Αγιορειτικός Δεκαπενταύγουστος (ποίημα Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ)
16 Αυγούστου 2016
Τὸ Ἅγιον Ὄρος ὅλο ἀπὸ μέρες συγυρίζεται,
Μαννούλα μου, ἀπ’ ἄκρο σ’ ἄκρο,
γιὰ νὰ γιορτάσει τὴ ζωαρχική Σου Κοίμηση.
Ἀπ’ τῶν Ἰβήρων τὸ τρανομονάστηρο
ὥς τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τὴν Κερασιά,
τὸ φοβερὸ Καρούλι, τὴν Καψάλα καὶ τὰ Κατουνάκια,
ἴσαμε τὶς Καρυὲς μὲ τὸ Σεράϊ καὶ
τὸ Ἄξιόν Ἐστιν εἰς τὸ Πρωτᾶτο,
μέχρι τὸν Ἅη Βασίλειο, τὴ Νέα Σκήτη καὶ τὴ Θηβαΐδα,
ποὺ τὴνε λὲν καὶ Γουρνοσκήτη,
Καθολικά, Κυριακά, φτωχὰ ναΰδρια σὲ Καλύβια,
ὅλα σπουδαίως εὐπρεπίζονται,
Μαννούλα μου, γιὰ Σένα.
Χοροί, δρακόνια, πολυέλαιοι,
διβάμβουλα, λουσέρνες, μανουάλια,
κατζία, ἀσημένια θυμιατά,
ὅλα γιαλίζονται ἐπιμελῶς,
γιὰ νὰ ἀστράφτουν ὅταν θὰ ἀστράψει
ὁλοφώτεινη, θεολαμπής,
ἀναχωροῦσα ἡ ψυχή Σου.
Ἄμφια γιορτινὰ ἀερίζονται καὶ σιδερώνονται,
μανδύες λύνονται ἀρχιερατικοὶ
καὶ ἡγουμενικοί,
δένονται πατερίτσες,
θρόνοι καὶ ταπεινὰ στασίδια ξεσκονίζονται,
ποδέες ἀναρτῶνται,
τάπητες στρώνονται ἐπεύχιοι,
ὀμβρέλες χρυσοκέντητες, περίτεχνες,
ἀνοίγονται γιὰ νὰ στεγάσουνε,
Μαννούλα μου,
τὸ ὑπερβάλλον κάλλος τῆς μορφῆς Σου,
ποὺ θαμπώνει τὸν ἥλιο.
Τ’ ἀρχονταρίκια πλημμυρίζουν.
Πλοῖα, πλοιάρια κάθε λογῆς,
ὀχηματαγωγά, ταχύπλοα, μικρά, μεγάλα,
ἀδιακόπως ξεφουρνίζουνε μὲ δρομολόγια
πυκνὰ καὶ ἀλλεπάλληλα
ἀτέλειωτες οὺρὲς προσκυνητῶν,
οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ περιηγητῶν καὶ περιέργων.
Ἄλλα στὴ Δάφνη κι ἄλλα στοὺς ἀρσανάδες
τῆς βορεινῆς ἀνήσυχης πλευρᾶς,
ὅπου καὶ ἡ κατ’ ἐξοχὴν πανηγυρίζουσα
τριτόθρονη Μονὴ τῶν πάλαι Ἰβήρων.
Ἡ θάλασσα φιλοτιμεῖται νὰ προσφέρει
ἄφθονους ροφούς,
ξιφίες, συναγρίδες καὶ σφυρίδες
γιὰ τὴν ἑόρτια τράπεζα τῶν Μεγάλων
καὶ Βασιλικῶν Μονῶν,
μπακαλιαράκια, γόπες, παλαμίδες
γιὰ τὸ λιτὸ ἀσκητικὸ τραπέζι
τῶν τοῦ Χριστοῦ σωματικῶς πενήτων.
Πολυαρχιερατικὴ θὰ εἶν’ ἡ λειτουργία
στὴν Ἰβήρων, ἄξια τῆς πολύχαρης Πορταϊτίσσης.
