Ο μοναχός που σώθηκε από τη φοβερή πλάνη (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου)
8 Μαΐου 2020
Ένας αδελφός από μια Μονή αγωνιζόταν πολύ, αλλά με φαντασία και ιδέα μεγάλη για τον εαυτό του. Σιγά – σιγά έπαψε και να κοινωνάει, γιατί πίστευε στον λογισμό του που του έλεγε οτι δεν είχε πια ανάγκη της Θείας Κοινωνίας και οτι κατοικούσε μέσα του ο Χριστός. Έπαιρνε μόνο Αντίδωρο και περνούσε πολλές φορές όλη την ημέρα με το Αντίδωρο, έκανε τρομερές νηστείες. Αγιασμό ποτέ δεν έπινε. Έλεγε ο ταλαίπωρος:
– Εγώ αγίασα πια, και τα ούρα μου είναι αγιασμένα, και πίνω όποτε θέλω.
Έπινε ο δυστυχής τα ούρα του! Σκεφθείτε σε τι σιχαμερή πλάνη έπεσε!
Άρχισε να αγριεύει, να κάνει αταξίες στη Μονή και να λέει πολλές ανοησίες. Οι Πατέρες αναγκάστηκαν να τον κλείσουν στον Πύργο της Μονής για ασφάλειας και έκαναν προσευχή να συνέλθει. Είχαν δε αναθέσει και σ’έναν Πατέρα να τον διακονεί και να τον προσέχει μην κάνει κακό στον εαυτό του. Όποτε όμως θα του πήγαινε το φαγητό του κτλ, όλο και κάτι θα του έλεγε από τις συνηθισμένες του πλάνες: “Είδα αδελφέ μου, έναν Άγιο” ή “είδα έναν Άγγελο” ή “θα γίνω ‘Αγιος Μάρτυρας” κ.τ.λ. Έχοντας λοιπόν όλα αυτά υπ’όψιν του ο Διακονητής του, ποτέ δεν του άφηνε κοφτερό πράγμα και όλα του τα πήγαινε καθαρισμένα και έτοιμα κομμένα.
Μια μέρα όμως που του είχε πάει και ένα κουτί σαρδέλες ανοιγμένο, γιατί ήταν εορτή, ο πονηρός του άνοιξε δουλειά. Αφού έφαγε το φαγητό του, του παρουσιάστηκε πάλι ο διάβολος σαν Άγγελος και του λέει:
– Ο Χριστός σου έχει έτοιμο το οσιακό στεφάνι. Τώρα σου ετοιμάζει και του Μάρτυρος και περιμένει να μαρτυρήσεις στη φυλακή του Πύργου, όπου υπομένεις για την αγάπη Του.
Στη συνέχεια του έφερνε λογισμούς να μαρτυρήσει και έψαχνε να βρει κανένα κοφτερό πράγμα. Έτσι τον οδήγησε στο καπάκι της κονσέρβας. Παίρνει λοιπόν το καπάκι και αρχίζει μόνος του το μαρτύριο. Έκοβε τον λαιμό του σιγά – σιγά γιατί πονούσε. Έκοβε και φώναζε.
Έτρεξαν αμέσως οι Πατέρες, όταν άκουσαν τις σπαρακτικές εκείνες φωνές και πρώτος ο Διακονητής του, αλλά τι να ιδούν! Τέτοια σκηνή που ήταν να κλαίει κανείς και να γελάει. Από το ένα μέρος φώναζε, από το άλλο έκοβε το λαιμό του. Και όταν οι Πατέρες του άρπαξαν το καπάκι απο τα χέρια του, φώναζε:
-Αφήστε με να μαρτυρήσω!
Τον παρέλαβε μετά ο Διακονητής του και του λέει:
-Κάνε τώρα υπομονή να σου δέσω πρώτα την πληγή και μετά θα σε κάνω εγώ μάρτυρα για να έχεις και μισθό…
Ο αδελφός που τον υπηρετούσε είχε πολλή αγάπη και θυσιαζόταν για τους άλλους, αλλά ήταν και λίγο ζωηρός. Αφού του ταχτοποίησε τις πληγές, έβγαλε τη ζώνη του και τον άρχισε στις πλάτες. Του έδωσε μερικές, αλλά ο πλανεμένος δεν άντεχε τις ξυλιές, που του έδινε ο άλλος και φώναζε:
-Άφησέ με, δεν αντέχω το μαρτύριο!
Έτσι γελοιοποιήθηκε και ταπεινώθηκε μπροστά στους άλλους. Ενώ μόνος του, με το θέλημα του, επειδή τον βοηθούσε το ταγκαλάκι είχε διάθεση να κόψει το κεφάλι του, από τον αδελφό όμως, που τον αγαπούσε, και του έδωσε δυο – τρεις ξυλιές, για να συνέλθει, αρνήθηκε το μαρτύριο.
Οι καημένοι Πατέρες της Μονής συνέχεια έκαναν προσευχή να βρει ο Θεός έναν τρόπο να σώσει από τη φοβερή πλάνη τον αδελφό, μετανόησε, εξομολογήθηκε, κοινώνησε και συνήλθε με τη Χάρη του Χριστού. Σώθηκε δηλαδή από τα νύχια του ανθρωποκτόνου. Έζησε αρκετά χρόνια μετά με συντριβή και ταπείνωση και ανεπαύθη εν Κυρίω Δόξα τω Θεώ.
Πηγή: Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα – Γέροντος Παϊσίου – Εκδόση Ιερού Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος – Σουρωτή Θεσσαλονίκης)
εμείς αντιγράφουμε από: Αθωνικά