Καλή Ανάσταση από τις Εκδόσεις Εν Πλω!
17 Απριλίου 2020
Στὴ βραδινὴ ἀκολουθία τῆς Μ. Πέμπτης, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν Ὄρθρο τῆς Μ. Παρασκευῆς, παρακολουθοῦμε τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ βῆμα βῆμα. Οἱ διηγήσεις τῶν Παθῶν ἀναπτύσσονται μέσῳ τῆς ὑμνολογίας καὶ μέσῳ τῶν κειμένων τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν. Αὐτὲς οἱ δεύτερες, διασπαρμένες σὲ ὅλη τὴν Ἀκολουθία, ἔχουν αὐτοτελὴ τίτλο: τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια. Οἱ διηγήσεις ἀρχἰζουν ἀμέσως μετὰ τὸ Δεῖπνο καὶ τελειώνουν μὲ τὴν ταφὴ καὶ τὸ σφράγισμα τοῦ μνημείου. Περιλαμβάνουν δηλαδὴ τὰ δραματικὰ γεγονότα δύο ἡμερῶν, Πέμπτης καὶ Παρασκευῆς τῆς ἑβδομάδας ἐκείνης τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα.
Τὸ πρῶτο εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι ἐκτενές, ὀνομάζεται «Διαθήκη» καὶ περιλαμβάνει τέσσερα καὶ μισὸ κεφάλαια ἀπὸ τὸ Κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο (13,31-38, 14,1-31, 15,1-37, 16,1-33, 17,1-26, καὶ 18,1). Ἀρχίζει μετὰ τὸ Δεῖπνο καὶ τελειώνει πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ («Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς ἐξῆλθε σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος, εἰς ὃν εἰσῆλθεν αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ»). Πρόκειται γιὰ μιὰ σύνοψη τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ συγχρόνως γιὰ μιὰ ἀνάδειξη τοῦ ἔργου τὸ ὁποῖο ἀνέλαβε νὰ φέρει εἰς πέρας ὑλοποιώντας τὴ βούληση τοῦ οὐρανίου Πατρός. Οἱ στίχοι 31-38 τοῦ 13ου κεφ. ἀποτελοῦν εἰσαγωγὴ στὰ ὅσα θὰ ἀναπτυχθοῦν στὰ τρία ἑπόμενα κεφάλαια, τὰ ὁποῖα ἀντιλαμβανόμαστε ὡς παρακαταθήκη τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του πρὸ τοῦ θανάτου του, καὶ συγχρόνως ὡς σύνοψη τοῦ λόγου του, γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὀνομάστηκε αὐτὸ τὸ Α´ εὐαγγέλιο (ἀπὸ τὰ Δώδεκα) «Διαθήκη».
Κέντρο αὐτῆς τῆς παρακαταθήκης-διαθήκης εἶναι ἡ πρόσκληση νὰ γίνουμε Ἀγάπη: «Ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Βρισκόμαστε στὸ ἐπίκεντρο τῆς θείας διδασκαλίας. Ἡ ἀγάπη, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Χριστός, δὲν ἔχει ἠθικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ ὀντολογικό. Πρόκειται γιὰ τρόπο ὑπάρξεως. Κριτήριο αὐτῆς τῆς ἀγάπης τὴν ὁποία καλοῦνται νὰ ἐνεργοῦν οἱ μαθητές, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Γιὰ νὰ μάθουμε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης, πρέπει νὰ ἔρθει ὁ Υἱός του, νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ ὡς ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μᾶς τὸν ἀποκαλύψει, νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει αὐτὸς ὁ Θεός.
Στὴν Α´ καθολικὴ Ἐπιστολή του (4,8) ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συγκεφαλαιώνει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί»· ὄχι ὁ Θεὸς ἀγαπάει, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἀγάπη καταθέτει ὁ Ἰησοῦς ὡς δρόμο καὶ ὡς ὁδό, δηλαδὴ ὡς τρόπο ὑπάρξεως γιὰ τοὺς μαθητές του καὶ γιὰ τοὺς μαθητὲς τῶν μαθητῶν του καὶ γιὰ ὅσους πιστεύουν σ’ αὐτόν.
Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐρώτηση τοῦ Θωμᾶ γιὰ τὴν ὁδό («Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι;», ὁ Χριστὸς θὰ ἀποκαλύψει ὅτι ἡ ὁδὸς (καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ) εἶναι ὁ ἴδιος. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ, μονοσήμαντη καὶ ἀποκαλυπτική, ἀνοίγει νέο δρόμο στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Κανένας δρόμος δὲν ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, παρὰ μόνον αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸς τελικὰ εἶναι ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, καὶ ἡ σχέση μαζί του εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια τοῦ κόσμου, καθὼς ἐπίσης εἶναι ἡ μόνη ποὺ εἰσάγει στὴν πραγματικὴ ζωή.
Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ θεία υἱοθεσία, ἡ θέωση, κατὰ τὴν πατερικὴ ὁρολογία, χρειάζεται ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστό, ὄχι μόνον στὸ ἐπίπεδο τῆς πίστης, ἀλλὰ σὲ ὑπαρξιακὸ ἐπίπεδο. Ἡ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ κατὰ συνέπεια στὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ, ἐγκαθιδρύει σχέση μὲ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Υἱοῦ του, δηλαδὴ παρέχει ζωή. Ἡ γνώση τοῦ οὐρανίου Πατρὸς διέρχεται διὰ τῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεάνθρωπο Υἱό του. Ὁ Υἱὸς-Χριστὸς μᾶς φανερώνει τὸν Πατέρα-Θεό, ποὺ σημαίνει ὅτι μᾶς συνδέει μ᾽ αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐρώτηση τοῦ Φιλίππου («Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν») ἐπιτρέπει στὸν Ἰησοῦ νὰ ἀποκαλύψει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός («Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα»).
Ἀλλὰ καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπισημαίνεται ὡς οὐσιώδης, ὄχι μόνον γιὰ τὴ θεμελίωση ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλοκλήρωση τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐπισήμανση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του, «ὁ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν», ἀποκαλύπτει τὴ συνθήκη ποὺ ὅπως γνωρίζουμε ἐγκαινιάσθηκε κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τροφοδοτεῖ τὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο. Τὸ «σχῆμα» ποὺ παρουσιάζει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητές του εἶναι τὸ ἑξῆς: Θὰ ἔλθει ὁ Παράκλητος, αὐτὸ εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Αὐτὸς θὰ σᾶς πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια. Δὲν θὰ σᾶς τὴν πεῖ ἀπὸ μόνο του, θὰ σᾶς τὴν πεῖ ἐκ μέρους μου, διότι ἡ ἀλήθεια εἶμαι ἐγώ. Οὐσιαστικὰ θὰ σᾶς συνδέσει μ᾽ ἐμένα. Δίνοντάς σας ἐμένα τὸ Πνεῦμα, σᾶς δίνει τὸν Πατέρα, γιατὶ ἐγὼ ὑπάρχω ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Πατέρας, ἐγὼ ἀπὸ τὸν Πατέρα τὰ ἔχω πάρει ὅλα. Πρόκειται γιὰ τὸ μυστήριο τῆς υἱοθεσίας.
Τὸ εἶναι τῆς κοινωνίας (ὡς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ) ποὺ θὰ ἀποκαλύψει ὁ Χριστός, καὶ ποὺ ἀνοίγει διάπλατα τὸ περιεχόμενο τοῦ σωτηριώδους ἔργου του, διατυπώνεται στὸ τέλος τῆς ἐκτενοῦς περικοπῆς τοῦ Α´ εὐαγγελίου τῆς Μεγάλης Πέμπτης: ἕνας νέος λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὰ μέλη τοῦ ὁποίου κοινωνοῦν μεταξύ τους γιατὶ κοινωνοῦν μὲ τὸν Χριστό, κατὰ ὁμόλογο μάλιστα τρόπο ποὺ τὰ πρόσωπα τῆς τριαδικῆς θεότητας σχετίζονται μεταξύ τους («ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν»), κατάσταση ποὺ τὴν ὀνομάζουμε ἀγάπη. Καταλαβαίνουμε τώρα πλήρως γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, διῆλθε τὰ στάδια τοῦ Πάθους καὶ ὑπέστη τὸν θάνατο τοῦ Σταυροῦ, ὅπως θὰ ἀκούσουμε ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῶν ἄλλων ἕνδεκα εὐαγγελικῶν περικοπῶν: «ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με [Πάτερ] ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς».
Ἐφέτος ἡ πολιτεία μᾶς κάλεσε νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς ποὺ ψηλαφεῖται ὡς παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ κοινωνία μαζί του. Ἐπίσης μᾶς κάλεσε νὰ στερηθοῦμε τὸν ἐκκλησιασμό μας κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα. Γνωρίζουμε ὅτι αὐτὴ ἡ στέρηση δὲν μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τὴ σχέση μας μὲ τὸν Χριστό. Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ἔχει ἐπισημάνει ὅτι «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17,20-21). Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι πόνος αὐτὴ ἡ στέρηση καὶ νὰ ἐγκαθιστᾶ ἐντός μας πένθος. Αὐτὸ τὸ πένθος μᾶς ἐπιτρέπει καὶ νὰ ξανασκεφτοῦμε τὸν δεύτερο μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. 5,4). Καὶ ὅπως καταθέτει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «Ὥστε εἰ θέλεις παρακαλεῖσθαι, πένθει. Καὶ μὴ νομίσῃς αἴνιγμα εἶναι τὸ εἰρημένον. Ὅταν γὰρ ὁ Θεὸς παρακαλῇ, κἂν μυρίαι νιφάδες ἐπέλθωσι λυπηρῶν, πάντων ἀνώτερος ἔσῃ» (Εἰς Ματθαῖον, PG 57, 226). Πρόκειται γιὰ πένθος καὶ πόνο ποὺ βάση τους εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ ἄλλου, ἡ ἀγάπη τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Κι ἂν αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἔχει θυσιαστικὸ περιεχόμενο, κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τότε ναί, ἀντέχουμε τὸν ὅποιο πόνο μᾶς παρέχει ἡ παραμονή μας καὶ ἡ πολιτεία μας μέσα στὸν κόσμο τοῦτο, μέχρι νὰ περάσουμε στὸν σαββατισμὸ τῆς ζωῆς μας ποὺ προετοιμάζει τὴν αἰώνια ζωή.
Δημήτρης Μαυρόπουλος
Kαλή Ανάσταση!
Εκδόσεις Εν Πλω