Ιερομόναχος Ιεζεκιήλ Χριστοφίδης
1 Φεβρουαρίου 2020
Ο Ιεζεκιήλ Χριστοφίδης γεννήθηκε το 1849 στο χωριό της επαρχίας Λάρνακας Χοιροκοιτία και σε νεαρή ηλικία κατέφυγε στη Μονή Μαχαιρά, όπου φοίτησε για κάποιο διάστημα στην Ελληνική Σχολή πού διατηρούσε ή Μονή την περίοδο αυτή για τούς δοκίμους και τα παιδιά των γύρω χωριών. Στη συνέχεια, σε άγνωστο χρόνο, χειροτονήθηκε Ιερομόναχος και ανέλαβε τα καθήκοντα τού εφημερίου στον ναό της Αγίας Νάπας Λεμεσού, ενώ ταυτόχρονα συνέχισε τις σπουδές του στην Ελληνική Σχολή της πόλης. Σχολάρχης ήταν τότε ό εθνικός διδάσκαλος Ανδρέας Θεμιστοκλέους, ό όποιος εκτίμησε τα πνευματικά προσόντα τού νεαρού ιερομόναχου και μερίμνησε για τον διορισμό του, αρχικά στο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο και ακολούθως στην Ελληνική Σχολή της πόλης.
Την περίοδο αυτή γράφτηκε συνδρομητής και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τα δημοσιεύματα της «Σιών», πού κυκλοφορούσε στην Αθήνα και ήταν ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά έντυπα της εποχής. Από επιστολή του, πού έχει επισημανθεί στη στήλη των αναγνωστών και με την οποία υπέβαλε διάφορα ερωτήματα θεολογικού περιεχομένου, καταδεικνύεται ό φιλομαθής χαρακτήρας του, πού εξακολούθησε να τον χαρακτηρίζει και στα επόμενα χρόνια της ζωής του, όπως διαπιστώνουμε από τη συμπερίληψη τού ονόματος του ανάμεσα στους συνδρομητές βιβλίων πού κυκλοφορούσαν τότε στην Κύπρο.
Ό Ιεζεκιήλ υπηρέτησε στον ναό της Αγίας Νάπας Λεμεσού για εξήντα περίπου χρόνια και άφησε μνήμη αγαθού και ταπεινού Ιερέα Υπήρξε ό αφανής προστάτης πολλών κατοίκων της πόλης, πού τα χρόνια εκείνα, εξαιτίας της ξένης κατοχής και της γενικής πενίας, υπέφεραν και δυστυχούσαν. Αναφέρεται επίσης ότι κατά καιρούς απέτρεψε από τον εξισλαμισμό φτωχά παιδιά, πού αναζητούσαν στη μουσουλμανική θρησκεία την ασφάλεια της επιβίωσης, όπως το 1907 πού κινητοποιήθηκε για τον έπανεκχριστιανισμό ενός αγοριού από την Πάφο. Ακόμη, με τη διακριτική του στήριξη έσωσε αρκετές κοπέλες από επιτήδειους, πού τις έστελναν για εργασία εκτός Κύπρου και φρόντιζαν ώστε να καταλήξουν τελικά στα καταγώγια της Αιγύπτου και τού Λιβάνου.
Ειδικότερα, ενδιαφέρθηκε για τα φτωχά κορίτσια των χωριών, πού κατέρχονταν στις πόλεις και έργοδοτούνταν στα σπίτια πλουσίων οικογενειών ως υπηρέτριες. Όπως δέ αναφέρεται, με πρωτοβουλία του, το 1924, ό κλήρος της Λεμεσού μερίμνησε για την καταγραφή τους και τη δημιουργία καλύτερων συνθηκών για την προστασία τους.
Σε μια εποχή πού οι μορφωμένοι κληρικοί στην Κύπρο ήταν ελάχιστοι, ό Ιεζεκιήλ εργάστηκε συστηματικά για την πνευματική καλλιέργεια και πρόοδο των κατοίκων. Ίδρυσε για τον σκοπό αυτό, το 1898, τον θρησκευτικό σύλλογο «Ευσέβεια», έναν από τούς πρώτους του νησιού, στον όποιο διετέλεσε πρόεδρος για σειρά ετών, και μερίμνησε για τη μόρφωση των άπορων παιδιών και των ενηλίκων, οι όποιοι δεν είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν κάποια μαθήματα σε νεαρή ηλικία, με την Ίδρυση Νυκτερινής Σχολής.