Λόγος περίτεχνος κι ὀλίγον κουλτουριάρικος
ἀναμένεται καὶ πάλι ν΄ ἀκουσθῇ
ἀπὸ χείλη προηγουμενικά,
μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς δὲ θὰ χρειασθῇ
νὰ ἀνατρέξουνε καὶ φέτος οἱ ἀκροατὲς
στὸν περιάκουστο Πατερικὸ ἐκεῖνο
λόγο «Περὶ ἀκαταλήπτου».
Ὁ γερο-Τρύφων ὁ Νεοσκητιώτης λιβανᾶς,
ὁ νοσοκόμος κι ἄξιος ὁμότεχνος τ’Ἁγίου Εὐφροσύνου,
σπεύδει χωλαίνοντι δεινῶς, ἀλλὰ κι ἀγαλλομένῳ λίαν
γιὰ τὴ Θεομητορικὴ μεγάλη ἑορτὴ ποδί,
ν’ἀνέβῃ στὴν πανηγυρίζουσα Μονὴ
καὶ ν’ ἀναλάβῃ γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ
ὑπεύθυνα τὴν ἔψηση τῶν ὀψαρίων,
ν’ ἀναπαυθοῦν πατέρες καὶ προσκυνητὲς
μετὰ ἀπὸ τὴ μακρά, τὴν ὁλονύκτια,
τὴν ψυχοτρόφο ἀγρυπνία.
Στὸ Βατοπαίδι θὰ κατέβει ἀπὸ τὸ σύνθρονο
ἡ Βηματάρισσα,
θὰ τὴν ἐγκαθιδρύσουν στὸ σολέα,
θὰ τὴν στολίσουν μὲ ποδέα χρυσαστεροκέντητη
κι ὀμβρέλλα ἀκτινοπλούμιστη τοῦ «Μακρυνοῦ»,
καὶ θὰ ἀκούσει ἐκεῖ,
πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ,
τὸν ὕμνο τὸν ἐξόδιο ἀπὸ τὴν ἀγγελόφωνη
τῶν Βατοπαιδινῶν πατέρων χορῳδία.
Στὴ Γρηγορίου οἱ πατέρες θὰ ἰδοῦν
τὸν μακαρίτη Γέροντα Γεώργιο
μέσ’ στὶς πτυχὲς τοῦ φελονίου τ’ Ἅη Νικόλα
νὰ κυκλώνει ταπεινὰ μετὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ Πατέρων
τὸν ἅγιον τῆς Θεοτόκου κράββατον,
νὰ ψάλλει ἔνθους μὲ τὴν καλογερικὴ φωνούλα του
ὕμνο ἐξόδιο Θεολογίας ἀκραιφνοῦς καὶ ὀρθοδόξου,
ἐνῷ τὰ φωτεινά του μάτια
θὰ χύνουν δάκρυα ὁλόγλυκα
ἐπὶ τῆ θέᾳ τῆς θείας τῆς Θεοτόκου Μεταστάσεως.
Στὴ Διονυσίου ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ Λουκᾶ,
ἡ Παναγία ἡ περίπυστος τοῦ Ἀκαθίστου,
θὰ μεταβῇ ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι στὸ Καθολικό,
ν’ ἀκούσει ἐκεῖ ἀπ’ τ΄ ἁγιασμένα στόματα
τῶν ἐξαϋλωμένων τῆς Νέας Πέτρας καλογήρων,
«Δέχου παρ’ ἡμῶν ὠδὴν τὴν ἐξόδιον,
Μῆτερ τοῦ ζῶντος Θεοῦ»,
σεμνοπρεπῶς κανοναρχοῦντος
καὶ ἰθύνοντος τῇ τρισαγίᾳ δεξιᾷ
αὐτοπροσώπως τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου.
Ὁ παπᾶ-Γιάννης στὴν Ἁγία Ἄννα
μὲ τὴν ταπεινή, τὴν ἐθελόπτωχη τὴ συνοδεία του,
θὰ ἀγρυπνήσει καὶ θὰ ἑορτάσει ἀσκητικῶς
τὸ πανηγύρι τῆς Καλύβης του,
μὲ ἐρημητικὴ κατάνυξη καὶ καρδιακὴ
τῶν πανηγυριστῶν φιλοξενία.
