Θεολογία και Ζωή

Ὁμιλία πρὸ τῆς χειροτονίας (Anthony Bloom Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

1 Απριλίου 2021

Ὁμιλία πρὸ τῆς χειροτονίας (Anthony Bloom Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτη Ἀντωνίου ποὺ δόθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀκολουθίας τῆς προηγούμενης τῆς χειροτονίας του σὲ ἐπίσκοπο. (Ἡ χειροτονία ἔγινε στὶς 30 Νοεμβρίου 1957).

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!

Ἐπίσκοποι, πατέρες καὶ ἀδελφοί!

Εἶχα κλονιστεῖ βαθύτατα ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη καὶ τῆς Ἁγίας Συνόδου νὰ μὲ διορίσουν ἐπίσκοπο τοῦ Σεργκέγιεβο. Τώρα ὅμως ἡ πάλη στὸ μυαλό μου ἔχει πάψει καὶ στέκομαι μπροστὰ σας ἔχοντας συγκεντρώσει τὶς σκέψεις μου καὶ ἐρευνήσει τὴ συνείδησή μου ἀπέναντι στὸ Θεό, ἕτοιμος νὰ σᾶς μεταδώσω μὲ εἰλικρίνεια ὅλες τὶς σκέψεις πού μοῦ γεμίζουν τὸ μυαλό.

Ἂν ὑπάκουα στὶς πρῶτες ὑποκινήσεις τῆς καρδιᾶς μου θὰ ζητοῦσα ἔλεος γιατί ὁλόκληρο τὸ εἶναι μου στρέφεται μὲ πόθο πρὸς τὴ σιωπὴ τῆς προσευχῆς καὶ τὴν ἀνωνυμότητα τῆς μοναστικῆς ὑπηρεσίας· καὶ ἔγινα ἕρμαιο τοῦ φόβου καὶ τῆς μιζέριας ὅταν, μὲ τὴ φωνὴ τῆς ἐκκλησίας, ὁ Χριστὸς μὲ πρόσταξε νὰ στρατευτῶ μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρες τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιατί δὲν ὑπάρχει κάλεσμα πιὸ φοβερὸ καὶ πιὸ ὑπεύθυνο (Ἰω 20.21, Ματθ.10.16).

Ὅταν, πρὶν δεκατέσσερα χρόνια, ἐνῶ ἐξασκοῦσα ἀκόμα τὴν ἰατρική, ἔκανα τὴ μυστικὴ μοναχική μου συνθήκη ἀπέβλεπα σὲ κάτι τὸ ἡρωικό: προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνίες, δυσκολίες. Ἡ ἀγάπη δὲ μοῦ φαινόταν ἕνα δύσκολο κατόρθωμα ἀλλὰ ἁπλῶς μία χαρὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς. Τώρα ἔχω πιὰ μάθει πὼς δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀλύγιστος νόμος ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τῆς εὔσπλαχνης, μαρτυρικῆς ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδας, τῆς ἀγάπης τοῦ ἐλεήμονα Λυτρωτῆ ποὺ θυσιάζεται γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ ἔχουν φύγει μακριά Του, τῆς ἀγάπης τοῦ Καλοῦ Ποιμένα ποὺ δίνει τὴ ζωή Του γιὰ τὰ πρόβατά Του…

Μὲ εὐκολία καὶ χαρὰ πρόφερα τὶς ἀποτακτικὲς ὑποσχέσεις. Δὲν αἰσθανόμουν τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ μία εἰλικρινῆ, χαρούμενη ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό. Μοῦ φαινόταν πὼς δὲν εἶχα τίποτα ν\’ ἀπαρνηθῶ μιὰ καὶ τίποτ\’ ἄλλο δὲν ποθοῦσα, γιὰ τίποτ\’ ἄλλο δὲν ἔψαχνε ἡ ψυχή μου ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Θεό.

Ἔτσι εἶχα πραγματικὰ ἐκπλαγεῖ μὲ τὰ ἀποχαιρετιστήρια λόγια τοῦ πνευματικοῦ μου πατέρα, πὼς μοναχικὴ ζωὴ δὲν εἶναι τὰ ἀσκητικὰ κατορθώματα μὰ ἡ τέλεια ἀγάπη.

