Ο Θεός τιμωρεί την αδικία (από τον Ευεργετινό)
4 Ιανουαρίου 2021
1. Ο πονηρός και μισόκαλος Σατανάς, που φρύαζε για την μεγαλόδωρη προαίρεση και για την απλόχερη φιλανθρωπία το υπερθαύμαστου Ιωάννη του Ελεήμονα, έβαλε στο νου του Άρχοντα Νικήτα, που ήταν πολύ φίλος τον και γνώριμός του, κάτι που ήταν όλως διόλου ανάξιο για την αρετή του, και να το ξεστομίσει και πολύ περισσότερο να το κάνει.
Επήγε λοιπόν εκείνος στο μακάριο Ιωάννη και του είπε: – Η Βασιλική Κυβέρνηση, Δεσπότη μου, που όπως το ξέρεις, αυτή νοιάζεται για τις ανάγκες του κόσμου, και σε κάθε περίσταση αγωνίζεται και καταξοδεύεται για να τις ικανοποιήσει, έχει ανάγκη από πολλά χρήματα. Και όπως το βλέπεις και μόνος σου, τώρα τελευταία στενέψανε τα πράγματα, και πρέπει να βοηθήσουμε το λαό. Πρεπούμενο λοιπόν και σωστό είναι, αυτά που εσύ τα ξοδιάζεις, άσκοπα και χωρίς κανένα πρόγραμμα εδώ κι’ εκεί, να τα δώσεις στο Δημόσιο Ταμείο.
Κι’ εκείνος, χωρίς να ταραχτεί διόλου γι’ αυτά που άκουσε, του απάντησε· – Δεν το βρίσκω διόλου σωστό και δίκαιο, να δίνουμε στον επίγειο Βασιλιά, αυτά που αφιερώνονται στον Επουράνιο. Αυτό είναι, πέρα ως πέρα ιεροσυλία και αμαρτία προς το Θεό μεγάλη. Αν όμως το απεφάσισες, πως έτσι πρέπει να γίνει, κι’ αν καμιά λογική δεν μπορεί να σε αποστρέψει απ’ αυτό που στοχάστηκες να κάνεις, εμπρός σου και φανερή είναι η περιουσία της Εκκλησίας, και πήγαινε και πάρε την μόνος σου, κατά το θέλημά σου. Γιατί βέβαια, αυτοπροαίρετα, εγώ ούτε ένα οβολό δεν θα σου δώσω.
Εκείνος λοιπόν, που ήτανε βέβαια λαμπρός άνθρωπος, μα εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω γιατί, δεν θέλησε να υποχωρήσει διόλου από τη γνώμη του, φώναξε τους ακολούθους του, και τους πρόσταξε να ξεσηκώσουν όλη την Εκκλησιαστική περιουσία και να μην αφήσουν, παρά εκατό μονάχες λίτρες χρυσάφι στο Πατριάρχη.
Ενώ λοιπόν κατέβαιναν τις σκάλες, βαστάζοντας τα χρήματα, συναπαντήθηκαν με κάποιους, που αυτοί ανέβαιναν προς τον Πατριάρχη και του πήγαιναν δοχεία σφραγισμένα και γεμάτα από μέλι, που άλλα τους μεν είχαν την επιγραφή «πρώτο» κι’ άλλα, «άκαπνο».
Σαν τα είδε λοιπόν ο Πατρίκιος και διάβασε την επιγραφή τους, γύρισε και είπε στο Πατριάρχη.
– Στείλε μου κι’ έμενα, σε παρακαλώ, ένα από τα δοχεία αυτά.
