Γενικά Θέματα

Δωρεά ζωής: «Συ τετήρηκας τον καλόν οίνον έως άρτι»

18 Απριλίου 2015

Δωρεά ζωής: «Συ τετήρηκας τον καλόν οίνον έως άρτι»

Φωτο:amen.gr

Φωτο:amen.gr

 

Την ισοτιμία των δύο φύλων επαναφέρει με τη γέννησή του ο Χριστός. Όπως στην αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, από ένα άνδρα, τον Αδάμ, γεννήθηκε, χωρίς μεσολάβηση γυ­ναίκας, μια γυναίκα, η Εύα, έτσι τώρα, στην επανόρθωση της ιστορίας, από μια γυναί­κα, την Παναγία, γεννιέται, χωρίς μεσολά­βηση άνδρα, ένας άνδρας, ο Χριστός. Ο Χριστός ευαγγελίζεται την αρμονική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, και κατ’ επέκταση με τον εαυτό του, το συνάνθρωπό του και τη φύ­ση. Η αγάπη επανατοποθετείται ως ο μυστικός άξονας της ζωής.

Τούτο φαίνεται ήδη με το πρώτο θαύμα του Χριστού στο γάμο της Κανά (βλ. Ιω. 2:1-11). Το θαύμα αυτό συνοψίζει θαυμά­σια τη μέχρι τότε πορεία των σχέσεων άν­δρα και γυναίκας. Κάθε ζευγάρι —όπως ο Αδάμ και η Εύα— ξεκινά τη ζωή με όνειρα αιώνιας ευτυχίας, με όραμα αρμονικής συνύπαρξης. Και όμως. Ο ελλοχεύων εγωκε­ντρισμός, η αδυναμία πλήρους αποδοχής του άλλου, προκαλούν την έκπτωση της α­γάπης , διασπούν την ανδρόγυνη ενότητα, επιφέρουν τη ρήξη και τη σύγκρουση. Και έ­τσι, εκλείπει αυτό που δίνει χαρά, που προκαλεί την ευφροσύνη της ζωής. Τραγική κα­τάληξη η θλιβερή διαπίστωση: «Οίνον ουκ έχουσι» (Ιω. 2:3).

Οι άνθρωποι νομίζουν ότι θα καλύψουν την απουσία της αγάπης με την καταφυγή στο νό­μο . Σύμβολο του νόμου στον ύστερο Ιουδαϊ­σμό ήταν το νερό, με το οποίο ήσαν γεμάτες οι στάμνες. Και βέβαια όχι τυχαία οι στά­μνες ήσαν έξι, ένα πριν το επτά, σύμβολο της τελειότητας. Ο νόμος είναι μεν ένα θετικό βή­μα σε σχέση με την πλήρη ασυδοσία του ισχυ­ρού, αλλ’ υπολείπεται του τελείου. Το μέγι­στο που ο νόμος μπορεί να προσφέρει είναι η εξισορρόπηση υποχρεώσεων και δικαιωμά­των. Στην καλύτερη περίπτωση ο γάμος είναι συνεταιρισμός αμοιβαίων συμφερόντων, στη χειρότερη, νόμιμη και μόνιμη πορνεία.

Ο Χριστός όμως δεν φέρνει ένα ακόμη νόμο αλλά τη χάρη, τη συνεχώς δωρούμενη αγάπη του Θεού. Την αδυναμία των ανθρώ­πων να αγαπήσουν στο μέγιστο δυνατό βαθ­μό αναπληρώνει, χαρίζει (χάρη) η αγάπη του Θεού. Η αγάπη είναι δώρο του Θεού, που προσφέρεται σε όσους το ζητούν. Η ανδρόγυνη σχέση δεν στηρίζεται στο δίκαιο δια­κανονισμό υποχρεώσεων και δικαιωμάτων αλλά στην αυτοέξοδο και την αυτοπροσφορά των αγαπώντων προσώπων. Οι σύζυγοι κατανοούν ότι «όσο περισσότερο δίνεται κα­νείς, τόσο περισσότερο αποκτά και όσο περισσότερο ανήκει στον άλλο, τόσο περισσό­τερο βρίσκει τον ίδιο τον εαυτό του». Δύο ψυχές σε ένα σώμα και δύο σώματα σε μια ψυχή· να τί είναι ο έρωτας για την Εκκλη­σία. Σ’ αυτό «το δύσκολο διάλογο της πραγματικής αγάπης —δύσκολο γιατί χρειάζεται μια ολόκληρη ζωή πιστότητας για να τελειωθεί και να βαθύνει— σ’ αυτό το διάλογο στον οποίο “η ψυχή περιβάλλει το σώμα”, δύο πρόσωπα φθάνουν σταδιακά να γνωρίσουν το ένα το άλλο. Η ύπαρξή τους δεν πε­ριλαμβάνει πλέον κυριαρχία ή περιφρόνη­ση αλλά είναι μια κοινωνία στην οποία είναι ταυτόχρονα δύο και ένας, ως αποτέλεσμα αμοιβαίου σεβασμού, εορτασμού και τρυ­φερότητας».

