Ο μοναχισμός ως μελέτη θανάτου και βίωσης της ανάστασης
28 Αυγούστου 2015
Έχει ειπωθεί, εύστοχα, πως ο μοναχισμός είναι τελικά μιαδιαρκής και διά βίου «μελέτη θανάτου».
Τούτο ασφαλώς δεν σημαίνει θέαση της ζωής υπό την προοπτική της αναίρεσης της χαράς. Καί πολύ περισσότερο δεν σημαίνει προσπάθεια στέρησης από τον άνθρωπο της αίσθησης της δικής του προσωπικής δυναμικής προς την δημιουργικότητα.
Μιά σώφρονα κατανόηση της ιστορίας και των πραγμάτων του κόσμου τούτου προϋποθέτει αναμφίβολα και τη «μελέτη θανάτου». Γιατί, «όποιος μελετάει το θάνατο, εκείνος και καταλαβαίνει τη Ζωή»!
Η ερμηνεία της ζωής υπό την προοπτική της παρούσας ανεστιότητας, της αίσθησης ότι είμαστε δηλαδή απλώς πάροικοι εδώ, είναι δυνατό να αποβεί και θετικό γεγονός. Η βεβαιότητα του θανάτου για όλους μας δεν είναι και τόσο τραγική. Μπορεί να λειτουργήσει θετικά και απελευθερωτικά στην κάθε στιγμή της ζωής μας. Ο παρών βίος μας έχει τα όρια του. Ανάγκη, λοιπόν, ο άνθρωπος να απαλλαγεί από εκείνη την αγχωτική και βασανιστική προσπάθεια για την κατάκτηση αγαθών και δύναμης στην καθημερινότητά του, που τον κάνει δέσμιο της δαιμονικής τάσης για επικυριαρχία επί των άλλων, ως εάν ο παρών βίος μας να είναι μόνιμος και αιώνιος. Τίποτε, ασφαλώς, δεν είναι πιο βέβαιο από το γεγονός ότι η παρούσα ζωή μας ορίζεται απαρέγκλιτα από την στιγμή της γέννησης και τη στιγμή του φυσικού θανάτου. Καί τα όρια αυτά, αν και άγνωστα, είναι ορισμένα και προσδιοριστικά για το μήκος της παρούσας ζωής μας.
Αυτή η αίσθηση δεν δημιουργεί μελαγχολία και πολύ περισσότερο φοβία και πνευματική ανασφάλεια. Είναι μία απελευθερωτική βεβαιότητα. Η καθημερινή θλίψη, ο πόνος, τα δάκρυα και το πένθος, παίρνουν τη μορφή μιάς θετικής διεργασίας στην πορεία ολοκλήρωσης του ανθρώπου. Η ασκητική και νηπτική θεολογία ομιλεί συχνά για το χαροποιόν πένθος, τη χαρμολύπη και τα χαροποιά δάκρυα. Η διαρκής αίσθηση και ανάγκη για πλήρωση και ολοκλήρωση της προσωπικότητας δεν είναι τυχαία. Έρχεται μετά από μακροχρόνια προσπάθεια, από αγώνα, υπομονή και μεγάλη καρτερία. Οι ωδίνες του τοκετού είναι αφόρητες αλλά αναγκαίες για κάθε γέννηση και δημιουργία.
Είναι λάθος να θεωρείται ότι η γέννηση τροφοδοτεί το θάνατο. Η γέννηση πλουτίζει αδιάκοπα τη ζωή. Καί ο τάφος είναι μία νέα μήτρα της εσχατολογικής μας ζωής. Διά του θανάτου πορευόμαστε και πάλι προς την όντως ζωή.
Ο θάνατος, μας λέει η θεολογία, είναι απόρροια της αμαρτίας. Κάθε, επομένως, αμαρτωλοκεντρική βίωση της ζωής μας συνδέει άμεσα με το θάνατο. Καί από την άλλη πλευρά, μια θανατοκεντρική θεολογία και πνευματικότητα μας υπενθυμίζει και μας συνδέει με την αμαρτία. Η ορθόδοξη θεολογία και πνευματικότητα δεν έχει καμιά σχέση με την αμαρτία και το θάνατο. Έχει την αναφορά της στη ζωή και στην ανάσταση.
Είναι χαρακτηριστικό πως η Ορθοδοξία δεν εγκλωβίζει τους πιστούς της στην πένθιμη ατμόσφαιρα των γεγονότων της Μεγάλης Εβδομάδας. Τα πάθη, το σταυρό και το θάνατο, τα βλέπει υπό την προοπτική της ανάστασης του Χριστού. Η Μεγάλη Πέμπτη, στην καρδιά της εβδομάδας των παθών, είναι ουσιαστικά ημέρα ευχαριστιακή και πασχάλια, ημέρα του μεγάλου εσχατολογικού δείπνου. Τη Μεγάλη Παρασκευή στολίζουν τον επιτάφιο συνήθως νέοι και νέες με άνθη λευκά και κόκκινα, ωσάν να στολίζουν την παστάδα του Νυμφίου που έρχεται και όχι την εκφορά ενός νεκρού. Η εκφώνηση «ιδού ο Νυμφίος έρχεται» είναι μια πασχάλια και θριαμβευτική κραυγή, που αναγγέλλει τη ζωή και όχι το θάνατο.
Η Μεγάλη Εβδομάδα αρχίζει, επίσης, με το Σάββατο της ανάστασης του Λαζάρου και καταλήγει στο Μεγάλο Σάββατο της ανάστασης του Χριστού. Στη Δυτική Μακεδονία βλέπουμε, με ιδιαίτερη συγκίνηση, τα μικρά παιδιά, κατά την ημέρα του Σαββάτου του Λαζάρου, να μεταφέρουν με κόκκινα αυγά και λουλούδια στα καλαθάκια τους το μήνυμα της ανάστασης από σπίτι σε σπίτι, ανατρέποντας μια θανατοκεντρική και αμαρτωλοκεντρική πνευματικότητα που θέλει να επιβάλει ένας δυτικός τρόπος βίωσης της Μεγάλης Εβδομάδας.
Κάποτε γνώρισα στη Σαντορίνη ένα αγράμματο και απαίδευτο μοναχό, που δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Αλλά ούτε και να ψάλλει. Τη μόνη ψαλμωδία που γνώριζε και έψελνε, καθ’ όλη μάλιστα τη διάρκεια του έτους και αυτήν ακόμα την Μεγάλη Παρασκευή, ήταν το «Χριστός Ανέστη». Αυτό πάντα ψέλλιζε και αδιαμαρτύρητα διακονούσε τους ανθρώπους. Τίποτε άλλο. Ούτε κηρύγματα και κατηχήσεις ούτε θεολογίες και πνευματικές βαττολογίες. Αυτός ο μοναχός, νομίζω πως εξέφραζε με τη ζωή του τον «τύπο» του ακραιφνούς ορθόδοξου και παραδοσιακού μοναχισμού. Οι άλλοι μοναχοί γύρω του τον θεωρούσαν παλαβό και καθυστερημένο. Η παράδοση, όμως, πιθανώς να τον ονόμαζε «κατά Χριστόν σαλό».
Από το βιβλίο «Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος»
Γεωργίου Πατρώνου
Πηγή: isagiastriados.com