Η φιλοξενία του Χριστού (κυπριακό λαϊκό διήγημα)
13 Οκτωβρίου 2019
Μιά φορά ήταν μιά γυναίκα. Εις τη στράταν της μιάν ημέρα εσυνάντησε τον Ιησού Χριστό. Τον Χαιρέτησε, του έβαλε μετάνοια, του φίλησε το χέρι και του λέγει:
-Σε περιμένω αύριο να ΄ρθεις στο σπίτι μου. Θα κάμω ετοιμασία. Θα’ ρθείς?
-Θά έρθω.
Πήγε τότε η γυναίκα,μάνι-μάνι σκούπισε,σφουγγάρισε, έβαλε τα τραπεζομάντιλα της τα καλά… Τα έκαμε ούλα ταιριαστά. Μαγείρεψε κιόλας, έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι, όλα έτοιμα και περίμενε τον Ιησού Χριστό να ‘ ρθεί. Περίμενε, περίμενε… Νάσου ανέφανε ένας γέρος.
– Κάμε ελεημοσύνη, κόρη μου.– Χάτε, άμε στην δουλειά σου. Καρτερώ ξένους εγώ.
Τον έδιωξε. Ύστερα από λίγο φάνηκε ένας άλλος.
– Μα πάει ένας, έρχαιτε άλλος; Εγώ καρτερώ ξένους, και θα μου κουβαληθείτε σεις οι γέροι; Λάμνετε στη δουλειά σας.
Ύστερα φάνηκε μια γερόντισσα. Την έδιωξε και αυτή.
Καρτέρει, καρτέρει, Χριστός δεν εφάνη.
Την άλλη μέρα, από το πρωΐ βγήκε έξω η γυκαίκα. Πήγε να εύρη τον Χριστό. Λαλεί του:
– Εχθές σε περίμενα να ‘ ρθείς όλη μέρα κι έκαμα ετοιμασία…
– Ήρθα τρείς φορές, λαλεί της, κι μ΄έδιωξες. Τρείς φορές ήρθα και μ΄έδιωξες. Τρείς φορές ήρθα και μ ‘ έβγαλες έξω.
– Πότε ήρθες; Δεν σε είδα.
– Δεν με είδες; Εκείνος ο γέρος ποιος ήταν; Ο άλλος ο άρρωστος ποιος ήταν; Η γερόντισσα που ήρθε ποιος ήταν;
Έμεινε τότε η γυναίκα ξερή κι ‘ εθώρεν τον. Δεν ήξερε τι να πει.
Τώρα όταν έρθει ένας φτωχός, νομίζουμε πως δεν είναι ο Ιησούς Χριστός. Δεν ακούεις που λαλεί ο Χριστός: αν δεν είδες εμένα, είδες τον αδελφό μου τον ελάχιστο;
Πηγή: Πνευματικά Θησαυρίσματα