Σύντομα ὅμως ἡ ἐξάσκηση τῆς ἰατρικῆς μὲ τρόπο μοναχικὸ ἄρχισε νὰ μοῦ ἀποκαλύπτει τὸν μέχρι τότε ἄγνωστο πλοῦτο τῆς ἀγάπης: νὰ μὲ μυεῖ στὸ νόημα τῶν λόγων πού μοῦ εἶχαν εἰπωθεῖ καὶ νὰ μὲ ἕλκει στὴν ἱερωσύνη. «Ἔχεις ἐγκαταλείψει ὅλα ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα δὲν ἔδινες σημασία» – ἡ συνείδησή μου συνεχῶς μὲ κέντριζε – «γιὰ χάρη τοῦ ἑνὸς ἐκείνου ποὺ ποθοῦσες· ἄφησες αὐτὸ ποὺ δὲ χρειαζόσουν γιὰ νὰ κερδίσεις αὐτὸ ποὺ ποθοῦσες. Ὅπως κι ὁ νέος στὸ Εὐαγγέλιο δὲ θέλεις νὰ θυσιάσεις τὰ πλούτη σου». Γεμάτος λύπη καὶ ἀβεβαιότητα διερωτήθηκα: «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»…

Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἔγινα ἱερέας γιὰ νὰ βρεῖ ἡ μοναχικὴ συνθήκη μου τὸ ἀποκορύφωμά της, γιὰ νὰ μὴν ἀπομείνει τίποτα ἐντός μου ποὺ νὰ \’ναι δικό μου. Ἀπὸ τότε ἔχουν περάσει σχεδὸν δέκα χρόνια καὶ μόλις ποὺ ἀρχίζω νὰ καταλαβαίνω πὼς ἀκόμα δὲν μπῆκα στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ, κι ὅμως ὁ Κύριος μὲ καλεῖ νὰ γίνω μία θυσία (Φιλιπ. 2.17, 2 Τιμ. 4.6), βάζει στοὺς ὤμους μου τὸ ὠμοφόριο, τὸ σύμβολο τοῦ χαμένου προβάτου ποὺ ὁ Καλὸς Ποιμένας πρέπει νὰ βρεῖ καὶ νὰ σώσει θυσιάζοντας τὴ ζωὴ του τὴν ἴδια, καὶ μοῦ δίνει τὸ σκῆπτρο, τὸ ταξιδιωτικὸ ραβδὶ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ (Ἑβρ.11.13). Τὸ ἀδιανόητο γίνεται πραγματικότητα.

Ὅμως δὲν πιστεύω στὴν τύχη. Εἶμαι βαθειὰ πεπεισμένος πὼς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς κυβερνᾶ τὴν ἐκκλησία Του, καὶ ἀπὸ τὴ νεότητά μου εἶχα γιὰ κανόνα (ὅσο εἶχα τὴ δύναμη καὶ τὴν πίστη) νὰ μὴ ζητῶ καὶ νὰ μὴν ἀρνοῦμαι ὁ,τιδήποτε, νὰ μὴ ζητῶ ἀπὸ τὸ Θεὸ οὔτε σταυρό, οὔτε παρηγοριὰ γι’ αὐτὸ καὶ σκύβω τὸ κεφάλι καὶ μὲ δέος μὰ χωρὶς ἀμφιβολία προσφέρω εὐχαριστίες μὲ σταθερὴ κι ἀκέρια τὴν καρδιὰ καὶ δέχομαι τὸ Σταυρὸ πού μοῦ δίνεται χωρὶς καμμιὰ ἀντιλογία..