Ό Ιεζεκιήλ κήρυττε τακτικά το ευαγγέλιο της Κυριακής και επεδίωκε την πνευματική αφύπνιση των κατοίκων της πόλης, πού δεν είχαν ενεργό συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Δεν παρέλειπε επίσης να επισκέπτεται τις φυλακές και τα διάφορα ιδρύματα, όπου ζούσαν οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι, και να τούς παρηγορεί και ενισχύει, για να αντέξουν τις δυσκολίες της ζωής. Πολλές πληροφορίες για τη δραστηριότητα του αυτή αντλούμε από συγκλονιστική επιστολή του, ημερομηνίας 27 Νοεμβρίου 1918, προς τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ’ με την οποία του ζητούσε να μεσολαβήσει, ώστε να απονεμηθεί χάρη στον δεκαεξάχρονο Λουκά Έρωτοκρίτου από το χωριό Πάχνα της Λεμεσού, ό οποίος είχε καταδικαστεί σε θάνατο από το κακουργιοδικείο.
Όπως χαρακτηριστικά σημείωνε σε αυτήν, ή μακρά πείρα του από εξομολογήσεις παρομοίων περιπτώσεων, του είχε δημιουργήσει τη βεβαιότητα της αθωότητας του Έρωτοκρίτου, τον όποιο προετοίμαζε για δεκαπέντε συνεχείς μέρες με το μυστήριο της θείας Εξομολόγησης, για να αντιμετωπίσει την επικείμενη εκτέλεση. Δυστυχώς, ή προσπάθεια του για τη σωτηρία του νεαρού κατάδικου δεν είχε αίσια κατάληξη και ό δεκαεξάχρονος κατάδικος απαγχονίστηκε μερικές ημέρες αργότερα
Από τις υπόλοιπες δραστηριότητες του αναφέρουμε τη συνεργασία του με τον Ανδρέα Θεμιστοκλέους, το 1890, για να αποκρούσουν την προσπάθεια του ιερέα της καθολικής εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης Λεμεσού, π. Τσελεστίνο, να προσηλυτίσει στον Παπισμό απογόνους Κρυπτοχριστιανών των χρόνων της Τουρκοκρατίας, οι όποιοι είχαν ασταθή εθνική συνείδηση, παρά τη δημόσια ομολογία της χριστιανικής τους πίστης.
Ό Τσελεστίνο ίδρυσε τότε λατινικά σχολεία στα χωριά Άγιο Τύχωνα και Κυβίδες και προγραμμάτιζε τη συνέχιση της «ιεραποστολικής» του δράσης και σε άλλα χωριά, όπου ζούσαν απόγονοι Λινοβαμβάκων. Με πρωτοβουλία τότε του Ανδρέα Θεμιστοκλέους και τη δραστήρια συμβολή του Ιεζεκιήλ πραγματοποιήθηκε γενική συνέλευση των κατοίκων της πόλης στη λέσχη «Ίσότης», όπου λήφθηκαν διάφορες αποφάσεις για την αντιμετώπιση του καθολικού ιερωμένου και τη στήριξη της αμφιταλαντευόμενης συνείδησης των κατοίκων των επηρεαζόμενων χωριών με την ίδρυση ελληνικών σχολείων. Ή άμεση αυτή αντίδραση συνέτεινε τελικά στην κατάρρευση των σχεδίων του Τσελεστίνο και στην απομόνωση του.
Έντιμος, ελεήμων και αφιλοχρήματος, κατάφερε να εξοικονομήσει κατά το μακρό χρονικό διάστημα των εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών του υπηρεσιών το ποσόν των 160 λιρών, το όποιο χορήγησε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 στη γενέτειρα του Χοιροκοιτία, ώστε να ανεγερθεί κατάλληλο κτήριο, πού λειτούργησε από το 1928 ως αναγνωστήριο για τη μόρφωση των συγχωριανών του. Δεν παρέλειπε δέ να στέλλει κατά καιρούς σε αυτό διάφορα έντυπα, ώστε να συμβάλει κατά το δυνατόν στην ήθικοκοινωνική ανάπτυξη των κατοίκων του χωρίου. Μερίμνησε επίσης με διάφορες δωρεές του και για την ευπρέπεια και καλύτερη λειτουργία τού κυρίως ναού της Χοιροκοιτίας.
Ό Ιεζεκιήλ απεχώρησε από την ενεργό υπηρεσία τον Απρίλιο του 1923, όταν ήταν εβδομήντα τεσσάρων ετών. Απεβίωσε τον Απρίλιο του 1930, αφήνοντας μνήμη αγαθού, πράου και ταπεινού ιερέα».
ΚΩΣΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑΣ
Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου
Πηγή: apantaortodoxias.blogspot.com