Οἱ Καρουλιῶτες ἀναχωρητές,
οἱ Κατουνακιῶτες, οἱ Βιγλιῶτες κι ἄλλοι,
μὲ τὰ σκαμμένα πρόσωπα καὶ τὰ βασανισμένα χέρια,
ἔχοντας τὸν τρίχινο ἐρημητικὸ τορβᾶ τους στὸν ὦμο,
θὰ κατευθυνθοῦνε σιωπηλοί,
νοερὰ τὴν μονολόγιστη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ
ἀπὸ καρδίας ἀδιακόπως ἐπαναλαμβάνοντες,
στὴν πολυσέβαστη Μεγίστη Λαύρα,
ἐκεῖ μὲ τὸν Κοινοβιάρχη Κτήτορα Ἅγιο Ἀθανάσιο
καὶ μὲ τὸν Νικηφόρο τὸ Φωκᾶ,
τὸν ἐλευθερωτὴ περικλεῆ τοῦ Γένους Βασιλέα,
νὰ προσκυνήσουν τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγὸ
στὴν τίμια καταστολὴ καὶ ἀναχώρησή Της.
Οἱ ἄγγελοι ἑτοιμάζονται νὰ σείσουν τὰ καμπαναριὰ
κρούοντες τάλαντα ξύλινα καὶ κόπανους,
καμπάνες ἠχηρὲς καὶ χρυσοκρυσταλόφωνες,
σήμαντρα σιδηρᾶ καὶ καμπανέλια,
σ’ εὔηχες ἁρμονίες νίκης κατὰ τοῦ θανάτου,
Θεομητορικῆς ἡδύτητος καὶ εὐφροσύνης ἁρμονίες.
Κι ὁ γερο-Ἄθως, λουσμένος στὴ χάρη καὶ στὸ φῶς,
ἄρχισε κιόλας νὰ ὑποκλίνεται προσκυνητῶς,
μ’ ὅλη του τὴν εὐλάβεια καὶ τὸ δέος
στὴν Κυρία του,
τὴν Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ Φωτός.
Μητροπολίτης Προικοννήσου Ιωσήφ
Ἅγιον Ὄρος, Ἱ. Μ. Γρηγορίου, 25-8-14
Πηγή
Τὸ Ἅγιον Ὄρος ὅλο ἀπὸ μέρες συγυρίζεται,
Μαννούλα μου, ἀπ’ ἄκρο σ’ ἄκρο,
γιὰ νὰ γιορτάσει τὴ ζωαρχική Σου Κοίμηση.
Ἀπ’ τῶν Ἰβήρων τὸ τρανομονάστηρο
ὥς τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τὴν Κερασιά,
τὸ φοβερὸ Καρούλι, τὴν Καψάλα καὶ τὰ Κατουνάκια,
ἴσαμε τὶς Καρυὲς μὲ τὸ Σεράϊ καὶ
τὸ Ἄξιόν Ἐστιν εἰς τὸ Πρωτᾶτο,
μέχρι τὸν Ἅη Βασίλειο, τὴ Νέα Σκήτη καὶ τὴ Θηβαΐδα,
ποὺ τὴνε λὲν καὶ Γουρνοσκήτη,
Καθολικά, Κυριακά, φτωχὰ ναΰδρια σὲ Καλύβια,
ὅλα σπουδαίως εὐπρεπίζονται,
Μαννούλα μου, γιὰ Σένα.
Χοροί, δρακόνια, πολυέλαιοι,
διβάμβουλα, λουσέρνες, μανουάλια,
κατζία, ἀσημένια θυμιατά,
ὅλα γιαλίζονται ἐπιμελῶς,
γιὰ νὰ ἀστράφτουν ὅταν θὰ ἀστράψει
ὁλοφώτεινη, θεολαμπής,
ἀναχωροῦσα ἡ ψυχή Σου.
Ἄμφια γιορτινὰ ἀερίζονται καὶ σιδερώνονται,
μανδύες λύνονται ἀρχιερατικοὶ
καὶ ἡγουμενικοί,
δένονται πατερίτσες,
θρόνοι καὶ ταπεινὰ στασίδια ξεσκονίζονται,
ποδέες ἀναρτῶνται,
τάπητες στρώνονται ἐπεύχιοι,
ὀμβρέλες χρυσοκέντητες, περίτεχνες,
ἀνοίγονται γιὰ νὰ στεγάσουνε,
Μαννούλα μου,
τὸ ὑπερβάλλον κάλλος τῆς μορφῆς Σου,
ποὺ θαμπώνει τὸν ἥλιο.