Όταν λοιπόν τα πήρε στα χέρια του ο αποθηκάριος, και ζήτησε να δει το περιεχόμενό τους και να το δοκιμάσει, βρέθηκε εμπρός σ’ ένα μεγάλο θαύμα. Κι’ έτρεξε παρευθύς στο Πατριάρχη και του είπε, πως όλα τα δοχεία είναι γεμάτα από χρυσάφι. Κι’ εκείνος πρόσταξε, να πάρουν παρευθύς ένα από τα δοχεία εκείνα που είχαν την επιγραφή «πρώτο», και να το πάνε στον Πατρίκιο. Και του έστειλε μαζί κι’ ένα γράμμα, που το περιεχόμενό του ήτανε αυτό·
-Ο Κύριος μας, που μας είπε «δεν θα σ’ αφήσω ούτε και θα σε παρατήσω», επειδή ποτέ δεν λέει ψέματα και είναι ο ίδιος η αλήθεια, μας έστειλε, αντί για τα χρήματα που μας πήρε η ενδοξότητά σου, άλλα στη θέση τους. Θα σου το φανερώσει δε αυτό, το δοχείο αυτό που σου στέλλω, και που είναι, καθώς είδες, ένα από τα πολλά. Μάθε λοιπόν και κατάλαβέ το καλά, πως άνθρωπος φθαρτός και θνητός ποτέ του δε θα το κατορθώσει, ν’ αποστερήσει από το Θεό τη πνοή και τη τροφή, που αυτός τη χορηγεί σε κάθε πλάσμα.
Παρήγγειλε δε ταυτόχρονα σ’ αυτούς που κουβαλούσαν το δοχείο, να το ανοίξουν οι ίδιοι μπροστά στον Πατρίκιο και να τον πούνε, πως όλα εκείνα τα δοχεία που είδε, όλα είναι γεμάτα όπως αυτό και ξέχειλα από χρυσάφι,
Τον βρήκαν λοιπόν την ώρα που ήταν καθισμένος στο τραπέζι του και έτρωγε· και του έδωσαν το δοχείο, μαζί και το γράμμα, όπως τους παρήγγειλε ο Πατριάρχης. Κι’ εκείνος, μόλις το είδε, είπε: -Είναι χολιασμένος, καθώς φαίνεται, μαζί μου ο Πατριάρχης γι’ αυτό και μου έστειλε ένα μονάχα δοχείο. Κι’ αυτοί, όπως είχαν διαταγή, τανοίξανε μπροστά του κι’ άδειασαν τα χρήματα και του είπαν, πως και τ’ άλλα όλα είναι γεμάτα από χρυσάφι, παρόμοιο μ’ αυτό.
Και μόλις εκείνος διάβασε και την επιστολή και είδε αυτό που τούγραφε ο Πατριάρχης πως «κανείς δεν μπορεί και δεν είναι σε θέση να στενοχωρεί το Θεό», ντράπηκε γι’ αυτό που έκαμε, και τον κυρίεψε τρόμος. Γιατί η ψυχή του ήταν ευγενική και ενάρετη· κι’ αμέσως μετανόησε για τη κακή του ενέργεια, και φώναξε· -Μεγάλη είναι η δύναμη σου, Θεέ μου· κι’ ο ταπεινός Νικήτας ποτέ του δε θα ανεχτεί ν’ αποπειραθεί να την στενοχωρήσει. Σηκώθηκε λοιπόν αμέσως όρθιος, και γύρισε πίσω τα χρήματα της Εκκλησίας που είχε πάρει, κι’ αυτά που ήταν μέσα στα δοχεία. Έκτος όμως από αυτά, έστειλε και από τα δικά του τριακόσιες λίτρες χρυσάφι στο Πατριάρχη, και του ζήτησε συγγνώμη για τη κακή του πράξη.
Κι’ εκείνος τα δέχθηκε πρόθυμα. Κι’ όταν πήγε κοντά του, δεν του είπε τίποτε γι’ αυτά, ούτε και τον επιτίμησε. Τον στήριξε, με άγια λόγια και με νουθεσίες πνευματικές. Και γίναμε μάλιστα από τότε και στενότεροι φίλοι, ώστε ο Πατριάρχης έγινε και ανάδοχος των παιδιών του.
2. Κάποιος Γέροντας που κατοικούσε στα περίχωρα της Νικόπολης, άφησε κληρονομιά στον Αββά Γελάσιο το κελλί του και το ελαιοπερίβολο τριγύρω του.
