦ καφενείου καὶ πὼς τώρα δὲν τολμᾶς νὰ μπεῖς οὔτε σὰν πελάτης. Καὶ κοκκινίζουν τὰ μάτια σου ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ τὸν ὀδυρμό.
Ὢ καλέ μου ἄνθρωπε παρηγορήσου!
Οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μακριά σου. Γιατί κλαῖς γιὰ τὸ καφενεῖο; Δὲν ἔχεις ἀκούσει γιὰ ἕνα καφενεῖο στὴν ἄκρη τοῦ Βελιγραδίου ποῦ λέγεται «ὅποιου δὲν ἦταν, ὅποιου δὲν θὰ εἶναι»; Πράγματι ἦταν μεγάλος φιλόσοφος αὐτὸς ποὺ ἔγραψε αὐτὲς τὶς λέξεις. Ἀφοῦ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ καφενεῖα, ὅλα τὰ σπίτια, ὅλους τους πύργους καὶ ὅλα τὰ παλάτια τοῦ κόσμου.
Τί ἔχασες; Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν δικό σου ὅταν γεννήθηκες καὶ δὲν εἶναι οὔτε τώρα δικό σου.
Ἤσουν τὸ ἀφεντικό, τώρα εἶσαι φτωχός. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπώλεια.
Ἀπώλεια εἶναι ὅταν κάποιος ἄνθρωπος γίνεται κτῆνος.
Ἀλλὰ ἐσὺ ἤσουν ἄνθρωπος καὶ παρέμεινες ἄνθρωπος.
Ὑπέγραψες κάποιες συναλλαγματικὲς σὲ κάποιους ἐπιφανεῖς πελάτες σου καὶ γι’ αὐτὸ τὸ καφενεῖο σου ἔγινε καφενεῖο κάποιου ξένου. Τώρα βλέπεις ἀπὸ τὸ παράθυρο πὼς ὅλοι ἐκεῖνοι γελοῦν στὸ καφενεῖο ὅπως καὶ πρίν, ἐνῶ ἐσὺ περιφέρεσαι στοὺς δρόμους μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ σκεπάζεις τὴ ντροπή.
Μὴν φοβᾶσαι, ὁ Θεὸς ἔχει δικαιοσύνη. Ὅλοι αὐτοὶ θὰ ἀπολογηθοῦν γιὰ τὰ ἀδικήματά τους.
Ὅταν ὅμως αὐτοὶ ἀποπειραθοῦν νὰ αὐτοκτονήσουν, ποιὸς ξέρει ἂν ὁ δίκαιος Θεὸς θὰ ἐπιτρέψει στὴν μητέρα τους νὰ τοὺς παρουσιαστεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν κόσμο καὶ νὰ τοὺς ἀποτρέψει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔγκλημα;
Μὴν βλέπεις οὔτε στιγμὴ τὴν ἐπιτυχία τους. Ἀφοῦ δὲν γνωρίζεις τὸ τέλος τους.
Ἕνας ἀρχαῖος ἕλληνας σοφὸς εἶπε κάποτε: «μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε», δηλαδὴ ποτὲ μὴν ἀποκαλεῖς κάποιον εὐτυχισμένο πρὶν δεῖς τὸ τέλος του!
Εἶναι δύσκολο νὰ εἶσαι ἐπαίτης; Ἀλλὰ μήπως δὲν εἴμαστε ὅλοι ἐπαῖτες; Μήπως δὲν ἑξαρτώμεθα ὅλοι, κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα, ἀπὸ τὸ ἔλεος Ἐκείνου πού μᾶς δίνει ζωὴ νὰ ζοῦμε;
Ἐσὺ καὶ τώρα ἔχεις σημαντικὴ ἀποστολὴ στὸν κόσμο: στρέφεις τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων στὸ νὰ θυμοῦνται τὸν Θεὸ καὶ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ εἶναι ἐλεήμονες.
Ἀναγκασμένος λοιπὸν νὰ ζεῖς στὴ σιωπή, ἐμβάθυνε στὴν ψυχή σου καὶ συζήτα μέσω τῆς προσευχῆς μὲ τὸν Θεό.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἐπαίτη εἶναι πιὸ ἡρωικὴ ἀπὸ αὐτὴν τοῦ ἀφεντικοῦ. «Ὅτι ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυσὸς καὶ ἄνθρωποι δεκτοὶ ἐν καμίνω ταπεινώσεως» (Σρ. 2,5). Ἀλλὰ ἐσὺ ἤδη ἔδειξες ἡρωισμὸ μὲ τὸ νὰ νικήσεις τὴ μαύρη σκέψη τῆς αὐτοκτονίας. Αὐτὸ εἶναι νίκη πάνω στὸ πνεῦμα τῆς ἀπογοήτευσης.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ νίκη ὅλες οἱ ἄλλες γιὰ σένα θὰ εἶναι εὔκολες. Ὁ Κύριος ἂς εἶναι δίπλα σου.
Εἰρήνη καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο.
Πηγή: agiazoni.gr