Πρωτομάρτυρας Κορνήλιος Νίτσα
24 Ιανουαρίου 2020
Πρωτομάρτυρας Κορνήλιος Νίτσα. Το πρώτο θύμα του Τσουρκάνου.
΄Ηταν τέλη του Φεβρουαρίου 1950. Κάποια μέρα φέρανε μέσα στο δωμάτιο έναν νέο φοιτητή με παιδικό πρόσωπο. Πρέπει να ήταν 19-20 χρόνων. Το όνομά του: Νίτσα Κορνήλιος.
Μπήκε κατ΄ευθείαν μαζί μας στο πύρ της «αναμόρφωσης», δηλαδή σε φοβερά βάσανα. Όλη την νύχτα μάς έκαναν τρομερά βάσανα, ο ίδιος ο Τσουρκάνου καί η ομάδα του, που είχε περισσότερο από τριάντα τραμπούκους. Το πάτωμα ήταν βρεγμένο με αίμα, τα ρούχα των βασανισμένων το ίδιο. Ο Τσουρκάνου βγήκε από το δωμάτιο, αλλά μετά από ένα ή δύο λεπτά ξαναπέρασε μέσα σαν σίφουνας:
– Ρέ, προσέχετε! Έχουμε έλεγχο. Όταν φωνάξω «Όρθιοι!», όλοι να σηκωθείτε!
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα καί στο δωμάτιο μπήκαν δύο λαϊκοί καί δύο με στρατιωτική στολή.Τον πρώτο λαϊκό, που στεκότανε μπροστά, τον αναγνώρισα αμέσως βλέποντας το πρόσωπό του. Ήταν ο Ιωσήφ Κισινεύσκι, εβραϊκής καταγωγής.
– Ε, πώς είναι; ρώτησε κοροϊδευτικά ο Ιωσήφ Κισινεύσκι.
Εκείνη την στιγμή ο νέος φοιτητής που μόλις ήρθε την προηγούμενη μέρα, πετάχτηκε από την θέση του που ήταν δίπλα από το ξύλινο κρεβάτι καί είπε:
– Είμαι ο κρατούμενος Νίτσα Κορνήλιος. Πώς να είναι; Εσείς δέν βλέπετε; Μάς βασανίζουν!
Μόλις τότε τόλμησα να κοιτάξω τα πρόσωπα τών βασανισμένων. Ήταν παραμορφωμένοι στην κυριολεξία. Πρόσωπα πρισμένα, μάτια φουσκωμένα καί μαύρα από τα κτυπήματα. Σε μερικούς τους έτρεχε ακόμα αίμα από το στόμα. Ήταν ένα φοβερό θέαμα.
– Τί, παραπονιέσαι ότι σάς βασανίζουν; Αυτό δέν είναι τίποτε! Σάς φέρανε εδώ να σάς σκοτώσουν! Να μάς πείτε ευχαριστώ γιά τις ανθρώπινες συνθήκες που σάς προσφέρουμε! Λέγοντας αυτά, γύρισαν όλοι όπισθεν καί βγήκανε βιαστηκά από το δωμάτιο.
Μείναμε όλοι κατάπληκτοι ακούγοντας την απάντηση. Δέν είχαμε πιά σε ποιόν να κάνουμε παράπονα. Αισθανόμασταν ότι είμαστε χαμένοι.
Ο Τσουρκάνου έκλεισε ήρεμα την πόρτα πίσω από τους ελεγκτές. Μετά, κοιτάζοντας άγρια τον Νίτσα Κορνήλιο, άρχισε να τον βρίζει, λέγοντας τις πιό άσχημες βρισιές που γνώριζε.
– Γδύσου αμέσως!
Έτσι ο καημένος Νίτσα έβγαλε τα ρούχα του καί έμεινε εντελώς γυμνός. Δύο από τα ρομπότ τού Τσουρκάνου του δέσανε πίσω τα χέρια. Ανάμεσα στα χέρια βάλανε ένα ξύλο χονδρό γιά να αντέξει καί οι δύο τον σήκωσαν στο ύψος του πάνω ξύλινου κρεβατιού, μέχρι που έμεινε κρεμασμένος έτσι, στην πιό οδυνηρή θέση. Μετά ο Τουρκάνου πήρε ένα ρόπαλο ( περίπου σάν το χέρι μου ) καί άρχισε να κτυπάει τον Νίτσα. Τον κτυπούσε στο πρόσωπο με αυξανομένη αγριότητα. Σε κάθε κτύπημα, το κεφάλι του πεταγότανε δεξιά ή αριστερά. Είχαμε την εντύπωση ότι ο λαιμός, που φαινότανε ότι δεν έχει σάρκα πλέον, θα σπάσει καί το κεφάλι θα πεταχτεί μακριά, κατακυλώντας.
Άκουσα πως, σε ένα πιό δυνατό κτύπημα, τα κόκαλα τού προσώπου του σπάσανε. Διέκρινα έναν κρότο σβηστό καί βουβό, σάν να είχε σπάσει η φλούδα ενός λεπτού καρυδιού. Σε ένα άλλο κτύπημα, περισσότερα δόντια πεταχτήκανε από το στόμα του. Τα μάτια του ματώσανε, φουσκομένα, έτοιμα να βγούνε από τα βαθουλώματά τους, έχοντας τον φόβο καί τον τρόμο τυπομένους πάνω τους. Άρχισε να κάνει εμετό θρόμβους αίματος, ενώ μία στάγονα αίματος έτρεχε από το αυτί του.
Δέν μπορώ να καταλάβω πόσο κράτησαν τα βάσανα αυτού του μάρτυρα, γιατί κάθε στιγμή φαινότανε μία αιωνιότητα. Κάποια στιγμή άφησε το κεφάλι του κάτω, δίνοντας σήμα θανάτου. Όμως καί έτσι, ο Τσουρκάνου κτύπησε ακόμα μερικές φορές το κεφάλι που κρεμότανε χωρίς ζωή. Το νεκρό σώμα, με εκείνο το τρυφερό παιδικό πρόσωπο, φοβερά συντετριμμένο, αίμα ανακατεμένο με σάρκα, βρισκόταν τώρα στην μέση του δωματιού. Αμέσως φέρανε μία κουβέρτα, τύλιξαν το πτώμα καί το βγάλανε στο διάδρομο. Από εκεί το απομάκρυναν οι επόπτες. ( Μάλλον το πέταξαν σε ένα κοινό λάκκο. Έτσι συνήθιζαν…)
Πηγές:
Κείμενο: Γεώργιος Αντρέικα- Μαρτυρίες, Μαρτυρίες…
Εικονογράφηση:
1. Icoana Noilor Martiri ai pământului Românesc, Editura Bonifaciu, Bacău 2009.
2. Fericiti cei prigoniti -martiri ai temniţelor româneşti-, ed. îngrijită de Matei Marin, Editura Bonifaciu, Bucuresti 2008.