Το τραούδιν της Παναΐας: Κυπριακό δημοτικόν άσμα
30 Ιουλίου 2021
Το θρησκευτικό αυτό τραγούδι, και ας σκοντάφτει σε μερικούς στίχους, είναι από τα καλύτερα δημοτικά τραγούδια της Κύπρου. Η τεχνική του είναι πολύ ωραία. Οι επαναλήψεις κι’ οι εικόνες η μία μετά την άλλη δυνατότερες, όπως στους στίχους 3, 9-10, 39, 40, το αισθητοποιούν, του δίνουν πλούτο κι΄ομορφιά.
Το τραγούδι μοιάζει πως του λείπει το τέλος. Αν προσέξει όμως κανείς, δεν συμβαίνει αυτό. Το τραγούδι τελειώνει με τα αρνητικά λόγια του Χριστού και τα λόγια της Παναγίας έρχονται σαν αντίρρηση, χωρίς, όμως να προκαλούν καμιά μεταμέλεια στην απόφαση του Χριστού. Φαίνεται ακόμα πως το τραγούδι δεν μας δείχνει τις τύχες του ήρωα (Πκιερή). Ο λαός όμως, όπως δείχνει και ο τίτλος του τραγουδιού, δεν θέλει να μας τραγουδήσει τον Πκιερή, θέλει να τραγουδήσει την Παναγία και την σπλαχνική στοργή της που δείχνει για τους ανθρώπους. Έχει την γυναικεία συμπόνια, τον γυναικείο πόνο, σαν γυναίκα. Ενώ ο Χριστός, σαν αυστηρός Παντοκράτορας, που ό,τι αποφασίζει να γίνει, δεν ξεγίνεται, παρουσιάζεται αμετάπειστος.
Το τραγούδι αυτό είναι κατά υπαγόρευση του Χατζή Πέτρου Κωνσταντή, γέρου αγράμματου, από το χωριό Μακράσυκα, Αμμοχώστου, που σήμερα είναι κατεχόμενο. Το κείμενο είναι από το βιβλίο «Λαογραφικά Κύπρου», του Κυριάκου Χατζηιωάννου.
Έναν πουλλίν εξέβηκεν τζι΄απού το περιγιάλιν,
εβάσταν στα φτερούδκια του χαρτίν τζιαι καλαμάριν.
Το καλαμάριν έγραφεν τζιαι το χαρτίν ελέλεν,
πως νάρτ΄ο Χάρος ο πικρός τον κόσμον να γυρίσει
τζι’ όπου τους ομορφούλλικους να τους κοκκολοΐσει
τζι΄όπου τους ανοστόπλαστους να πα τζιαι να τους φήσει.
– Ώρα καλή σου τζι’ ά Πκιερή τζι’ όμορφον παλληκάριν,
κρίμας το τζείνον το κορμίν τζι’ εν να το φάει ο Άδης!
– Άτε να πας που δαχαμαί μεν είσαι μεθυσμένος,
άτε να πας που δαχαμαί μεν είσαι πελλαμένος.
– Μα όϊ, ά Πκιερή, τζι’ ό,τι σου πω να ποίσεις.
Να πάεις νά’ βρης τον παπάν να σε ξημολοήσει
τζιαι να σου κάμει έλεος τζιαι να σε τζοινωνήσει.
Σσιεττά τον βουν τον μέλισσον να κόψει το προστάθιν
τζιαι τζαχαμαί εφάνην του τζείνου πως εποστάθην.
Φάνην του πως επείνασεν, πκιάννει ψουμίν να φάει·
απού τα ψες από ‘φαέν κόμα ‘τουν χορτασμένος!…
τζι’ απού τον Χάρον τον πικρόν ευρέθηκεν ντζισμένος!
Εστάθηκεν τζι επόζεξεν το γέρημο ζευκάριν
τζιαι πκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τον εις τα ευκενικά του
που τον θωρεί η Κάλη του, ελούθην του κλαμάτου!
– Καλώς ήρτες, Πκιερούιν μου τζι΄ανθρωποπεριστέριν,
πρώτα ‘ρκεσουν λιοβουττήματα, τωρά ‘ρτες μεσομέριν;…
Πκιερή μου, τζι’ αν ενύσταξες τζι’ η κλίνη σ΄εν στρωμένη.
Πκιερή μου, τζι’ αν επείνασες έχω μαειρεμένα.
– Απού τα ψες από ΄φαά κόμα ΄μαι χορτασμένος
τζι΄από τον Χάρον τον πικρόν ευρέθηκα ντζισμένος.
– Τζιαι μη κακό σου ά Πκιερή, να τζεφαλοπονήσεις,
την τζεφαλή σου την χρυσήν μαντήλιν να την δήσεις!
– Μα όϊ, όϊ, Λυερή, ό,τι σου πω να ποίσεις.
Να πάεις νά’ βρεις τον παπάν να με ξημολοήσει·
τζιαι να μου κάμει έλεος τζιαι να με τζοινωνήσει.
Σηκώννεται τζι΄η Λυερή τζιαι πα στην Παναΐαν
– Ά Παναΐα Δέσποινα, απού’ σαι στο θρονί σου,
καμμιά δουλειά εν γίνεται με δίχα την βουλή σου.
Τζιαι κάμε νεκρανάστασην όσον πεντ΄έξη μέρες,
να φέρω τζι’ εις την χάρην σου πολλήν τζερίν τζιαι λάϊν·
τζιαι με τ’ αμάξια το τζερίν τζιαι με τ΄ασσιά το λάϊν
τζιαι με τα βορτονόμουλα να φέρω το λουβάριν.
Σηκώννεται τζι’ η Δέσποινα τζι’ εις τον Υγιόν της πάει.
Που την θωρεί ο Γιούλλης της χαρές, χαρές που κάμνει!
– Καλώς ήρτεν η Μάνα μου με τα καλά χαπάρκα,
καλώς ήρτεν η Μάνα μου πολλά καλά ‘σει ο κόσμος.
– Καλώς ήρτεν η Μάνα σου με τα κακά χαπάρκα,
καλώς ήρτεν η Μάνα σου πολλά κακά ‘σει ο κόσμος.
– Φέρτε μου το σκουτάριν μου δκυό σκουταρκές να δώσω,
τον κόσμον το ψεματηνόν τωρά να τον σηκώσω.
– Όϊ, Όϊ, Γιούλλη μου, καλώς ήρτεν η Μάνα σου με τα καλά χαπάρκα,
καλώς ήρτεν η Μάνα σου πολλά καλά ‘σει ο κόσμος.
Τζιαι κάμε νεκρανάστασην όσον πεντ’ έξη μέρες,
να φέρουν τζι’ εις την χάρην μας πολλήν τζερίν τζιαι λάϊν
τζιαι με τ’ αμάξια το τζερίν τζιαι με τ’ ασσιά το λάϊν
τζιαι με τα βορτονόμουλα να φέρουν το λουβάριν.
– Ο Χάροντας να κρώννετουν, Μάνα μου, για λουβάριν,
είσσιεν αρκόντους περισσούς τζι΄εν είσιεν να τους πάρει.
Κάθε γιορτήν τζιαι Τζερκατζήν σαρίζουν τζιαι ραντίζουν
τζιαι τζείν’ τα ποφουρκάλϊα εσέν τζι΄εμέν τα γύρνουν.
– Παρασσιευκήν τζιαι Σάββατον λαμπάδες εν που φκειάζουν
την Τζερκατζήν που το πωρνόν εσέν τζι’ εμέν δοξάζουν.