Αγαπώ το παιδί μου;
11 Αυγούστου 2020
Τι σημαίνει «αγαπώ το παιδί μου»;
Λέμε όλοι, και το πιστεύουμε και έχουμε δίκιο, ότι αγαπούμε τα παιδιά μας. Φυσικά, είναι αλήθεια αυτό, ότι τα αγαπούμε. Από την άλλη, την ίδια στιγμή που το λέμε αυτό, παραδεχόμαστε όλοι και το ομολογούμε με διάφορους τρόπους, είτε στον εαυτό μας, είτε σε φιλικές μας συζητήσεις, είτε στην εξομολόγηση, ότι κάνουμε σφάλματα. Εννοείται ότι αυτό με όλους μας συμβαίνει. Δεν υπάρχει γονέας που δεν κάνει σφάλματα και ούτε θα υπάρξει ποτέ. Πώς είναι δυνατό αυτά τα δυο να συνυπάρχουν; Και να αγαπώ τα παιδιά μου και να κάνω σφάλματα; Ίσως, δεν τα αγαπούμε πάντοτε με τον σωστό τρόπο. Πρέπει να μάθουμε τον κατάλληλο τρόπο.
Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που ποθεί την τελειότητα και ταυτόχρονα είναι βουτηγμένος μέσα στην ατέλεια. Και παλεύει με αυτά τα δύο διαρκώς. Οι μαθητές του Χριστού προσεύχονταν, ήταν πιστοί.
Αλλά του είπαν: «Κύριε, δίδαξε μας να προσευχόμαστε» την ίδια στιγμή που προσεύχονταν. Κάτι καλύτερο μπορούσε να γίνει. Κάπως μπορούσε να διορθωθεί αυτό. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να δούμε εμείς τώρα τι σημαίνει αγαπώ το παιδί μου. Τι σημαίνει η αγάπη, ποιό είναι το πραγματικό της νόημα και πότε είναι σωστή. Έχω καταγράψει μερικά χαρακτηριστικά που έχει η σωστή αγάπη προς τα παιδιά μας -πολλά από αυτά που θα πω ισχύουν και για την αγάπη προς τα εγγόνια μας- και δεν σημαίνει ότι αυτά που έχω καταγράψει είναι τα πάντα.
«Αγαπώ το παιδί μου» όπως είναι και όχι όπως θα ήθελα να είναι. Εάν αγαπώ το παιδί μου όπως θα ήθελα να είναι, αυτό σημαίνει ότι αγαπώ τις προσδοκίες μου. Αγαπώ τις φαντασιώσεις μου, πως το φαντάζομαι δηλαδή. Άρα, αγαπώ τον εαυτό μου σε τελευταία ανάλυση. Αυτό είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό της σωστής αγάπης, σε όλες τις σχέσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με το ζευγάρι. Όλοι κάνουμε όνειρα πριν γνωρίσουμε τον άνθρωπο που θα παντρευτούμε, τον φανταζόμαστε. Όμως έρχεται η στιγμή που πρέπει να τον αγαπήσουμε όπως είναι. Αλλά, το πως είναι, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε σιγά-σιγά, όχι από την αρχή. Σε μεγάλο βαθμό βέβαια μετά τον γάμο. Αυτό όμως είναι η πραγματική αγάπη. Δηλαδή η αληθινή αγάπη που έχει βάθος, που έχει αντίκρυσμα, που έχει νόημα, είναι όταν αγαπάμε τον άλλο για αυτό που είναι. Όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Και είναι η αγάπη που πατάει στην γη και όχι στα σύννεφα.
Αυτό τώρα, στην σχέση γονέων-παιδιών, δεν είναι τόσο εύκολο. Γιατί όμως; Διότι όλοι μας, όσο είμαστε νέοι και δεν έχουμε καν δεσμό, φανταζόμαστε κάποια πράγματα για τα παιδιά μας. Όλοι έχουμε ονειροπολήσει πως θα είναι η οικογένειά μας στο μέλλον. Και έχουμε ονειροπολήσει για τα παιδιά μας πως θα είναι. Την ιστορία με την κουκουβάγια και την πέρδικα την ξέρετε. Τα παιδιά μας θα είναι τα πιο όμορφα, τα πιο έξυπνα, τα πιο πειθαρχημένα, θα τρώνε το φαγητό τους, θα φέρνουν καλούς βαθμούς. Έτσι τα φανταζόμαστε. Ακόμα και από όταν είναι μέσα στην κοιλιά τα φανταζόμαστε.