Δὲ θὰ μιλήσω γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Πιστεύω στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ θεραπεύει τὴν ἀσθένεια καὶ συμπληρώνει τὶς ἐλλείψεις τῶν ἀνθρώπινων δυνάμεων. Γνωρίζω ἐπίσης ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία ὅτι «ἡ τοῦ Θεοῦ δύναμις ἐν ἀσθένειᾳ (μόνον) τελειοῦται» (2 Κορ 12.9) ἔτσι παρακαλῶ τὸν Παντοδύναμο νὰ μοῦ δώσει ὄχι δύναμη ἀλλὰ τὴν εὐλογημένη ἀσθένεια ποὺ γεννιέται στὴν ταπεινή, συντετριμμένη κι εὔσπλαχνη καρδιά· ἱκετεύω τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση, τὰ μόνα σταθερὰ θεμέλια τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ μοναδικὸ περιεχόμενο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, τὴν πηγὴ τῆς Γνώσης, τῆς Σοφίας καὶ τῆς Σύνεσης.

Τὸ γνωρίζω πὼς δὲν εἶμαι ἄξιος τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ αὐτῆς τῆς παροδικῆς ζωῆς, πιστεύω ὅμως καὶ γνωρίζω μὲ βεβαιότητα πὼς ἐξ αἰτίας τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο θὰ δοθεῖ καὶ σ\’ ἐμένα ἡ δύναμη τῆς χάρης ποὺ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ὡς σύνολο καὶ πὼς ὁ Θεὸς θὰ χαρίσει καὶ σ\’ ἐμένα τὸ «πάντα δύνασθαι», (Μαρ.9.23) τὸ νὰ κατορθώνω ὅ,τι Ἐκεῖνος διατάζει.

Δὲ βρίσκω λόγια ποὺ νὰ ἀναλογοῦν στὸ τρεμάμενο αἴσθημα ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ τὴν καρδιά μου ὅταν σκέφτομαι ὅτι ἡ σύνοδος τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων ἔχει ἀποφασίσει τὴν εἰσδοχή μου στοὺς Ἀποστολικοὺς Κύκλους· ὅτι πιστεύει στὴν εἰλικρίνεια τῆς ἀγάπης μου γιὰ τὸ Θεό, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ὀρφανεμένο μας κόσμο· ὅτι μοῦ ἐμπιστεύεται τὸ Σταυρὸ «ὡς ἐπιθανατίῳ» (1 Κορ. 4.9)· ὅτι δὲν ἀμφέβαλε γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι κι ἐγὼ θὰ διάλεγα ν\’ ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Πρώτου Ποιμένα καὶ μαζί Του νὰ δώσω τη ζωή μου γιὰ χάρη τῶν προβάτων.

Θερμοπαρακαλῶ ἐσᾶς, τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, νὰ παρακαλέσετε τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσει τὴν ἀσθένεια ἐκείνη ποὺ εἶναι δεκτική τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη Του, «νοῦν Χριστοῦ» (Φιλιπ. 2.5, 1 Κορ. 2.16), τὴν ταπείνωσή Του, πίστη μέχρι τέλους καὶ τέλεια ὑπακοὴ σ\’ Ἐκεῖνον μόνο. Πιστεύω πὼς μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη καὶ τῆς Μητρικῆς μου Ἐκκλησίας ὁ Κύριος δὲ θὰ μὲ ἐγκαταλείψει ἀλλὰ θὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ Τὸν ὑπηρετήσω πεθαίνοντας γιὰ τὸ ἐγώ μου καὶ θὰ δώσει νὰ ἐλαττώνομαι καθημερινὰ ὥστε Ἐκεῖνος νὰ αὐξάνει, ὑποτάσσοντας στὸν Ἑαυτὸ Του συνεχῶς ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς φύσης μου μέχρι ποὺ νὰ γίνουν τελείως δικές Του.

Ἡ καρδιά μου εἶναι γεμάτη μὲ βαθειὰ ἀγαλλίαση καὶ νιώθει εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ Σεβασμιώτατο Ἐπίσκοπο Ἀπαμείας Ἰάκωβο ὁ oποῖος, ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, σήμερα παίρνει μέρος στὸ διορισμό μου καὶ αὔριο στὴ χειροτονία μου. Εἴθε ἡ εὐλογία τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινούπολης, μητέρας ὅλων τῶν νέων μας Σλαυϊκῶν Ἐκκλησιῶν, νὰ μὲ σκεπάσει μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χεριῶν του καὶ εἴθε ἡ παρουσία του νὰ ἀποτελέσει ζωντανὴ μαρτυρία τῆς ἄφθορης ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Πίστη, τὰ Μυστήρια καὶ τὴν Ἀγάπη.