Ένας όμως γεωργός που συγγένευε με τον μακαρίτη το Γέροντα, παρουσιάσθηκε στον Βακάτο, τον προεστό της Νικόπολης, και του ζήτησε να πάρει στη κατοχή του τον τόπο, επειδή αυτός ήταν ο νόμιμος κληρονόμος. Ο Βακάτος λοιπόν, στην αρχή, ζήτησε από τον Αββά Γελάσιο να παραδώσει και να γυρίσει πίσω στο γεωργό τη κληρονομιά που πήρε. Επειδή όμως αυτός δεν το παραδέχθηκε, και δεν ήθελε να δώσει Εκκλησιαστικό τόπο σε άνθρωπο κοσμικό, εκείνος δοκίμασε να το επιτύχει με τη βία. Κι’ όταν είδε πως ο Γελάσιος είχε φωνάξει αγωγιάτες, για να του μεταφέρουνε με τα ζωντανά τους τον ελαιόκαρπο που είχε μαζέψει από το κτήμα, πήγε και τα ξεφόρτωσε την ώρα που ήταν έτοιμα να φύγουν, και κουβάλησε το φόρτωμα στο σπίτι του, αφήνοντας τα ζωντανά ελεύθερα και βρίζοντας τους αγωγιάτες τους. Ο δε μακάριος Γέροντας για μεν τον καρπό δεν αντέδρασε καθόλου· με κανένα όμως τρόπο δεν του παραχωρούσε την κυριότητα του τόπου.
Έβρασε λοιπόν από το θυμό του ο Βακάτος και σκέφθηκε να κάνει αναφορά και δικαστήριο εναντίον του Γέροντα. Κι’ επειδή είχε κι’ άλλες δουλειές, ξεκίνησε για την Κων/πολη. Και ταξιδεύοντας από στεριά, θέλησε να ξεκόψει και να παρεκκλίνει λίγο από το δρόμο του, για να πάει στη Μάνδρα, να προσκυνήσει και να πάρει την ευχή του αγίου Συμεών, γιατί είχε ακούσει να λένε πολλά γι’ αυτόν, και ήθελε να τον δει.
Όταν λοιπόν ο μακάριος Συμεών τον είδε από το στύλο του ψηλά να πλησιάζει, τον ρώτησε· – Ποίος είσαι του λόγου σου; και για πού, με το καλό; Κι’ εκείνος του απάντησε. – Κατάγομαι από την Παλαιστίνη και πηγαίνω στην Κων/πολη. Κι’ ο Άγιος του είπε· – Για ποίο λόγο το κάνεις το ταξίδι αυτό; Κι’ ο Βακάτος είπε· – Για πολλά ζητήματα και πολλές μου ανάγκες. Και με τις ευχές της Αγιοσύνης σου, έχω τη βεβαιότητα ότι , θα τα ταχτοποιήσω και πως θα ξαναγυρίσω να μου ξαναδώσεις την ευχή σου.
Και του απάντησε ο μεγάλος Άγιος· – Γιατί μου κρύβεις την αλήθεια; και γιατί δεν μου λες, ανόητε, πως ταξιδεύεις για την παρανομία σου, και με σκοπό να βλάψεις τον άνθρωπο του Θεού; Να ξέρεις όμως πως δεν θα σου βγει σε καλό το ταξίδι σου, και πως δεν θα ξαναδείς πλέον το σπίτι σου. Αν θέλεις λοιπόν ν’ ακούσεις τη συμβουλή μου, να φύγεις αμέσως από εδώ και να γυρίσεις πίσω, και να πας να τον βρεις, μετανοιωμένος, και ίσως να τον προλάβεις ακόμη ζωντανός..
Κι’ αμέσως τον Βακάτο τον έπιασε τρέμουλο και πυρετός. Τον βάλανε λοιπόν επάνω σ’ ένα φορείο, και βιάζονταν να φτάσουν στην Νικόπολη. Δεν πρόλαβαν όμως, γιατί πέθανε στο δρόμο και δεν πρόφθασε, όπως του προφήτεψε ο Άγιος, να ξαναδεί το σπίτι του…