Έρχεται όμως η στιγμή που βγαίνει ένα συγκεκριμένο παιδί, το οποίο έχει μερικά μόνο από αυτά που είχαμε φανταστεί. Όχι όλα. Και ευτυχώς που δεν τα έχει όλα. Αλίμονο αν ο Θεός μας έδινε τα τέλεια παιδιά, όπως τα είχαμε φανταστεί εμείς. Πρώτα απ’ όλα, δεν θα μαζευόταν ο εγωισμός μας με τίποτα πλέον. Δεν θα είχαμε αφορμή για ταπείνωση καμία. Αλλά ίσως να ήταν πρόβλημα και για τα παιδιά τα ίδια, να ανταποκρίνονται ακριβώς στις προσδοκίες των γονέων. Δεν θα τους έκανε καλό. Έρχεται και το συγκεκριμένο παιδί, το οποίο δεν είναι και στην φυσιογνωμία όπως ακριβώς το περιμέναμε, άσε που μπορεί να μοιάζει στον πεθερό ή στην πεθερά -αυτό είναι άλλη υπόθεση-, δεν είναι τόσο ήσυχο την νύχτα, κλαίει και μας ξυπνάει. Ή, σε μεγαλύτερη ηλικία που παίζει με άλλα παιδάκια, δεν είναι και τόσο ήσυχο στο παιχνίδι, τσακώνεται με τα άλλα παιδιά, τα πειράζει κιόλας μερικές φορές. Και όταν αρχίσει να πηγαίνει σχολείο, δεν ακούγονται και πάρα πολλά «μπράβο». Κι έτσι αρχίζει να πληγώνεται ο γονέας, να τραυματίζεται δηλαδή η εικόνα που είχε πλάσει για το παιδί του, (δηλαδή, για τον εαυτό του). Τραυματίζεται δηλαδή η εικόνα που είχαμε πλάσει για εμάς, όχι για το παιδί μας.
Επομένως, το να αγαπώ το παιδί μου όπως ακριβώς είναι κι όχι όπως θα ήθελα να είναι, αποτελεί μια άσκηση. Όχι απλώς αγάπης, αλλά ταπείνωσης. Είναι μία άσκηση, θα λέγαμε, ευχαριστίας -να το πούμε με εκκλησιαστικούς ορούς. Δηλαδή, προσπαθώ να γίνω ευχαριστιακός άνθρωπος. Να ευχαριστώ τον Θεό για αυτή την δωρεά του συγκεκριμένου παιδιού που βρίσκεται στην ζωή μου. Και για να μην παίζω θέατρο με τον Θεό και να το εννοώ ότι Τον ευχαριστώ, πρέπει αυτά τα καλά του παιδιού μου να είναι περισσότερα από τα άσχημα όπως το βλέπω εγώ.
Δεν λέω να είμαστε στα σύννεφα και να νομίζουμε ότι το παιδί μας έχει προτερήματα που δεν έχει. Δεν εννοώ αυτό. Αλλά εννοώ, οι αφορμές που μας δίνει χαρά το παιδί μας να είναι περισσότερες από τις αφορμές που μας αγχώνει, που μας νευριάζει. Τότε μόνο θα είμαι γνήσιος προς τον Θεό και θα Τον ευχαριστώ πράγματι και θα αποδέχομαι το παιδί μου όπως πράγματι είναι. Δηλαδή το πραγματικό παιδί μου, όπως είναι στ’ αλήθεια, γίνεται πηγή χαράς και δοξολογίας και ευχαριστίας. Και στην θεία Λειτουργία θα μπορώ να ευχαριστήσω, ώστε να έχει το νόημα που της δίνει η λέξη: θεία Ευχαριστία. Ότι πηγαίνουμε για να ευχαριστήσουμε «υπέρ των φανερών και αφανών ευεργεσιών, των εις ημάς γεγενημένων».
Το δύσκολο μερικές φορές είναι αυτό, να βρούμε πράγματα για τα οποία να ευχαριστούμε τον Θεό για τα παιδιά μας. Και για τον σύντροφό μας το ίδιο. Διάβαζα κάτι που έγραψε προ καιρού ένας άνθρωπος σαράντα χρονών, που έχασε την γυναίκα του από καρκίνο και έμεινε με δυο παιδιά, εννέα και επτά ετών. Είναι Αμερικανός Ορθόδοξος. «Είναι στιγμές που πονάω πάρα πολύ και μου λείπει πάρα πολύ. Αλλά τα καλά που προσέφερε στην ζωή μου το πέρασμά της μου είναι μέσα μου πολύ περισσότερα από τον πόνο της απουσίας της. Κι ευγνωμονώ τον Θεό που πέρασε από την ζωή μου». Ο ίδιος, έγραφε πριν πεθάνει η γυναίκα του, καθώς την έβλεπε πια να σβήνει: «Είναι κοντά μου και όμως την νοιώθω να φεύγει μακριά μου. Φεύγει και χάνεται από τα χέρια μου. Αυτό με κάνει και πονάω, αλλά με παρηγορεί ότι πάει σε χέρια που την αγαπούν περισσότερο». Συγγνώμη για αυτή την παρένθεση, αλλά την βρήκα ωφέλιμη.
(π. Βασιλείου Θερμού, «Χρειαζόμαστε την οικογένεια;». Εκδ. Αρμός.)