Βλέποντας την Πρόνοια του Θεού
7 Ιουνίου 2015
Ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να γίνει θεατής του τρόπου με τον οποίο κυβερνά τον κόσμο. Οι αιτίες, ωστόσο, των γεγονότων, οι αφετηρίες των θείων προσταγμάτων, είναι μόνο στον Θεό γνωστές: «Ποιός γνώρισε τη σκέψη του Κυρίου; Και ποιός μπόρεσε να γίνει σύμβουλός Του;». Και μόνο το ότι μπορεί ο άνθρωπος ν’ αντικρίσει τον Θεό μέσα στις ποικίλες εκφάνσεις της πρόνοιάς Του για την κτίση Του, μέσα στα ιστορικά γεγονότα, μέσα στην ίδια του τη ζωή, αποτελεί γι’ αυτόν το πιο πολύτιμο αγαθό, από το οποίο αποκομίζει πλούσια ψυχική ωφέλεια.
Υπερφυσική δύναμη αποκτά εκείνος που βλέπει στην κτίση τον Κτίστη της, τον Δημιουργό και Κύριο όλων των όντων, ορατών και αοράτων, και που, βλέποντάς Τον, Τον αναγνωρίζει ως παντοδύναμο Βασιλιά του σύμπαντος με απεριόριστη εξουσία πάνω σ’ αυτό. Τις τρίχες των κεφαλιών μας, τις τόσο μηδαμινές για την περιορισμένη σκέψη μας, κι αυτές τις έχει μετρημένες, κι αυτές τις εξουσιάζει η άπειρη και «πανταχού παρούσα» Σοφία. Αν ούτε μια τρίχα μας δεν μπορεί να χαθεί δίχως το δικό Της νεύμα, πολύ περισσότερο τίποτε άλλο σημαντικότερο δεν μπορεί ν’ αλλάξει στη ζωή μας, αν δεν το θελήσει ή δεν το παραχωρήσει Εκείνη. Γι’ αυτό ο χριστιανός, προσβλέποντας σταθερά στην πρόνοια του Θεού, ακόμα κι όταν βρίσκεται μέσα στις πιο μεγάλες συμφορές, διατηρεί αδιάπτωτη ανδρεία και απαρασάλευτη πίστη, λέγοντας μαζί με τον άγιο προφήτη και ψαλμωδό: «Βλέπω τον Κύριο παντοτινά μπροστά μου· στα δεξιά μου βρίσκεται, για να μην κλονιστώ». Ο Κύριος είναι βοηθός μου. Δεν θα φοβηθώ καμιά συμφορά, δεν θα παραδοθώ στην ακηδία, δεν θα βυθιστώ στη βαθιά θάλασσα της λύπης. Για όλα, δόξα τω Θεώ!
Ο άνθρωπος του Θεού, γνωρίζοντας την πρόνοιά Του, υποτάσσεται απόλυτα στο θέλημά Του. Και να πως παρηγορεί την πονεμένη καρδιά του, όταν τον χτυπούν από παντού οι θλίψεις: Όλα τα βλέπει ο Θεός. Αν
Αυτός, ο πάνσοφος, γνώριζε πως οι θλίψεις δεν θα με ωφελούσαν, θα τις έδιωχνε μακριά με την παντοδύναμη βουλή Του. Αφού δεν τις διώχνει, το πανάγιο θέλημά Του είναι να δοκιμαστώ. Πολύτιμο, πιο πολύτιμο κι από την ίδια τη ζωή είναι για μένα το θέλημα του Θεού! Καλύτερα είναι να πεθάνει το πλάσμα, παρά ν’ αρνηθεί το θέλημα του Πλάστη του· γιατί σ’ αυτό υπάρχει η αληθινή ζωή! Όποιος πεθαίνει για την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού, μεταβαίνει στην ανώτερη, την αιώνια ζωή. Για όλα, δόξα τω Θεώ!
Βλέποντας την πρόνοια του Θεού, η ψυχή κυριεύεται από απόλυτη γαλήνη και ακλόνητη αγάπη προς τον πλησίον, αισθήματα που κανένας άνεμος δεν μπορεί να ταράξει ή να θολώσει. Γι’ αυτή την ψυχή δεν υπάρχουν προσβολές, δεν υπάρχουν αδικίες, δεν υπάρχουν βλάβες, καθώς κατανοεί πως όλη η κτίση υπακούει τυφλά στον Κτίστη της και ενεργεί με δική Του εντολή ή δική Του παραχώρηση. Μέσα σ’ αυτή την ψυχή αντηχεί η φωνή της ταπεινοφροσύνης, που την καταδικάζει για αναρίθμητα αμαρτήματα, ενώ, απεναντίας, δικαιώνει τους άλλους ως όργανα της δίκαιης θείας πρόνοιας. Παρηγορητική είναι η φωνή της ταπεινοφροσύνης μέσα στις οδύνες. Ηρεμεί, ανακουφίζει. Απαλά μονολογεί: “Θα υπομείνω όλα όσα μου αξίζουν για τις άνομες πράξεις μου. Καλύτερα να υποφέρω στη σύντομη τούτη ζωή, παρά να βασανίζομαι αιώνια στον άδη. Δεν μπορούν να μείνουν ατιμώρητα τα αμαρτήματά μου· τον κολασμό τους απαιτεί η δικαιοκρισία του Θεού. Ανέκφραστη, λοιπόν, είναι η ευσπλαχνία Του, αφού στέλνει τις δίκαιες τιμωρίες στην πρόσκαιρη επίγεια ζωή!”. Για όλα, δόξα τω Θεώ!