Τ’ ἀρχονταρίκια πλημμυρίζουν.
Πλοῖα, πλοιάρια κάθε λογῆς,
ὀχηματαγωγά, ταχύπλοα, μικρά, μεγάλα,
ἀδιακόπως ξεφουρνίζουνε μὲ δρομολόγια
πυκνὰ καὶ ἀλλεπάλληλα
ἀτέλειωτες οὺρὲς προσκυνητῶν,
οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ περιηγητῶν καὶ περιέργων.
Ἄλλα στὴ Δάφνη κι ἄλλα στοὺς ἀρσανάδες
τῆς βορεινῆς ἀνήσυχης πλευρᾶς,
ὅπου καὶ ἡ κατ’ ἐξοχὴν πανηγυρίζουσα
τριτόθρονη Μονὴ τῶν πάλαι Ἰβήρων.
Ἡ θάλασσα φιλοτιμεῖται νὰ προσφέρει
ἄφθονους ροφούς,
ξιφίες, συναγρίδες καὶ σφυρίδες
γιὰ τὴν ἑόρτια τράπεζα τῶν Μεγάλων
καὶ Βασιλικῶν Μονῶν,
μπακαλιαράκια, γόπες, παλαμίδες
γιὰ τὸ λιτὸ ἀσκητικὸ τραπέζι
τῶν τοῦ Χριστοῦ σωματικῶς πενήτων.
Πολυαρχιερατικὴ θὰ εἶν’ ἡ λειτουργία
στὴν Ἰβήρων, ἄξια τῆς πολύχαρης Πορταϊτίσσης.
Λόγος περίτεχνος κι ὀλίγον κουλτουριάρικος
ἀναμένεται καὶ πάλι ν΄ ἀκουσθῇ
ἀπὸ χείλη προηγουμενικά,
μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς δὲ θὰ χρειασθῇ
νὰ ἀνατρέξουνε καὶ φέτος οἱ ἀκροατὲς
στὸν περιάκουστο Πατερικὸ ἐκεῖνο
λόγο «Περὶ ἀκαταλήπτου».
Ὁ γερο-Τρύφων ὁ Νεοσκητιώτης λιβανᾶς,
ὁ νοσοκόμος κι ἄξιος ὁμότεχνος τ’Ἁγίου Εὐφροσύνου,
σπεύδει χωλαίνοντι δεινῶς, ἀλλὰ κι ἀγαλλομένῳ λίαν
γιὰ τὴ Θεομητορικὴ μεγάλη ἑορτὴ ποδί,
ν’ἀνέβῃ στὴν πανηγυρίζουσα Μονὴ
καὶ ν’ ἀναλάβῃ γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ
ὑπεύθυνα τὴν ἔψηση τῶν ὀψαρίων,
ν’ ἀναπαυθοῦν πατέρες καὶ προσκυνητὲς
μετὰ ἀπὸ τὴ μακρά, τὴν ὁλονύκτια,
τὴν ψυχοτρόφο ἀγρυπνία.
Στὸ Βατοπαίδι θὰ κατέβει ἀπὸ τὸ σύνθρονο
ἡ Βηματάρισσα,
θὰ τὴν ἐγκαθιδρύσουν στὸ σολέα,
θὰ τὴν στολίσουν μὲ ποδέα χρυσαστεροκέντητη
κι ὀμβρέλλα ἀκτινοπλούμιστη τοῦ «Μακρυνοῦ»,
καὶ θὰ ἀκούσει ἐκεῖ,
πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ,
τὸν ὕμνο τὸν ἐξόδιο ἀπὸ τὴν ἀγγελόφωνη
τῶν Βατοπαιδινῶν πατέρων χορῳδία.