Μέσα στην Εκκλησία και διά της Εκκλη­σίας οι σύζυγοι μαθαίνουν να μειώνουν το εγώ τους για να αυξηθεί το εμείς. Ασκού­νται να κατανοούν και να συμπαρίστανται στον άλλο κάτω από οποιεσδήποτε συνθή­κες. Ο έρως σταυρώνεται για να αναστηθεί σε αγάπη. Γιατί «είναι η αγάπη που σώζει την ομορφιά του έρωτα, που οδηγεί ολό­κληρο το ανθρώπινο πάθος του έρωτα στο θεϊκό βασίλειο. Η αγάπη είναι παράδοση, η αγάπη είναι θυσία. Η αγάπη είναι θεία ένω­ση». Όπως, με τη χάρη του Θεού και τη θέληση του ανθρώπου, το νερό μεταμορφώ­νεται σε κρασί, έτσι το εγωτικό πάθος μεταμορφώνεται σε χαρισματική αγάπη, η έν­δεια του ατόμου σε πληρότητα του προσώ­που. Η αγάπη —σαν το παλιό κρασί— με την πάροδο του χρόνου ωριμάζει και διαρκεί, γίνεται απροϋπόθετη, εκφέρεται χωρίς όρους και όρια, γίνεται δώρο. Εδώ «γίνεται δυνατή η πιστότητα. Το μυστήριο, η είσο­δος στο φως του Χριστού, με βοηθά να ανακαλύψω τον άλλο ως εικόνα του Θεού. Βα­θαίνει και σταθεροποιεί μέσα μου τη μονα­δική χάρη να γνωρίζω κάποιον άλλο, ψυχή τε και σώματι, ως αποκάλυψη. Έτσι ώστε όταν αλλάζει ο άλλος να διακρίνω μέσα του αυτό που δεν αλλάζει. Συλλαμβάνω την ει­κόνα του, την κλήση του, ωσάν ο Θεός να με έχει συνδέσει με την αγάπη που έχει γι’ αυτόν προαιωνίως, με την κλήση που του έχει απευθύνει προαιωνίως. Ο άλλος υπάρχει για μένα όχι μόνο μέσα στο χρόνο του θανάτου και της διάσπασης αλλά και μέσα στον αναστημένο χρόνο της προσωπικής ωρίμανσης, της γέννησης για την αιωνιότητα». Σε ένα ζευγάρι «το δώρο που ο ένας κάνει στον άλ­λο είναι να αγαπιώνται μ’ ένα τρόπο θεϊκό, και ο τρόπος αυτός αγάπης είναι άνευ όρων. Μια τέτοια αγάπη επενδύει ολόκληρη την ύ­παρξη του ζευγαριού με τη λυτρωτική παρου­σία του Χριστού, ο οποίος είναι η ένσαρκη αγάπη. Αυτή η χαριτωμένη παρουσία ολο­κληρώνει και εμπλουτίζει την προσωπική αγάπη και τον έρωτα δύο συζύγων και τους ικανώνει να προσεγγίζουν όλο και πιο καινούρ­για και βαθιά επίπεδα κοινωνίας, φιλίας, ωρι­μότητας, ανοίγματος και αγιότητας». Οι δύο σύζυγοι «μοιράζονται και χαίρονται ο ένας τον άλλο στην κοινωνία του γάμου —τη συ­ντροφιά, την εμπιστοσύνη ,την αμοιβαία στή­ριξη και ολόκληρο το δεσμό της αγάπης». Κατά το πρότυπο του Χριστού, η αγάπη τους φτάνει μέχρι την αυτοθυσία, την εθελούσια αυτοπροσφορά που δέχεται να υποστεί τα πά­ντα χάριν του αγαπημένου (βλ. Ρωμ. 9:3).

Η μεταμόρφωση όμως αυτή των ανθρώπων μέσα στη φωτοχυσία της αγάπης έχει συνέπειες σε κάθε πτυχή της ζωής. Ο άν­θρωπος που μπόρεσε να αγαπήσει αληθι­νά ένα πρόσωπο —το ή τη σύζυγό του— ανακαλύπτει ότι μπορεί να αγαπά τους πάντες. Μέσα στην Εκκλησία η οικογένεια υ­περβαίνει κάθε θανατηφόρο ναρκισσισμό, αποφεύγει την αυτοειδωλολατρία. Γιατί η αγά­πη «δεν μπορεί ποτέ να είναι αποκλειστική· από την ίδια τη φύση της είναι καθολι­κή». Η ώριμη αγάπη εξέρχεται από τη δυαδικότητα του έρωτα, στην κορύφωσή της γίνεται καθολική, ξεχύνεται για να περιλάβει τους πάντες. Διαρκής, χωρίς προϋποθέσεις, προς όλους· ιδού τα γνωρίσματα της τελεί­ωσης της αγάπης. Πρότυπό της η αγάπη του Θεού για την ανθρωπότητα, η θυσία του Χρι­στού για την Εκκλησία. Μέσα στην εν ελευθερία και αγάπη κοινωνία της Εκκλησίας οι άνθρωποι υπερβαίνουν κάθε βιολογική και κοινωνική διάκριση, βιώνουν το «μυστήριο της αγάπης», γίνονται Σώμα Χριστού, μπο­ρούν συναντώντας τον Θεό να λένε: «Μέλη εσμέν του σώματος Αυτού, εκ της σαρκός Αυτού και εκ των οστέων Αυτού» (Εφ. 5:30). Η ζωή των ανθρώπων και η ιστορία της ανθρωπότητας καλούνται να γίνουν μια διαρκής θεοφάνεια, γαμήλια συνάντηση Θεού και ανθρώ­πων μέσα στο θαύμα της αγάπης. Γι’ αυτό και το θαύμα της Κανά αποτελεί «την αρχή των σημείων» του Ιησού (Ιω. 2:11), είναι η αφετηρία για την καθολική μεταμόρφωση σύμπαντος κόσμου.

 

(Σταύρος Σ. Φωτίου, Άνδρας και γυναίκα: Ο άνθρωπος, εκδ. Ακρίτας, σ.35-41)