Βλέποντας την πρόνοια του Θεού, κάθε άνθρωπος αισθάνεται την πίστη του σ’ Εκείνον να στερεώνεται και να αυξάνεται. Διακρίνοντας πίσω απ’ όλα τα γεγονότα το αόρατο χέρι του Κυρίου να κυβερνά τον κόσμο, μένει ατάραχος μπροστά στις φοβερές φουρτούνες της θάλασσας του βίου. Τα άγρια κύματα, οι τρομερές θύελλες, τα μαύρα σύννεφα δεν τον τρομάζουν. Πιστεύει πως το να γίνει κανείς πολίτης της θείας πολιτείας της Εκκλησίας καθώς και οι τύχες όλων των ανθρώπων ορίζονται από τον παντοδύναμο και πάνσοφο Θεό. Αυτή η πεποίθηση τον γεμίζει ικανοποίηση και ειρήνη. Στο αδύναμο πλάσμα, τον άνθρωπο, ταιριάζουν η ταπεινή υποταγή και η ευλαβική αποδοχή των κρίσεων του δυνατού Πλάστη. Μακάρι πάντοτε στη ζωή του να ακολουθεί την πορεία που Εκείνος έχει χαράξει και να εκπληρώνει τους σκοπούς που Εκείνος έχει καθορίσει! Για όλα, δόξα τω Θεώ!
Βλέποντας την πρόνοια του Θεού, ο άνθρωπος στέκεται με πνεύμα ταπεινής υποταγής όχι μόνο μπροστά στις πρόσκαιρες θλίψεις, αλλά —τολμηρό να το πω— μπροστά και σ’ εκείνες που τον περιμένουν πέρα από τον τάφο, στην αιωνιότητα! Γιατί ακόμα και τις αιώνιες θλίψεις τις επισκιάζει, τις εξουδετερώνει η ευλογημένη παρηγοριά που πλημμυρίζει την ψυχή, όταν αυτή απαρνηθεί τον εαυτό της και υποταχθεί στον Κύριο. Η αυταπάρνηση, η εγκατάλειψη στη θεία βούληση, διώχνει τον φόβο του θανάτου! Ο πιστός μαθητής του Χριστού παραδίνει την ψυχή του και την αιώνια προοπτική του στα χέρια Εκείνου, με ακλόνητη εμπιστοσύνη και αταλάντευτη ελπίδα στην αγαθότητα και τη δύναμή Του. Όταν η ψυχή χωριστεί από το σώμα με αναίδεια και θρασύτητα θα τη ζυγώσουν οι δαίμονες. Τότε εκείνη με την αυταπάρνησή της θα τρέψει σε φυγή τους μοχθηρούς αγγέλους του σκοτεινού κόσμου. “Πάρτε με! Πάρτε με!”, θα τους πει με ανδρεία. “Ρίξτε με στην άβυσσο του άδη, αν αυτό είναι το θέλημα του Θεού μου, αν έτσι αποφάσισε Εκείνος. Καλύτερα να στερηθώ τη γλυκύτητα του παραδείσου, καλύτερα να καίγομαι στις φλόγες του άδη, παρά να εναντιωθώ στο θέλημα και την απόφαση του μεγάλου Θεού. Σ’ Αυτόν παραδόθηκα και παραδίνομαι! Αυτός είναι, όχι εσείς, ο Κριτής των παθών και των αμαρτιών μου! Εσείς είστε μόνο εκτελεστές των αποφάσεών Του, παρ’ όλη την άλογη αποστασία σας”. Θα φρίξουν και θα σαστίσουν οι υπηρέτες του κοσμοκράτορα διαβόλου μπροστά σε τέτοια γενναία αυταπάρνηση, μπροστά σε τέτοια ταπεινή παράδοση στο θείο θέλημα! Γιατί εκείνοι, αποστέργοντας αυτή τη μακάρια υποταγή, από άγγελοι άγιοι και αγαθοί έγιναν δαίμονες ζοφεροί και κακόβουλοι. Θα φύγουν, λοιπόν, ντροπιασμένοι, και η ψυχή ανεμπόδιστα θα κινήσει για τον Θεό, που είναι ο θησαυρός της. Έτσι Αυτόν, που τώρα Τον βλέπει με την πίστη μέσα στην πρόνοιά Του, θα Τον βλέπει τότε όπως πραγματικά είναι, και αιώνια θα αναφωνεί: “Δόξα τω Θεώ!”.
(Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Ασκητικές εμπειρίες, τ. Β΄, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου 2009, σ. 140-144)