Στὴ Γρηγορίου οἱ πατέρες θὰ ἰδοῦν
τὸν μακαρίτη Γέροντα Γεώργιο
μέσ’ στὶς πτυχὲς τοῦ φελονίου τ’ Ἅη Νικόλα
νὰ κυκλώνει ταπεινὰ μετὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ Πατέρων
τὸν ἅγιον τῆς Θεοτόκου κράββατον,
νὰ ψάλλει ἔνθους μὲ τὴν καλογερικὴ φωνούλα του
ὕμνο ἐξόδιο Θεολογίας ἀκραιφνοῦς καὶ ὀρθοδόξου,
ἐνῷ τὰ φωτεινά του μάτια
θὰ χύνουν δάκρυα ὁλόγλυκα
ἐπὶ τῆ θέᾳ τῆς θείας τῆς Θεοτόκου Μεταστάσεως.
Στὴ Διονυσίου ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ Λουκᾶ,
ἡ Παναγία ἡ περίπυστος τοῦ Ἀκαθίστου,
θὰ μεταβῇ ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι στὸ Καθολικό,
ν’ ἀκούσει ἐκεῖ ἀπ’ τ΄ ἁγιασμένα στόματα
τῶν ἐξαϋλωμένων τῆς Νέας Πέτρας καλογήρων,
«Δέχου παρ’ ἡμῶν ὠδὴν τὴν ἐξόδιον,
Μῆτερ τοῦ ζῶντος Θεοῦ»,
σεμνοπρεπῶς κανοναρχοῦντος
καὶ ἰθύνοντος τῇ τρισαγίᾳ δεξιᾷ
αὐτοπροσώπως τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου.
Ὁ παπᾶ-Γιάννης στὴν Ἁγία Ἄννα
μὲ τὴν ταπεινή, τὴν ἐθελόπτωχη τὴ συνοδεία του,
θὰ ἀγρυπνήσει καὶ θὰ ἑορτάσει ἀσκητικῶς
τὸ πανηγύρι τῆς Καλύβης του,
μὲ ἐρημητικὴ κατάνυξη καὶ καρδιακὴ
τῶν πανηγυριστῶν φιλοξενία.
Οἱ Καρουλιῶτες ἀναχωρητές,
οἱ Κατουνακιῶτες, οἱ Βιγλιῶτες κι ἄλλοι,
μὲ τὰ σκαμμένα πρόσωπα καὶ τὰ βασανισμένα χέρια,
ἔχοντας τὸν τρίχινο ἐρημητικὸ τορβᾶ τους στὸν ὦμο,
θὰ κατευθυνθοῦνε σιωπηλοί,
νοερὰ τὴν μονολόγιστη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ
ἀπὸ καρδίας ἀδιακόπως ἐπαναλαμβάνοντες,
στὴν πολυσέβαστη Μεγίστη Λαύρα,
ἐκεῖ μὲ τὸν Κοινοβιάρχη Κτήτορα Ἅγιο Ἀθανάσιο
καὶ μὲ τὸν Νικηφόρο τὸ Φωκᾶ,
τὸν ἐλευθερωτὴ περικλεῆ τοῦ Γένους Βασιλέα,
νὰ προσκυνήσουν τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγὸ
στὴν τίμια καταστολὴ καὶ ἀναχώρησή Της.
Οἱ ἄγγελοι ἑτοιμάζονται νὰ σείσουν τὰ καμπαναριὰ
κρούοντες τάλαντα ξύλινα καὶ κόπανους,
καμπάνες ἠχηρὲς καὶ χρυσοκρυσταλόφωνες,
σήμαντρα σιδηρᾶ καὶ καμπανέλια,
σ’ εὔηχες ἁρμονίες νίκης κατὰ τοῦ θανάτου,
Θεομητορικῆς ἡδύτητος καὶ εὐφροσύνης ἁρμονίες.
Κι ὁ γερο-Ἄθως, λουσμένος στὴ χάρη καὶ στὸ φῶς,
ἄρχισε κιόλας νὰ ὑποκλίνεται προσκυνητῶς,
μ’ ὅλη του τὴν εὐλάβεια καὶ τὸ δέος
στὴν Κυρία του,
τὴν Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ Φωτός.
Μητροπολίτης Προικοννήσου Ιωσήφ
Ἅγιον Ὄρος, Ἱ. Μ. Γρηγορίου, 25-8-14