Πατέρες καὶ ἀδελφοί! Σπάνια ὁ Θεὸς δίνει ὁ Ἐπίσκοπος νὰ χειροτονεῖται, ὅπως ἐγώ, ἀνάμεσα στὸ ποίμνιό του. Ἐπιτρέψετέ μου νὰ ἀπευθυνθῶ καὶ στὰ πνευματικά μου παιδιὰ τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ εἶναι σημαντικὴ καὶ γιὰ ἐκεῖνα καὶ γιὰ μένα. Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ποιμαντικῆς μου ὑπηρεσίας ἀνάμεσά σας ὁ Θεὸς μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε μία στενὴ καὶ ἀγαπημένη οἰκογένεια. Ἡ ἐπισκοπικὴ χάρη εἶναι ἐχέγγυο γιὰ μιὰ ἀκόμα πιὸ βαθειὰ καὶ πιὸ ἀληθινὴ ἑνότητα διότι ἡ χάρη αὐτὴ εἶναι πρῶτα ἀπ\’ ὅλα χάρη καθοδήγησης καὶ πνευματικῆς πατρότητας. Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο! Κι ἂς ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο πιὸ ἀληθινά, πιὸ ζωντανὰ καὶ πιὸ δραστικά. Ἂς ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Χριστὸ μέσα στὴν ἀγάπη καὶ μέσω τῆς ἀγάπης καὶ μὲ τὴν ἀγάπη Ἐκείνου ποὺ τίποτα δὲ σπάζει ἂς ἀγαπήσουμε τὸν κόσμο τοῦτο γιὰ τὸν ὁποῖο θυσιάστηκε. Ἂς ἀγαπήσουμε τὸν καθε ἄνθρωπο μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ ἐκεῖνον καὶ ἐμᾶς (Φιλιπ. 1.8). Ἂς μποῦμε στὴ ζωὴ σὰν μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ μὲ νέα ἐλπίδα καὶ ἀνανεωμένες δυνάμεις. Εἴθε νὰ εἰσάγουμε στὸν κρύο, ὀρφανὸ κόσμο τὸν πυρσὸ τῆς ἀκαταμάχητής μας χαρᾶς ὥστε ἡ κάθε ψυχὴ ν\’ ἀναγαλλιάσει, ὁ κάθε φόβος νὰ διαλυθεῖ, τὸ μίσος νὰ ἐξαλειφτεῖ καὶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ νὰ φωτίσει ἀκόμα καὶ ἐκείνους ποὺ πλανιοῦνται στὸ σκοτάδι ὥστε μὲ μιὰ καρδιὰ καὶ μ\’ ἕνα νοῦ ὅλοι χωρὶς ἐξαίρεση νὰ ὑψώσουμε θριαμβευτικὸ ὕμνο πρὸς τὸ Θεό.

Αὐτὲς εἶναι οἱ σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα μὲ τὰ ὁποῖα στέκομαι μπροστὰ στὴν ἁγιότητά σας σήμερα. Θυμᾶμαι τὴν προειδοποίηση τοῦ Κυρίου ὅτι «ἐκ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12.37), ἀλλὰ πιστεύω ὅτι μὲ τὶς προσευχές σας, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑποστήριξή σας ὁ Κύριος θὰ φέρει σὲ πέρας τὸ καλὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει ἐμπνεύσει (Φιλιπ. 2.13), θὰ συγχωρέσει τὴν ἄγνοιά μου καὶ τὶς ἐλλείψεις τῶν λόγων μου, θὰ ἑνώνει ὅλους μας καὶ θὰ εἶναι Ἐκεῖνος μόνος Ποιμένας μας καὶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀμήν.

 

Πηγή: agiazoni.gr